Η πείνα του Χάμσουν όπως αναφέρει και ο ίδιος δεν είναι ένα μυθιστόρημα. Και βεβαίως δεν αποτελεί ένα μυθιστόρημα γιατί πρόκειται σαφώς για μία ιδιάζουσα ψυχική διαδικασία κατά την οποία ένας άνθρωπος, πολύ πιθανότατα ο ίδιος ο συγγραφέας, περνά μέσα από μία εσωτερική δοκιμασία, μία πάλη αντιμετώπισης της ανέχειάς του, της θέλησής του για εξεύρεση τροφής αλλά τελικά της μη ικανοποίησης της. Ισχυρό πλήγμα στο εγώ του λογίζεται αυτή η ανικανότητα πλήρωσης της επιθυμίας του. Όταν πεινάς καλείσαι εύλογα να υπερπηδήσεις τα εμπόδια του νου που δίνουν την εντολή και αδυνατώντας να ανταπεξέλθεις στην κάλυψη της ανάγκης αυτής αντλείς φυσιολογικά όλα τα αποθέματα του ψυχισμού σου που δεν γνώριζες πως είχες στον ανηλεή αγώνα ενάντια στην αίσθηση της πείνας. Μία αίσθηση που ενδεχομένως προκαλεί ντροπή και θίγει την αξιοπρέπεια ενώ βυθίζει τον άνθρωπο στο αίσθημα αυτοσυντήρησης που μπορεί και να μην έχει όρια όσο βαδίζει προς το αβέβαιο.

Κάτοχος του Νόμπελ λογοτεχνίας το 1920 με αφορμή το βιβλίο του «Η ευλογία της γης» γραμμένο το 1917, ο Χάμσουν έρχεται με την «Πείνα» που γράφτηκε το 1890 σε ανοιχτό πόλεμο με τα ίδια του τα φαντάσματα και αυτοαναλύεται σε έναν δρόμο συνομιλίας με τον τρόμο και τον κίνδυνο της ίδιας του της απώλειας είτε πραγματική είτε συνειδησιακή. Ο Χάμσουν σε συνεχή διαμάχη με την προσωπική του λαχτάρα ή την αποδοχή της ήττας του στον ανήφορο για την πραγμάτωση των συγγραφικών του στόχων παρουσιάζει εδώ τον ήρωά του, τον άλλο του εαυτό για τους περισσότερους αναλυτές, με την ιδιότητα του δημοσιογράφου που αναζητά μέσα στην ομίχλη του συλλογισμού του την ταυτότητά του μέσω της αναγνώρισης των γραπτών του, μία αναγνώριση που αργεί να φανεί και ίσως και είναι εξαρχής χαμένη. Αυτά τα γραπτά όμως είναι που τον κρατάνε ζωντανό στο κυνήγι του ανέφικτου και στέκεται με το κεφάλι ψηλά ενώ το σώμα του το κάτισχνο φωνάζει κατάρρευση. Στα κείμενα αυτά που πασχίζει να γράψει θα εξασφαλίσει τα προς το ζην που θεωρητικά ελπίζει πως θα τον βγάλουν από το συνεχές αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει, δέσμιος από τις αλυσίδες μίας ζωής που δεν του δίνει τίποτα, μία αναφορά στο μηδέν χωρίς να φταίει.

Ο ήρωάς του βρίσκεται σε πυρετώδη διάλογο με τον εσωτερικό του κόσμο και μέσα στην δίνη της συγγραφικής αποστολής του που άλλοτε πνέει τα λοίσθια και άλλοτε πρόσκαιρα ανακάμπτει, κινείται σε μονοπάτια παραίσθησης ή συναίσθησης. Πριν νιώσει και βιώσει την φυγή προς έναν άγνωστο προορισμό με την ελπίδα της οριστικής επαγγελματικής αποκατάστασης και μακριά από τα σκοτάδια του παρελθόντος του έχει επιπλεύσει επί της σκιάς του που ακροβατεί και σαν σχεδία χαμένη στον ωκεανό περιδιαβαίνει και περιφέρεται ζωντανός νεκρός σε μία κοινωνία αδιάφορη και απορρίπτουσα. Και εκεί που βρίσκει ελπίδα, στοργή και φροντίδα, βοήθεια και κατανόηση πλάι σε ανθρώπους που δεν περίμενε, η αγάπη για τη ζωή και η πτώση στον Άδη της απόγνωσης ξαναγεννιέται άξαφνα με καταστροφικές για τον ίδιο συνέπειες. Ο Χάμσουν εγκιβωτίζει αλήθειες και ανησυχίες του κόσμου που πάντα θα απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο και δυστυχώς θα επαναλαμβάνονται με μαθηματική ακρίβεια όταν η ανάγκη για τροφή καθίσταται επιτακτική και απαραίτητη για την διαύγεια και εύρυθμη λειτουργία του μυαλού. Σε συνθήκες φτώχειας και στέρησης, η πνευματική ευημερία και ισορροπία κλονίζονται, ανατρέπονται και μετατρέπονται σε μία κόλαση υπαρξιακή που δεν έχει έλεγχο και που όμοιά της δεν υπάρχει.

