Η αίθουσα τέχνης Γαία παρουσιάζει την έκθεση «Χρωματίζοντας το γκρίζο, οι Πειραιώτες εικαστικοί για τη …

γενέτειρά τους πόλη» από τις 30 Ιανουαρίου μέχρι τις 9 Μαρτίου 2012.

Ο Ιστορικός Τέχνης, επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κύριος Μάνος Στεφανίδης αναφέρει για την έκθεση:

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΠΕΙΡΑΙΕΙΣ

Τον Πειραιά ανέκαθεν διέκρινε διαφοροποιημένη κοινωνιολογική σύσταση σε σχέση με την Αθήνα. Το ιδιαίτερο αυτό ταξικό στοιχείο, εμείς του λιμανιού εκείνοι οι αστοί, μπόλιαζε τους Πειραιώτες με ένα ιδιάζον αίσθημα αξιοπρέπειας και τους έκανε να υπομένουν στωικά τον παραγκωνισμό τους υπέρ του κλεινού άστεως ή την απορρόφηση απ\’ αυτό του όποιου τους καλλιτεχνικού δυναμισμού. Έτσι θα ήταν ρομαντική υπερβολή αν μιλήσουμε για εντόπια σχολή, ή για κάποια καλλιτεχνική ομάδα. (Μόνη εξαίρεση ίσως υπήρξε ο Βολανάκης και οι μαθητές του, γόνοι ως επί το πλείστον εφοπλιστικών οικογενειών στις αρχές του αιώνα). Οφείλουμε όμως να αναφερθούμε σε αρκετές ατομικές περιπτώσεις, από τις σημαντικότερες πράγματι της νεοελληνικής τέχνης, και για μιαν αφόρητη νοσταλγία που καλεί πάντα τους Πειραιώτες ζωγράφους στη γενέθλια πόλη.
Η πληθυσμιακή σύσταση του Πειραιά διαμορφώθηκε μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την απετέλεσαν συμπαγείς προσφυγικοί πληθυσμοί, επήλυδες των γύρω νησιών ή του παράλιου Μωριά, που έρχονταν εδώ προς άγραν καλλιτέρας τύχης. Οι πληθυσμοί αυτοί, βιομηχανικοί εργάτες ή ναυτικοί, έδιναν στις συνοικίες του αυτό το έντονο χρώμα, αυτή την ιδιότυπη ποιοτική ατμόσφαιρα, τίποτε το επίπλαστο ή αρρωστημένο αλλά κάτι αδρό και άμεσο που μόνο ο Τσαρούχης μπόρεσε να εκφράσει στα νεανικά του έργα.

 

Στα καφενεία του Πασαλιμανιού ή στις ταβέρνες της Πειραϊκής και της Δραπετσώνας, στα καπηλειά της Κοκκινιάς και του Ρέντη, στους κήπους εμπρός από το μεγάλο λιμάνι, στον Προφήτη Ηλία και στο Τουρκολίμανο κινούνταν κάποτε – σήμερα ίσως πολύ λιγότερο – ένας κόσμος δυναμικός, εορταστής, ανήσυχος βαθιά ερωτικός. Αυτό είναι το πιο σπουδαίο που εκόμισε ο Πειραιάς εις την τέχνην: ένα καλλιτεχνικό χρώμα, μιαν ατμόσφαιρα με έντονα λαϊκό μύρο, ένα κράμα νοσταλγίας για εκείνο το ταξίδι, για εκείνο το ταξίδι που δεν πραγματοποιείται ποτέ και για μιαν επιστροφή που συνεχώς αναβάλλεται.
Θυμάμαι μικρός πόσο με εντυπωσίαζαν τα χαμόσπιτα της γειτονιάς μου, στα Ταμπούρια και τη Νίκαια, που παρόλη τη φτώχεια τους είχαν στα στηθαία των ταρατσών ή σε ειδικές κόγχες των προσόψεών τους, πήλινα εκμαγεία κλασικών αγαλμάτων – τον Απόλλωνα μουσηγένη, την Αθηνά του Φειδίου και άλλα. Όλα αυτά ήσαν δείγματα μιας μικροαστικής υπερηφάνειας που δεν υπάρχει σήμερα.

