Η έκθεση είναι αφιερωμένη στο έργο του Κούνδουρου με έργα ζωγραφικής του ιδίου με φωτογραφικά πορτρέτα από την ταινία του «Μπαϋρον», με εικόνες, με αρχειακό υλικό και όλα εκείνα που συνθέτουν το «μαρτυρολόγιο» του ελληνισμού μέσα από το χρωστήρα και τον καμβά του μεγάλου Έλληνα δημιουργού.

«… Και είναι αυτές ακριβώς οι στοιβαγμένες ζωγραφιές που φεύγοντας ξέχασες να πάρεις μαζί σου. Ή μήπως δεν ξέχασες; Ή μήπως τις άφησες εδώ, στη γη, έτσι, εκ του πονηρού. Για να μη σε ξεχνάμε και να μην ξεχνιόμαστε.
Εσείς και εμείς θέλω να πω…» – Νίκος Κούνδουρος

Ο ιστορικός Τέχνης, Γιώργος Μυλωνάς, ο οποίος επιμελείται την έκθεση, γράφει:

«Αν ο Μπάυρον δε γίνει καλή ταινία –πιο καλή από καλή– θα τα παρατήσω και θα γίνω πάλι ζωγράφος, αθώος και ανυποψίαστος σαν τους πρωτόπλαστους πριν δαγκώσουν το πονηρεμένο μήλο», έγραφε ο Νίκος Κούνδουρος στη Σωτηρία, την αγαπημένη του σύζυγο, όταν γύριζε τον «Byron» στη μακρινή Κριμαία. Στην πραγματικότητα, η σχέση του δημιουργού με τη ζωγραφική δεν υπήρξε ευκαιριακή, σε αυτήν επέστρεφε κι αυτή ήταν που καθόρισε το κινηματογραφικό του βλέμμα∙ στάθηκε η πρώτη ύλη για να ξανοιχτεί στην κινηματογραφία, «ένα είδος θριαμβευτικής ζωγραφικής», όπως την αποκάλεσε, αλλά και καταφύγιο κάθε φορά που αποσυρόταν από τα κινηματογραφικά του σχέδια: «στο ενδιάμεσο κάθε ταινίας έριχνα και δέκα ζωγραφιές, όπου έβρισκα γαλήνη, γιατί η ζωγραφική είναι δουλειά ασκητική».

Καλλιτέχνης προσωπικών αναζητήσεων, ο Κούνδουρος ακολούθησε ένα δρόμο ο οποίος καθορίστηκε από τη ρήξη με την εξουσία και από τη βαθιά πίστη στην παράδοση και τη λαϊκή τέχνη. Από το πατρικό του σπίτι στην οδό Ηρακλείτου, ο δημιουργός ήρθε σε άμεση επαφή με την εκκλησιαστική ζωγραφική, κυρίως δε με τη μεταβυζαντινή τέχνη της Κρήτης, για την οποία καμάρωνε και την οποία επικαλούνταν για τις αρετές και τα κουσούρια της.

Σε ηλικία μόλις 16 χρόνων, «με πάθος για τη ζωγραφική και κάτι ψεύτικες δηλώσεις», ο Έλληνας δημιουργός μπήκε λαθραία στη Σχολή Καλών Τεχνών, αποφοιτώντας από το εργαστήρι του Μιχάλη Τόμπρου, το ’48. Δάσκαλό του και φίλο κατοπινό, ο Κούνδουρος αναφέρει τον Γιάννη Μόραλη. Και ενώ γνώρισε απ’ αυτόν τα μυστικά των μεγάλων της Αναγέννησης κοντά στις νεωτερικές αναζητήσεις της εποχής του, ο Κούνδουρος αφομοίωσε δημιουργικά τη γλώσσα της βυζαντινής ζωγραφικής, εμπλουτίζοντάς την με τη γνώση της ανατομίας και την πλαστική απόδοση των μορφών.

Ο Κούνδουρος δεν περιορίστηκε να αντιγράφει, να χρησιμοποιεί ή να μιμείται τη βυζαντινή τέχνη∙ έκανε κάτι περισσότερο: επιχείρησε να μορφοποιήσει στα βυζαντινά διδάγματα το θεμελιώδες αίτημα του ουμανισμού. Χρησιμοποίησε το ίδιο σχεδόν μορφοπλαστικό λεξιλόγιο τόσο στα θρησκευτικά όσο και στα κοσμικά του θέματα, την ίδια έμφαση στους χαμηλούς χρωματικούς τόνους, τον ίδιο τονισμό των γραμμικών αξιών. Στον πλούτο της βυζαντινής τέχνης συγκινήθηκε από τα πάθη της Ορθοδοξίας, τους ανώνυμους χρωμοψαλτάδες της αγιογραφίας, τα καλογέρια και τους κεντητάδες της λαϊκής παράδοσης, κυρίως δε από την αλληλουχία των αγγιγμάτων του πονεμένου κόσμου. Πίσω από την υποταγή του στη σχολή της μεταβυζαντινής ζωγραφικής πάντα υπάρχει ο άνθρωπος. Και μολονότι «άπιστος», ο Κούνδουρος έπλαθε ανθρώπους «πλατύτερους απ’ τη ζωή» και πάσχιζε με το δικό του «θρησκευτικό» τρόπο να βρει το ανεύρετο κλειδί της.

«Θέλω να διατηρήσω μέχρι το τέλος το δικαίωμα να είμαι με τους άλλους, να ουρλιάζω στα πεζοδρόμια, να είμαι αυτό που ήμουνα, ο φοιτητής με τη γροθιά σηκωμένη στον ουρανό απειλητικά», γράφει ο Νίκος Κούνδουρος στον Μάνο Χατζιδάκι και στη μορφή του αιώνιου έφηβου απαθανατίζει τον εαυτό του στην παλέτα του ως ζωγράφο.

Γιώργος Μυλωνάς
Ιστορικός τέχνης

Συντελεστές:

Σχεδιασμός και Οργάνωση Παραγωγής: MVN Consultants, Χρήστος Φ. Μαργαρίτης
Επιμέλεια Έκθεσης: Γιώργος Μυλωνάς, Αλέξανδρος Μακρής, Μαρία Καραμητσοπούλου
© Ηλεκτρονικού Καταλόγου 2017: MVN Consultants, Ι.Α.Μ. Ύδρας
© Κειμένων: Γιώργος Μυλωνάς
© Έργων και φωτογραφιών: Σωτηρία Κούνδουρου-Ματζίρη, Χρήστος Φ. Μαργαρίτης, Αλέξανδρος Γερ. Μακρής