«Μπαμπά κοίτα». Η ιστορία που αφηγείται ο Εντουάρ Λουί είναι η ιστορία ενός παιδιού που μεγαλώνει σε μια γαλλική επαρχία του Βορρά, «μέσα στη μυρωδιά της κοπριάς και της ομίχλης». Ενός παιδιού που ανακαλύπτει τον εαυτό του, τη σεξουαλικότητα, τις επιθυμίες και τις αναζητήσεις του. Ενός παιδιού που αντιμετωπίζει τη βία της οικογένειας και του περίγυρού του επειδή τόλμησε να είναι διαφορετικός. («Διαφορετικός», μια λέξη που λέει τί; Διαφορετικός από ποιον; Ποιος τελικά δεν είναι διαφορετικός από τον άλλον;)
«Μπαμπά κοίτα». Στο βιβλίο, όλη αυτή η βία προσωποποιείται στον πατέρα του. Έναν πατέρα που στα παιδικά μάτια του αγοριού δεν αποδέχεται αυτή την «περίεργη» μοναδικότητα. Έναν πατέρα φτιαγμένο από τις συνθήκες και τις προσλαμβάνουσές του, ανήμπορο να κατανοήσει και να αγαπήσει. Έναν πατέρα που καταφεύγει άλλοτε στη σιωπή κι άλλοτε στη βία. Τη βία των δράσεων και τη χειρότερη όλων, τη βία του λόγου. (Λόγος, όσο ακούς, τόσο φαντάζεσαι κι όσο φαντάζεσαι, τόσο είσαι.)
Το βιβλίο είναι ένα γράμμα του ενήλικου γιου που προσπαθεί να καταλάβει τον πατέρα του και τελικά να τον συγχωρέσει. Τον κοιτάζει κατάκοιτο πια και θυμάται. Ξαναζεί όλα όσα τον οδήγησαν εκεί που είναι, μακριά από την οικογένειά του και πασχίζει να τον κατανοήσει. Σε αυτήν την απόπειρα, «γκρεμίζει» τους τοίχους του σπιτιού και τελικά οδηγεί τη σκέψη του σ ‘αυτούς που ευθύνονται για την κατάσταση της κοινωνίας που γαλούχησε τον πατέρα του, για τη φτώχεια του, για το σώμα του που δεν μπορεί πια να κινηθεί. Σ’ αυτούς. Τους «κυρίαρχους», τους πολιτικούς που παίρνουν τις αποφάσεις που για αυτούς δεν κοστίζουν τίποτα αλλά που για εμάς οι αποφάσεις τους είναι «ζήτημα ζωής και θανάτου». (Η απόλυτη κυριολεξία. Μια γρήγορη πολιτική απόφαση μια Τετάρτη απόγευμα μπορεί να γεννήσει μνήματα σ’ αυτούς που δεν τα έχουν όλα, στους χαμένους της Ιστορίας.)
«Μπαμπά κοίτα! Είμαι εδώ!» Όπως το βιβλίο, έτσι και η παράσταση αποπειράται να πλησιάσει αυτό το τέρας που κρύβουμε μέσα μας. Να το αποδεχτεί και να το εξηγήσει. Δύο άνθρωποι που βαφτίζουν ο ένας τον άλλο «πατέρα» ή σε περιπτώσεις «μαμά», «γιε μου», «αδελφέ μου». Δύο άνθρωποι που επισκέπτονται τις αναμνήσεις τους με σκοπό να λύσουν όλα όσα έχουν κρυμμένα μέσα τους για χρόνια. Δύο άντρες αφημένοι σε ένα σπίτι κρύο, φτωχό, «με τη μυρωδιά της κοπριάς και της ομίχλης», έρχονται αντιμέτωποι με το «λάθος», τη βία, την οικογένεια, με αυτά που έγιναν και αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν αν… (Το παρελθόν. Από το οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις ποτέ. «Είμαστε αυτά που δεν κάναμε.»)