 

Ο Πειραιάς ανέκαθεν έσφυζε από καλλιτεχνικές ανησυχίες και τον συνείχε σαφώς αντιακαδημαϊκό προκλητικό πνεύμα, με την μόνη διαφορά πως σπάνια κάποια επίσημη αρχή ή τοπική εξουσία διεκδικούσε τις ανησυχίες αυτές. Εκμεταλλευόμενη αυτή την αιρετική διάθεση, η Αθήνα συνήθως χωρίς ιδιαίτερο κόπο, απορροφούσε δια παντός κάθε Πειραιώτικη ικμάδα, και τότε και τώρα…

 

Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει μερικούς από τους πιο διαπρεπείς Πειραιώτες καλλιτέχνες, αρκετοί των οποίων ήσαν και είναι δάσκαλοι και πρυτάνεις στην Σχολή Καλών Τεχνών όπως ο Τέτσης, ο Μαυροΐδης, ο Κοκκινίδης, ο Σακελλίων έχοντας σημαδέψει με το έργο τους την νεοελληνική ευαισθησία.

Επίσης θα σταθεί στη νεότερη γενιά που ευδοκίμως παίρνει τη σκυτάλη: στον Αχιλλέα Δρούγκα, στο Νίκο Στεφάνου, στην Ηρώ Κανακάκη, στον Σταύρο Ιωάννου, στο Στέφανο Δασκαλάκη, στη Βαρβάρα Μαυρακάκη, ακολουθούμενη από τους: Γιάννη Μετζικώφ, Κώστα Βρούβα, Έρση Βενετσάνου, Γιάννη Αδαμάκη, Ντίνα Μπαλονά, Αχιλλέα Χρηστίδη, Ελένη Ζούνη, Ηρακλή Παρχαρίδη και Αγαπητό Αγαπητάκη. Τέλος, της έκθεσης συμβολικά προΐσταται μια “ηρωική”  φιγούρα του Γιάννη Τσαρούχη, ένας εμβληματικός νέος που ισορροπεί ανάμεσα στον αισθησιασμό της νεότητας του και στην μελαγχολική συνείδηση της, πως ο χρόνος όλα τα γερνάει, πως ο χρόνος είναι κρίμα!

 

Κυρίως όμως η έκθεση αυτή θέλει να υπογραμμίσει την έλλειψη εικαστικής ζωής που καθιστά τον Πειραϊκό λαό μη αυτάρκη. Ελλείπουν οι εκθεσιακοί χώροι, οι ουσιαστικές πρωτοβουλίες, οι οργανωμένες εκδηλώσεις που θα ενημερώσουν το ευρύτερο κοινό και θα δώσουν αληθινές διεξόδους στο καλλιτεχνικό μας δυναμικό. Δράττομαι της ευκαιρίας να πω ότι επίσης η Δημοτική Πινακοθήκη χρειάζεται ριζική ανανέωση και – κυρίως – απαλλαγή από την ανέχεια που την ταλανίζει τόσα χρόνια. Χρειάζεται ένα καινούργιο όραμα, τόσο απλά.

 

Αυτή η έκθεση ας αντιμετωπιστεί ως μια προσπάθεια επί του παρόντος για την αρχική κωδικοποίηση του δυναμικού του Πειραιά. Μια οφειλόμενη τιμή στην Πειραιώτικη δημιουργία.

 

Στο μέλλον όμως οφείλουμε όλοι – φορείς και ιδιώτες – να πραγματώσουμε πολύ περισσότερα “για χάρη του Πειραιά”. 
Γύρω μου προσκυνημένοι καλλιτέχνες, παράγοντες, άνθρωποι με θέση ή κύρος που ξέρουν την αλήθεια, που συνειδητοποιούν το τέλμα αλλά που όμως σιωπούν από υστεροβουλία ή φόβο. Η πιο ηρωική τους πράξη, ν\’ απονείμουν εκ του ασφαλούς εύσημα στο έργο τους ή και να βλασφημήσουν εντύπως δια το θεαθήναι. Μόνο μέχρις εκεί. Κατά τα άλλα, το αγχωτικό κυνήγι του χρήματος ο μόνος τους στόχος και η ακηδία για ό,τι υπερβαίνει την επικράτεια του αφαλού τους. Η ευθύνη τους μεγαλύτερη από εκείνη των πολιτικών. Εξάλλου από τους πολιτικούς δεν απαιτούμε να ονειρευτούν αλλά να αφουγκράζονται όσους ονειρεύονται. Ο μισονεϊσμός, η παντοδυναμία των μέτριων ή των ηλιθίων και η βαθύτατη συντηρητικότητα αυτής της κοινωνίας είναι τα πιο δυσοίωνα προανακρούσματα για το μέλλον που ήρθε ήδη. Κι εγώ βαρέθηκα τις μεμψιμοιρίες.

Μόνο που να, το κόασμα των βατράχων στο βούρκο, διώχνει τους αετούς… Πιο πολύ από τους καλλιτέχνες με ενδιαφέρουν όσοι ζουν κατά τέχνην.

Μάνος Στεφανίδης
επ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών