Το έργο

Απρίλιος του 1975. Ο πρώτος Απρίλιος της Μεταπολίτευσης. Ο πρώτος Απρίλιος της ελευθερίας μετά από πολλά χρόνια. Σε ένα μπαρ, κάπου στην Αθήνα. Τόπος συνάντησης ηθοποιών, σκηνοθετών, φοιτητών, μεγαλο-απατεώνων. Κοινός τόπος στις συζητήσεις όλων είναι η πρόσφατη προβολή της «Εμμανουέλας» σε κεντρικούς κινηματογράφους της Αθήνας και η εντύπωση που αυτή δημιούργησε. Και γύρω από αυτή την ταινία στήνεται ένα ολόκληρο γαϊτανάκι από επίδοξες ηθοποιούς, τσόντες που βρίσκονται στα σχέδια, καριέρες που φτιάχνονται και άλλες που χαλούν και στο κέντρο, μια ληστεία.

Ο Γιώργος Σίμωνας έγραψε ένα σύγχρονο κείμενο μετά από έρευνα σε αρχεία και ντοκουμέντα της εποχής, προσπαθώντας να αναβιώσει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πιστότητα τα όσα συνέβησαν τότε. Σε μια εποχή που η πρόσβαση σε σεξουαλικού περιεχομένου υλικό ήταν απαγορευμένη και γινόταν μόνον μέσω συγκεκριμένων ταινιών, κάποιοι από τους ήρωες προσπαθούν να πλουτίσουν και άλλοι να γευτούν την δόξα και την αναγνώριση. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα μυθοπλαστικό κείμενο, με έντονα και πολλά στοιχεία εμπνευσμένα από την αληθινή ζωή και ιδωμένα με αρκετά κωμική, ή ίσως καλύτερα σατυρική και σκωπτική ματιά. Το αποτέλεσμα ήταν μια αρκετά ενδιαφέρουσα κωμωδία, η οποία περιλαμβάνει αρκετές δραματικές στιγμές, αλλά και πολύ σασπένς. Ο πλούτος του υλικού όμως σε συνδυασμό με τις πολλές και παράλληλες δράσεις εξέτρεψαν, κατά τόπους, το κείμενο από τη στόχευσή του, ενώ παράλληλα το αποδυνάμωσαν, μολονότι ήταν ευφυές και αστείο.

Η παράσταση

Ο Γ. Σίμωνας, παρά τις όποιες δυσκολίες αντιμετώπισε με το κείμενο που ο ίδιος έγραψε, κατάφερε αδιαμφισβήτητα να στήσει μια παράσταση η οποία είναι ένα μεγάλο, πολύχρωμο και διασκεδαστικό πάρτι. Πολλές και πολύ ωραίες μουσικές από την εποχή, πολλά χρώματα, πολύς χορός συνθέτουν την παράσταση, στην οποία ο θεατής διασκεδάζει και περνάει ευχάριστα. Παράλληλα, ο σκηνοθέτης απέδωσε με πολλή λεπτομέρεια και ρεαλισμό τόσο την ατμόσφαιρα της εποχής, όσο και τους διαφορετικούς τύπους όλων αυτών των καθημερινών, αλλά τόσο ιδιαίτερων ανθρώπων. Ο σκηνοθέτης κατάφερε να υπογραμμίσει επίσης την προσπάθεια των ανθρώπων, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, να ζήσουν, βιώνοντας την «απόλυτη» ελευθερία τους, μετά από την επταετία. Η παράσταση θα μπορούσε να αποκτήσει ακόμα καλύτερο ρυθμό, με κάποιες περικοπές στο κείμενο.

Ηθοποιοί

Αρχικά, είναι άξιο επισήμανσης ότι στη σκηνή εμφανίζονται δέκα ηθοποιοί, αριθμός που δεν συναντάται συχνά πλέον σε μη κρατική σκηνή. Και οι δέκα είναι αξιόλογοι, καθώς μέσω του ρόλου τους αποτύπωσαν έναν διαφορετικό τύπο της εποχής. Ξεχωρίζουν ο Γεράσιμος του Μιχάλη Ζαχαρία, η Ισαβέλλα της Βάσως Παύλου, ο Πητ του Στάθη Κόκκορη, ο Όμηρος του Νικόλα Πιπερά, και ο Σάμη του Φώτη Λαζάρου. Απέδωσαν με απίστευτη συνέπεια και ρεαλισμό τους ρόλους τους. Εξίσου καλοί ήταν ο Οδυσσέας του Συμεών Τσακίρη, η Ασπασία της Σοφίας Μανώλη, ο Θόδωρας του Στέφανου Λώλου, η Αλίκη της Χρύσας Κολοκούρη και ο φίλος του Σάμη του Χρήστου Χριστόπουλου.

Υπόλοιποι Συντελεστές

Στην παράσταση αυτή εκ των βασικών πρωταγωνιστών είναι η μουσική, τα σκηνικά, τα κοστούμια και τα φώτα. Η μουσική αποτέλεσε το βασικότερο συστατικό, παρασύροντας το κοινό να γίνει κοινωνός αυτού του τόσο διασκεδαστικού πάρτι (μουσική σύνθεση: Τώνια Ράλλη). Τα σκηνικά είναι το πρώτο που αντικρίζει ο θεατής καθώς εισέρχεται στον χώρο και είναι πράγματι καταπληκτικά (Νατάσσα Παπαστεργίου). Παράλληλα, κατέχουν έναν πολύ δύσκολο ρόλο, αφού η σκηνική δράση μεταφέρεται σε επτά διαφορετικούς χώρους, που όλοι αποτυπώνονται με μοναδικό ρεαλισμό. Εξίσου σημαντικά τα κοστούμια (Ευαγγελία Γκότση) της παράστασης, τα οποία αποδίδουν με απόλυτη πιστότητα την εποχή, αλλά και τον κάθε χαρακτήρα. Οι φωτισμοί (Γιώργος Βλαχονικολός – Γιώργος Ιεραπετρίτης) είναι απαραίτητοι, καθώς χωρίς αυτούς δε θα μπορούσε να αλλάζει και να μεταφέρεται η δράση σε όλους αυτούς τους διαφορετικούς σκηνικούς χώρους. Κάποιες φορές μάλιστα οι φωτισμοί αυτονομούνται και υπογραμμίζουν όλη αυτή την ανακατωσούρα που επικρατεί, τόσο προσωπικά στη ζωή καθενός από αυτούς τους ήρωες, όσο και στις ιστορίες τους. Τέλος, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα υπήρξε η κινησιολογία των ηθοποιών (Κική Μπάκα), καθώς μαζί με τη μουσική διαμόρφωσαν απολύτως την ατμόσφαιρα του ξέφρενου πάρτι τόσο επί της σκηνής, όσο και για τους θεατές. Με χορογραφίες που εκτελούν άψογα οι ηθοποιοί, αλλά και με χορογραφημένες κινήσεις, η κινησιολογία αποτελεί έναν αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστή.

Επιλογικά

Το «1975» ή «Πιο γρήγορα, Εμμανουέλα! Σκότωσε! Σκότωσε!» είναι, αρχικά, ενδιαφέρον σκηνικά: μουσική, χορός, χρώματα και πολλά πρόσωπα συνθέτουν ένα πολύ ωραίο παζλ. Η πλοκή επίσης έχει εξίσου ενδιαφέρον, καθώς αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία για την χώρα, αλλά το κάνει από μια σπάνια οπτική γωνία, την οποία μόνον όσοι έζησαν την εποχή εκείνη μπορούν να γνωρίζουν. Απευθύνεται συνεπώς τόσο στους μεγαλύτερους, όσο και στους νεότερους.

Η κινηματογραφικής αντίληψης γραφή του Γ. Σίμωνα οδήγησε την δραματουργία σε σκηνικό πλεονασμό, αλλά και, κατά τόπους, σε σύγχυση. Μια συντομευμένη εκδοχή του κειμένου, με κάποιες περικοπές, θα βελτίωνε τα μέγιστα τον ρυθμό της παράστασης, ενώ θα αναδείκνυε σίγουρα και το κείμενο.

Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για μια απολαυστική και ευχάριστη παράσταση, η οποία δίνει στον θεατή την δυνατότητα να παρακολουθήσει ένα κομμάτι της σύγχρονης νεοελληνικής ιστορίας, υπό μια άκρως ενδιαφέρουσα και μοναδική οπτική.

Διαβάστε επίσης:

«1975» ή «Πιο γρήγορα, Εμμανουέλα! Σκότωσε! Σκότωσε!», του Γιώργου Σίμωνα στο Rabbithole