Τα δέκα χρόνια λειτουργίας του γιορτάζει το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης αναθέτοντας στο Γιώργο Κουμεντάκη τη σύνθεση

ενός νέου έργου. Το κοινό της πόλης θα μπορέσει να απολαύσει για πρώτη φορά το έργο αυτό, με τίτλο «Το Ισοκράτημα ενός παιδιού» τη Δευτέρα 25 Οκτωβρίου, στις 21.00.

Συμπράττει η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης σε μουσική διεύθυνση του Μύρωνα Μιχαηλίδη και με σολίστα στο πιάνο το Γιώργο–Εμμανουήλ Λαζαρίδη.

Στο πρώτο μέρος του προγράμματος θα παρουσιαστεί το Ισοκράτημα ενός παιδιού του Γιώργου Κουμεντάκη και το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 5, σε Μι ύφεση μείζονα, Έργο 73 του L. v. Beethoven με σολίστ το Γιώργο-Εμμανουήλ Λαζαρίδη. Στο δεύτερο μέρος θα παρουσιαστεί το έργο του Nikolai Rimsky-Korsakov «Scheherazade, Συμφωνική Σουίτα, Έργο 35».

Ο Γιώργος Κουμεντάκης σημειώνει για το έργο του: «Το Ισοκράτημα ενός παιδιού γράφτηκε μετά από ανάθεση του Οργανισμού Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, με αφορμή τον εορτασμό των δέκα χρόνων πολύτιμης παρουσίας του στη μουσική ζωή της πόλης. Προσπάθησα να αποδώσω μουσικά τη δύναμη και τη ζωντάνια ενός δεκάχρονου οργανισμού με γερά θεμέλια και ταύτισα τη δυναμική αυτή με το μουσικό «ισοκράτημα», το θεμέλιο λίθο της βυζαντινής μουσικής, πάνω στο οποίο ένα δεκάχρονο παιδί ζει παίζοντας μουσική.

Το έργο αντλεί τα θέματά του από την παράδοση και τους δίνει τρεις μορφές. Στο πρώτο μέρος μία μελωδία, καβάλα σ\’ έναν αυτοσχέδιο χορό, έρχεται από την ανατολή ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο. Τα όργανα στροβιλίζονται σε απίθανους συνδυασμούς ηχοχρωμάτων και σε ατελείωτους ρυθμικούς καλπασμούς. Οι νότες μεταμορφώνονται σ\’ ένα τρυφερό κύμα νοσταλγίας.

Στο δεύτερο μέρος οι μουσικοί της ορχήστρας παίζουν με το φωνήεν όμικρον και διάφορους συνδυασμούς συμφώνων, κάνοντας το ισοκράτημα να φαίνεται σαν ένα κομμάτι βγαλμένο από τους ήχους της φύσης. Γύρω του τυλίγονται μελωδίες που περιστρέφονται σε αέναους κύκλους και ταξιδεύουν από όργανο σε όργανο με συνεπιβάτη την παιδική φαντασία. Ένας πολεμικός χορός από τον Πόντο είναι το θέμα του τρίτου μέρους.

Οι μουσικοί γίνονται πολεμιστές. Φτάνουν σε ακραίες καταστάσεις και ξεπερνούν τα προσωπικά τους όρια σε μία μάχη με το χρόνο, προσβλέποντας σ\’ ένα καλύτερο μέλλον. Μέσα από τα μάτια ενός παιδιού βλέπω αισιόδοξα την πορεία του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης και είμαι σίγουρος ότι το μέλλον θα είναι συναρπαστικό».

Το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα γνωστό και ως Αυτοκρατορικό γράφτηκε από τον Beethoven υπό το φόβο και την ανησυχία των Ναπολεόντειων Πολέμων. Η κειμενογράφος Μαρία Μπελίδου εξηγεί πως σ’ ένα γράμμα προς τον εκδότη του, τον Ιούλιο του 1809, έγραφε: «Από τις 4 Μαΐου έχω μόλις μετά βίας συνθέσει κάποια κομμάτια αποσπασματικά, μόνο φράσεις από δω κι από κει.

Η όλη εξέλιξη των γεγονότων έχει προφανώς επηρεάσει το σώμα και την ψυχή μου. Ούτε μπορώ να απολαύσω τη ζωή στην εξοχή, κάτι που είναι τόσο ζωτικό για μένα… ένας Θεός ξέρει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα… τι δυστυχία επικρατεί γύρω μου, δεν υπάρχει τίποτε άλλο από κανονιοβολισμούς και ανθρώπινη αθλιότητα κάθε είδους…».

Ως εκ θαύματος όμως, καμία αίσθηση αυτής της αθλιότητας δεν άφησε ο Beethoven να φανεί στη μουσική του τελευταίου και μεγαλύτερου Κοντσέρτου του, του Κοντσέρτου για πιάνο Νο. 5 που ολοκλήρωσε τη χρονιά εκείνη και αφιέρωσε στον Αρχιδούκα Rudolf, στενό φίλο, μαθητή και πάτρωνά του.

