Πρόσωπα ιερά και υπομονετικά με εγγεγραμμένα μέσα τους τα χτυπήματα που τους φύλαξε κάπου κρυφά η μοίρα, όλες οι θηλυκές παρουσίες είναι εδώ εκτεθειμένες στον αναγνώστη που τους παρέχει οίκτο και αναγνώριση. Είναι Παναγίες των καιρών τους, απεγνωσμένες και αφοσιωμένες στην ευλαβική τους πορεία, άλλοτε χαμένες στις σκέψεις, άλλοτε μοναχικές να πονούν μόνες και άλλοτε ιστορικά σύμβολα άγνωστης ταυτότητας που απλά η ιστορία τις βρήκε να την περιμένουν στην γωνία.

Θαρρείς και οι γυναίκες της Μαίρης Μικέ είναι πρωταγωνίστριες σε κινηματογραφικό έργο, ένα έργο αρχαίας έμπνευσης με σύγχρονη μορφή, δώδεκα ιστορίες που μιλάνε στο σήμερα και το τότε με την ιστορία να τις καθορίζει, να τις αγκαλιάζει και να τις παρακολουθεί. Κάθε γυναίκα της Μικέ είναι ένας κόσμος από μόνη της, ένα επεισόδιο στην ιστορία της ζωής που είναι γεμάτο χαρμολύπες και αγκάθια συναισθηματικά. Το καράβι που λέγεται ζωή έχει πολλούς ανέμους να το θαλασσοδέρνουν και στην απόλαυση της νηνεμίας κανένας επιβάτης δεν πλήττει γιατί αυτή η νηνεμία είναι ένας μικρός παράδεισος επί γης. Σώματα και ψυχές εδώ δοκιμάζονται σε μία συνεχόμενη διαδικασία απαλλαγής από δυσκολίες, προσωπικά μαρτύρια και ανελέητες κοινωνικές κρίσεις από τις οποίες κανένας και κυρίως καμία δεν ξεφεύγει, σημεία των καιρών γαρ.  

Τα όπλα της Μικέ κατά την αφήγησή της είναι η γλώσσα και οι λέξεις που αφήνονται στην κρίση της και στα χέρια της να σμίξουν με τα πρόσωπα και τις εικόνες που σχηματίζονται ενώ ξεδιπλώνονται οι ματωμένες ζωές τους. Ζωές που είναι καθημερινές, εντός ορίων και πολύ κοντινές, σαν ο αναγνώστης να ανοίγει ένα παράθυρο και να μπαίνει στα σπίτια όπου συμβαίνουν όλα αυτά που με πικρόχολο τρόπο και με μία διάθεση συμπόνιας περιγράφονται. Η ιστορία της Δέσποινας στην ιστορία με τίτλο “Οικογενειακή γιορτή” αποτελεί την προσωποποίηση της προσπάθειας για φυγή και απαλλαγή από τα δεινά μίας κατάστασης με αλμυρή γεύση που κατατρέχει την ηρωίδα. “Με τη φυγή μέσα από τους χρεωμένους αλευρόμυλους, τα θολά ποτάμια, τα καμπίσια χωριά και τα κερδοφόρα αρχαία σπλάχνα των βουνών νόμιζε η Δέσποινα πως διέγραφε τους βωβούς επαίτες στους σταθμούς των λεωφορείων, το βλέμμα που την κύκλωνε και την πολιορκούσε, το άλγος του ελέγχου”. Η Μικέ έχει στον λόγο της το μικρόβιο της νοσταλγίας ενός χρόνου που σημάδεψε την ελληνική πραγματικότητα χωρίς να δίνει σαφείς αναφορές σε περιόδους και γεγονότα. Αφήνει να πλανάται με τις λέξεις που χρησιμοποιεί και ενέχουν τρυφερότητα και σκληρότητα μαζί ένα πλέγμα αδυναμίας και μοναξιάς. Τα συναισθήματα της Δέσποινας είναι η ανάμνηση μίας μάνας που τιθασεύει, χειραγωγεί αλλά παράλληλα και βαθιά μέσα της αγαπάει και νοιάζεται και ας μην ξέρει τον τρόπο να το δείξει.