Σε μία πραγματικότητα που θυμίζει Ίψεν, μιας και ήταν σύγχρονός του, ο πρωταγωνιστής χάνει κάθε πίστη στο είναι του και παρασύρεται σε πράξεις που καθοδηγούνται ξεκάθαρα από την έλλειψη τροφής χάνοντας ασυνείδητα το πηδάλιο της λογικής. Εκεί αγγίζει τα όρια της τρέλας και της παράνοιας σαν ο εαυτός του να παίρνει την μορφή ενός ξένου προς αυτόν. Γράφει ο Χάμσουν: «Η συναίσθηση της εντιμότητάς μου γέμισε το μυαλό μου, με πλημμύρισε με την υπέροχη αίσθηση πως ήμουν ένας άνθρωπος με χαρακτήρα, ένας φωτεινός φάρος μέσα σε μία θολή ανθρωποθάλασσα όπου επέπλεαν συντρίμμια και ναυάγια». Μοιάζει πράγματι με καράβι ακυβέρνητο, μιας και η σκέψη του είναι επικίνδυνα αόριστη, αόρατη και θολή, σαν να ζει σε ένα θέατρο χωρίς σκηνή και θεατές, μόνος ενώπιον του εχθρικού του αντίλαλου.

Η εξαιρετική μετάφραση από τα νορβηγικά και το επίμετρο του μεταφραστή χαρίζουν στον αναγνώστη σε πολλά σημεία της αφήγησης ένα κείμενο ωμό και δύστροπο αλλά αριστοτεχνικά διαμορφωμένο προσδίδοντάς του κάτι από το ύφος του συγγραφέα. Αυτό είναι το κέρδος από την επαφή με έναν λογοτεχνικό κολοσσό και ο αναγνώστης πράγματι συγκλονίζεται από την δραματική κατάσταση του πρωταγωνιστή, από μία πτυχή της υπόστασης του ανθρώπου που μόνο με την τύφλωση μπορεί να συγκριθεί. Γιατί τι χειρότερο από την στέρηση του αγαθού της τροφής που χωρίς αυτήν ο άνθρωπος είναι ικανός να γίνει βάρβαρος, απρόβλεπτος και έρμαιο μαζί και να θυμίζει σκιάχτρο έτοιμο να καταρρεύσει από τα όρνια της συνείδησης του που του σκίζουν τα σωθικά? Και αν όλα αυτά που περιγράφονται γλαφυρά στο βιβλίο τα τοποθετήσουμε στην σημερινή ανήθικη εποχή που η γνώση έχει γίνει βορρά στον βωμό της εξέλιξης και των μηχανών που μας έχουν καταντήσει υποχείριά τους, τότε ο Χάμσουν επικαιροποιείται και η πείνα για την οποία μας μιλάει γίνεται πνευματική. Αυτή η πείνα είναι δηλητήριο που σκοτώνει γενιές και φυλακίζει το μέλλον τους.

«Ο φτωχός διανοούμενος ήταν πολύ πιο οξυδερκής παρατηρητής από τον πλούσιο διανοούμενο. Ο φτωχός κοιτάζει γύρω του σε κάθε βήμα, ακούει με δυσπιστία κάθε λέξη από τους ανθρώπους που συναντάει. Έτσι κάθε βήμα που κάνει αποτελεί ένα καθήκον, μία δοκιμασία για τις σκέψεις και τα αισθήματά του. Έχει ετοιμότητα και ευαισθησία, είναι ένας άνθρωπος έμπειρος του οποίου η ψυχή έχει πληγωθεί…»

Το βιβλίο του Κνουτ Χάμσουν, Η πείνα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.