Στο μεταπολεμικό Παρίσι που παρόλο που προσπαθεί να ορθοποδήσει μετά τον πόλεμο δεν έχει χάσει τίποτα από την αίγλη του και την αύρα της μεγαλούπολης, εκτυλίσσεται αυτό το μυθιστόρημα πλούσιο σε εικόνες, στιγμές και εμπειρίες για την πρωταγωνίστρια Λίζα, την λογοτεχνική περσόνα της Αξιώτη μιας και η ίδια βρίσκεται εξόριστη στο Παρίσι εν μέσω ελληνικού εμφυλίου και για να γλιτώσει τα χειρότερα.

Στο μυαλό της και στην ψυχή της, κάτι που αποτυπώνεται έκδηλα σε κάθε κεφάλαιο αυτού του ποτισμένου με προσωπικό συναίσθημα βιβλίου, η Αξιώτη ξεδιπλώνει μία ζωή που βάφτηκε με το δράμα των ανθρώπων που χάθηκαν σε μία Αθήνα που σε σύγκριση με το κοσμοπολίτικο Παρίσι, ψάχνει να βρει την χαμένη της ταυτότητα, βουτηγμένη από τα νύχια ως την κορφή στην λαίλαπα της εμφύλιας σύρραξης και ό,τι αυτή συνεπάγεται. Έχει όμως και το στίγμα της αντιστασιακής, στα ποιήματα που γράφει την ίδια περίοδο καταπιάνεται με την καταδίκη της απαγόρευσης του λόγου, της φυλάκισης των ιδεών και των κάθετων και εγκάθετων ύπουλων πολιτικών δραστηριοτήτων ενάντια των συντρόφων της που στραγγαλίζουν κάθε έννοια ελευθερίας.

Η Αξιώτη μέσω της Λίζας θα βιώσει τον ξενιτεμό, την μοναξιά και την ανάμνηση μίας πατρίδας στην εντατική και αυτό είναι κάτι που την πληγώνει, την θλίβει και την εξαντλεί. Κάθε μέρα στο πολύβουο και πολυπληθές Παρίσι είναι και ένα πισωγύρισμα για εκείνην, θρηνεί μέσα της για την χαμένη πατρίδα και την ζωή που αφήνει πίσω της. Θα βρεθεί μόνη σε ξένη χώρα, θα περπατήσει τους δρόμους μιας άλλης πόλης στην οποία καταφεύγει ελέω πολιτικών εξελίξεων αυτοεξορισμένη και θα κυκλοφορεί σε αυτήν με μισό εαυτό μιας και ο άλλος μισός βρίσκεται πίσω στην Ελλάδα: “παρελθούσα πνιγηρή αναπόληση που σκαλίζει το τραύμα”. Η Μαίρη Μικέ στην εξαιρετική της εισαγωγή αναφέρει: “Ό,τι καταλογίζεται στην Αξιώτη δεν είναι απλώς η ύπαρξη δύο εαυτών αλλά η ύπαρξη δύο αντιπαρατιθέμενων εαυτών“. Ευτυχώς το Παρίσι και η Γαλλία εν γένει δεν είναι τόσο ξένος τόπος μιας και η Αξιώτη από μικρή είχε πολύ στενή επαφή με την γαλλική παιδεία και τον γαλλικό πολιτισμό. Είναι γεγονός πως το Παρίσι ανέκαθεν αποτελούσε καταφύγιο πολιτικών προσφύγων, καλλιτεχνών ανάμεσά σε αυτούς και πολλές γενιές Ελλήνων και κυριάρχησε ως λίκνο και ομφαλός πολιτισμού.