Είναι πολλές οι ανοιχτές πληγές στο τραύμα που μας παρουσιάζει, ένα τραύμα με πολλαπλά μέτωπα που ξανοίγονται εμπρός μας για να τα επουλώσουμε με την συγκίνησή μας, την κατανόησή μας, την αλληλεγγύη μας σε γυναίκες θύματα, γυναίκες φαντάσματα του τρωτού βίου τους, γυναίκες με ισχύ και δύναμη θέλησης να ξεπεράσουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκαν να ζουν. Η Αρετή, είναι μία “αγία” που έμελλε να της κληρώσει να ζει ανάμεσα σε σκοτεινές μορφές και μοχθηρά όντα, μία αθώα γυναίκα που απλά δεν όρισε εκείνη τη ζωή της και δεν κατάφερε να ξεφύγει από τα δίχτυα του προξενιού που της εξασφάλισαν για εκείνη χωρίς εκείνη. Αυτό το άβουλο πλάσμα στο ζαχαροπλαστείο του άνδρα της θα δεχτεί τα βέλη και τα πυρά από έναν περίγυρο γυναικών εχθρικών και δηλητηριασμένων, πρόσωπα που την επιβουλεύονται για την νηφαλιότητά της, την καλοσύνη της, την πραότητα του χαρακτήρα της. Παντού γύρω της “μετέωρα πιρούνια, μαχαίρια ακονισμένα ήταν έτοιμα κάθε φορά να πριονίσουν την ωμή σάρκα, κουτάλια αδηφάγα έτοιμα να σκάψουν και ν’ αδειάσουν ό,τι απέμεινε”. Και όμως μέσα από όλη αυτή την απαξίωσή της εκείνη θα επιστρατεύσει τις πιο γλυκές τις αντιστάσεις, θα θελήσει να σβήσει τα ίχνη της κακίας και για αυτό “ξάπλωνε και με ανοιχτά μάτια ταξίδευε…χρώματα την τύλιγαν, αγγίγματα έδιναν ζωή στην απονεκρωμένη σάρκα, ναυτικές στολές την γύριζαν πίσω στα παιδικάτα, πρόσωπα αγαπημένα τής χαμογελούσαν, την νάρκωναν, την έστελναν για ύπνο”.

Όλες αυτές οι ουλές που έχουν χαράξει τα σώματα και τις ψυχές των γυναικών έχουν η καθεμία τον χαρακτήρα της, την προσωπικότητα της και το παρελθόν που την συντροφεύει, είναι ουλές βαθιά χαραγμένες στα έγκατα της καταστροφής που κάποιοι άλλοι φρόντισαν να εξασφαλίσουν για αυτές και αυτή η αέναη αναζήτηση της ευτυχίας μέσα από σύννεφα και βροχές είναι ό, τι καλύτερο προσμένουν για να δούνε λίγο φως ευτυχίας μέσα στην καταχνιά της εξωτερικής επαφής και επικοινωνίας με τον πονηρό κόσμο που είναι τόσο μεγάλος αλλά και τόσο μικρός. Και πολλές φορές ο θάνατος εκεί παραμονεύει για να τις γαληνέψει. Γιατί “μικρός ο τόπος, όλα ανοικτό βιβλίο” και κανείς δυστυχώς δεν διαφεύγει από τα βλέμματα του κακεντρεχούς και του κακορίζικου. Η Ζωή στην ιστορία “Ζωηρό σπέρμα” είχε “χαρακωμένο πρόσωπο από βαθιές αυλακιές, άδειο βλέμμα, κλειδωμένα χείλη, καμπουριασμένο αδυνατισμένο σώμα, κρεμασμένα χέρια, έντονη αποφορά θανάτου”. Γιατί όμως η Ζωή και κάθε Ζωή να οδηγηθεί σε αυτή την βασανιστική συγκυρία και γιατί να υπομένει μία ζωή που δεν της αξίζει; Ήταν αγκαλιά με το πένθος της καρδιάς της, ένα τέλος είχε προδιαγραφεί μέσα της, έτσι παραδομένη που ήταν έρμαιο της αρσενικής υποταγής.

Η Μικέ καταφέρνει στο τέλος να παντρέψει όλες τις ιστορίες μαζί και να συγκεντρώσει όλες τις γυναίκες των ιστοριών της γύρω από το ίδιο τραπέζι σαν αυτή η δωδεκάδα να ήταν ένας μικρός Μυστικός δείπνος, ένας “Μυστικός Νεκροδείπνος” που καταφέρνει να καθαγιάσει τα ταραγμένα νερά μίας κατατρεγμένης πραγματικότητας. “Πώς τα φάρμακα της γραφής μπορούν την ταχύτητα της λήθης να ανακόψουν, πως μπορούν να ενισχύσουν τις ρίζες της μνήμης για να φυτρώσουν άνθη να ράνουν τις πεφιλημένες κεκοιμένες!”.

“Τι θα μείνει από την σιωπή της ταπείνωσης και τι από την κραυγή της θυσίας;”

“Και οι μέλισσες ίσως γιατί ένιωθαν τον διωγμό της ίσως γιατί τους αντίκριζε κατάματα χωρίς φόβο σταμάτησαν για μια στιγμή τον βόμβο και την παραγωγή, χαμήλωσαν τα κεντριά τους κι άρχισαν να την αγκαλιάζουν με αγάπη και τρυφερότητα”

“Ένα μάτι την κυνηγούσε παντού, τρυπούσε τους τοίχους, έμπαινε σαν λόγχη μέσα της, την ξεψάχνιζε, πετούσε έξω τα σπλάχνα της”

Το βιβλίο της Μαίρης Μικέ, Κόκκινες ουλές, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.