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η διαδικασία προσέγγισης ενός υλικού σαν αυτό σε μεγαλώνει. Σε αναγκάζει να δεις βαθιά, μεγάλα ή μικρά πράγματα που σε έχουν ορίσει. Ποιότητες και πτυχές που έχεις κοιμίσει αλλά ξυπνάνε σε αναπάντεχες στιγμές και ξεκινάνε μια θύελλα. Συχνά στις συναντήσεις που είχαμε με τους ηθοποιούς στη δημιουργία της παράστασης αυτή η θύελλα μας επισκεπτόταν. Δεν είναι εύκολη παρέα οι αναμνήσεις. Αυτό που ελπίζουμε να καταφέρουμε με την αφήγηση αυτής της ιστορίας – αν έχουμε κάνει σωστά τη δουλειά μας – είναι να συναντήσει ο κάθε ένας που θα τη δει, ανεξαρτήτως φύλου, προτιμήσεων, τάξης, λίγα δευτερόλεπτα από τη δική του θύελλα. (Η έλλειψη, το ατελές, η απουσία. Πάντα η απουσία μας κινεί μπροστά. Αυτό που λείπει πρέπει να σταματήσει να υπάρχει στην απουσία, πρέπει να «παρουσιαστεί»).
«Μπαμπά κοίτα! Είμαι κι εγώ εδώ γαμώτο!» Οι δύο άντρες στο τέλος της παράστασης επανέρχονται στο παρόν και ακολουθούν το νήμα της ευθύνης που δεν μπορεί παρά να τους οδηγήσει στους πραγματικούς ενόχους της «δολοφονίας» του πατέρα. Στις κυβερνήσεις της Γαλλίας, στις κυβερνήσεις του κόσμου όλου, στους μανιακούς αυτούς εγκληματίες που παριστάνουν τους πολιτικούς. Και δηλώνουν ότι ναι, είναι, είμαι, είμαστε κι εμείς εδώ. Τώρα. Συχνά αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάποιος από όλους αυτούς που χάνει έστω και λίγο τον ύπνο του τα βράδια για όλα όσα είναι υπεύθυνος. Και καταλήγω πως μάλλον όχι. Γιατί αν υπήρχε, ο κόσμος δεν θα μεταμορφωνόταν σε fast forward στη δυστοπία που ζούμε σήμερα. Δεν θα συνηθίζαμε την καθημερινή δολοφονία της κοινωνίας. Και καταλήγουν δύσκολα: «Χρειάζεται μια γερή επανάσταση». (Επανάσταση, πώς αρθρώνεις μια χιλιοειπωμένη λέξη εννοώντας την στο ακέραιο; Πώς την ανακαλύπτεις ξανά, πώς την ξαναγεννάς στο τώρα; Είμαστε λίγο μετά το «δεν πάει άλλο»).
Υπάρχει πια μια τεράστια δυσκολία να συνειδητοποιήσεις το αυτονόητο. Θες δεν θες είσαι πολιτικό ον. Ή το αρνείσαι και περνάς μια ζωή στην απουσία ή το αποδέχεσαι και διεκδικείς την παρουσία σου. Ό, τι κι αν σημαίνει αυτό. Το αγόρι που χορεύει με γυναικεία ρούχα (αγόρι-κορίτσι, άλλες «ετυμηγορίες») διεκδικεί την παρουσία του. Ο πατέρας που αργοπεθαίνει επειδή δεν έχει λεφτά για τα φάρμακά του, διεκδικεί την παρουσία του. Ο άνθρωπος που νιώθει να ξεσκίζονται τα δικαιώματά του διεκδικεί την παρουσία του. Στον κόσμο που ελπίζω να έρθει δεν θα υπάρχει καν θέμα διεκδίκησης. Απλώς θα «είμαστε».
(Λίγες μέρες πριν την πρώτη παράσταση του έργου και την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ψηφίζει τον νόμο για τη δευτεροβάθμια περίθαλψη που οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση της δημόσιας υγείας και τη μετατροπή της σε προνόμιο για λίγους, για «αυτούς», τους «κυρίαρχους», με ανεπανόρθωτα αποτελέσματα σε «εμάς», το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Ναι, δεν αντέχουμε να μην γνωρίζουμε πια τον φταίχτη.)
Photo Credit: Ξένια Θεμελή
Διαβάστε επίσης:
Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, του Εντουάρ Λουί από την Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων στο Πάρκο ΠΛΥΦΑ