Πρόκειται για μία ωδή στην σκληρή πραγματικότητα που θα συναντήσουμε και σε άλλα της γνωστά μυθιστορήματα όπως η Κάδμω, οι Δύσκολες νύχτες και Σύντροφοι καλημέρα! και άλλα διηγήματα. Στις σελίδες αυτού του ανέκδοτου βιβλίου που πληροφορούμαστε πως βρέθηκε στο αρχείο με την ένδειξη Φάκελος Αξιώτη, η συγγραφέας μέσω της γραφής προσπαθεί και καταφέρνει επιστρατεύοντας και το ερωτικό στοιχείο που είναι εμφανές και λυτρωτικό, να τιθασεύσει την εσωτερική οδύνη και να αυτοπαρηγορηθεί για αυτά που δεν μπορεί να επηρεάσει παρά μόνο μέσω του πολύ φορτισμένου συγκινησιακά λόγου της. Συνειδητοποιημένη πολιτικά και έντονα δραστηριοποιημένη σε εκείνη την πολύ κρίσιμη περίοδο θα αγωνιστεί μέσα της για να απαλύνει τον πόνο του εξοστρακισμού της. Με μία γλώσσα θάλασσα που άλλοτε παλινωδεί ανάμεσα στην ελληνικότητα με εκφράσεις που υποδηλώνουν την καταγωγή της και την μητρική της γλώσσα που αρνήθηκε να απεκδυθεί και άλλοτε με φράσεις που δείχνουν την παριζιάνικη ατμόσφαιρα που την διαπνέει διατηρώντας όμως μία απόσταση από αυτά που συνέβαιναν γύρω της.

Η Τιτίκα Δημητρούλια στο επίμετρο που η ίδια επιμελήθηκε υπογραμμίζει: “Για την εκπατρισμένη Αξιώτη λοιπόν η Γαλλία είναι μία φιλική υπερωρία”. Και η ίδια η Αξιώτη σημειώνει χαρακτηριστικά: “Κατοικώ σε άλλη γη, αφήνω να γεννηθούν νέες ρίζες, επινοώ από την αρχή την ιστορία μου καθιστώντας το ξένο οικείο και το οικείο ξένο”. Η ίδια ακροβατεί ανάμεσα στις απόψεις της για ανάγκη δράσης και κινητοποίησης αλλά και στην ενδόμυχη λαχτάρα να ποτίσει το κείμενο και την ιστορία της με τις δικές της, προσωπικές και κρυφές φιλοσοφικές νύξεις που διαχέονται σε κάθε σημείο του βιβλίου. Όπως πολλοί διανοούμενοι που φυγαδεύτηκαν ή κατέληξαν στο Παρίσι έτσι και εκείνη μέσα σε αυτό τον πυρετό και το ποτάμι δημιουργίας και ελεύθερης βούλησης που το Παρίσι εγγυάται και απελευθερώνει, δεν έμεινε ανέγγιχτη και όπως ο Αξελός και ο Καστοριάδης αναδιαμόρφωσε τους στοχασμούς της, τους εμπλούτισε, προβληματίστηκε και επαναπροσδιορίστηκε μέσα από φράσεις όπως: “Η καινούργια αρχή είναι φορές φορές πιο δύσκολη απ’ το τέλος” και “Ο πόνος της καρδιάς είναι σαν τις ζωντανές γλώσσες, όσο πιο πολλές μαθαίνει κανείς τόσο πιο εύκολα τις μαθαίνει”.

Η Λίζα λοιπόν περιπλανιέται σαν μία flâneuse στο Παρίσι και στις μοναχικές λόγω δικής της απομόνωσης αλλά και θορυβώδεις αποβάθρες λόγω κόσμου όπου αναμένει την έλευση των συρμών για να τους μεταφέρουν, εκείνη αρπάζει την ευκαιρία να ανασυντάξει την πλημμύρα των σκέψεών της και με ένα μαγικό ραβδί παραμυθένιας προέλευσης παγώνει τον χρόνο, θυμίζοντας σκηνοθέτη που επιθυμεί να συλλογιστεί και πάλι τα πλάνα του. Κοιτώντας έξω από το παράθυρο του σπιτιού της μοιάζει να σκέφτηκε το παρακάτω και κλείνω με αυτό το πολύ ποιητικό instantané: “Στα τζάμια ήταν κρεμασμένα κουρτινάκια, μα ήταν τόσο μικροσκοπικά, σαν παράθυρα στην πολιτεία των νάνων”.

“Οι εκκλησίες είναι σαν τα μουσεία. Μπορεί να είναι ασφυκτικά γεμάτες από κόσμο και πράματα, μα τις νιώθεις αδειανές σαν καμπάνες”

Το βιβλίο της Μέλπως Αξιώτη, με τίτλο Ρεπυμπλίκ-Βαστίλλη, κυκλοφορεί από εκδόσεις Άγρα.