Αντίθετα, ο θριαμβικός χαρακτήρας του έργου και το επικό του ύφος αποκαλύπτονται από τα πρώτα μέτρα, συνεπαίρνοντας τον ακροατή. Ο ίδιος δεν ερμήνευσε ποτέ το έργο στο κοινό, σε αντίθεση με τα τέσσερα προηγούμενα Κοντσέρτα, τα οποία είχε πρώτος παρουσιάσει ως δεξιοτέχνης πιανίστας. Φαίνεται πως την περίοδο εκείνη η ακοή του είχε χειροτερέψει σε τέτοιο βαθμό, ώστε το παίξιμό του δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του.

Η πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε στο Gewandhaus της Λειψίας το Νοέμβριο του 1811, με σολίστα το νεαρό οργανίστα Friedrich Schneider. Το κοινό δέχτηκε με μεγάλο ενθουσιασμό το έργο.

Ένα χρόνο αργότερα παρουσιάστηκε στη Βιέννη με το διάσημο πιανίστα και συνθέτη της εποχής, Carl Czerny. Ο τίτλος «Αυτοκρατορικό» δεν ανήκει στον Beethoven, αλλά στο Johann Cramer, Άγγλο εκδότη του Κοντσέρτου.

Το Πέμπτο Κοντσέρτο ανήκει στη δεύτερη δημιουργική περίοδο του Beethoven, την ονομαζόμενη «ηρωική», η οποία περιλαμβάνει μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του, δείγματα της εξέλιξης του συνθετικού του ύφους. Με το Πέμπτο Κοντσέρτο για πιάνο, ο Beethoven εξελίσσει τη φόρμα του μουσικού αυτού είδους σ‘ ένα επίπεδο άγνωστο μέχρι τότε και σπάνια ξεπερασμένο έκτοτε».

Για τη Συμφωνική Σουίτα βασισμένη στον κύκλο παραμυθιών Χίλιες και Μία Νύχτες «Scheherazade» η κα. Μπελίδου αναφέρει:  «Τα Παραμύθια της Χαλιμάς, όπως είναι γνωστές οι Χίλιες και Μία Νύχτες στην Ελλάδα, είναι ένα αριστούργημα της αραβικής λογοτεχνίας και αποτελούν μια από τις σπουδαιότερες συλλογές παραμυθιών στην ιστορία.

Η γοητεία τους δεν άφησε ασυγκίνητο το Rimsky-Korsakov, που συνέθεσε τη Συμφωνική Σουίτα Scheherazade -το δημοφιλέστερο ίσως έργο του- το καλοκαίρι του 1888. Διηύθυνε ο ίδιος την πρεμιέρα της στις 3 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, στο Club Nobility της Αγίας Πετρούπολης.

Όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία του το 1909, είχε γοητευτεί από αρκετά επεισόδια και θέματα των αραβικών παραμυθιών, τα οποία χρησιμοποίησε διάσπαρτα στα τέσσερα μέρη της Σουίτας του, χωρίς συγκεκριμένη σειρά ή σύνδεση μεταξύ τους. Συνέθεσε μελωδίες (λάιτ-μοτίφ) που συνδέονται με τις ιστορίες και τους ήρωες των παραμυθιών. Έτσι, κάθε φορά που στο έργο εμφανίζεται ένα μουσικό θέμα, ο ακροατής αναγνωρίζει ποιον περιγράφει η μουσική.

Ο ίδιος αναφέρει «Μάταια αναζητά ο κόσμος στη Σουίτα μου θέματα συνδεδεμένα ακέραια με τις ίδιες ποιητικές ιδέες και αντιλήψεις των παραμυθιών. Αντίθετα, όλα αυτά τα λάιτ-μοτίφ δεν είναι τίποτε άλλο παρά γνήσιο μουσικό υλικό ή συγκεκριμένα θέματα κατάλληλα για συμφωνική ανάπτυξη, που συσπειρώνονται και σκορπίζονται σε όλα τα μέρη της Σουίτας, εναλλασσόμενα και συνδεδεμένα το ένα με το άλλο.

Καθώς κάνουν την εμφάνισή τους με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, απεικονίζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, εκφράζουν διαφορετικές διαθέσεις και αντιστοιχούν σε διαφορετικές εικόνες και πράξεις […]

Με τον τρόπο αυτό, αναπτύσσοντας το μουσικό υλικό αρκετά ελεύθερα, είχα στο μυαλό μου τη δημιουργία μιας Ορχηστρικής Σουίτας σε τέσσερα μέρη, στενά δεμένης με μουσικά θέματα και μοτίβα που παρουσίαζαν, όπως ήταν, ένα καλειδοσκόπιο από εικόνες και σκίτσα παραμυθιών ανατολίτικου χαρακτήρα».