Στο έργο Ιφιγένεια η εν Αυλίδι -από τα τελευταία έργα του Ευριπίδη- οι ήρωες μοιάζουν εγκλωβισμένοι στον μύθο κι όχι να τον προωθούν αυτοί. Η ιστορία εξελίσσεται “παρακάμπτοντας” τις δικές τους προθέσεις, αναγκάζοντάς τους σε συνεχείς μεταστροφές που οδηγούν “νομοτελειακά” στο μοιραίο τέλος: “Ο θάνατός μου έχει αποφασιστεί και θέλω να πεθάνω δοξασμένη παραμερίζοντας κάθε ιδέα ταπεινή”. Μονίμως κάτι συντελείται εκτός σκηνής δημιουργώντας τετελεσμένα που κανείς δεν μπορεί να αποφύγει κι όσο η δράση προχωρεί οι επιλογές φθίνουν.

Το πλήθος του στρατού, τα ακινητοποιημένα πλοία, η προσταγή της θεάς που ονοματίζεται ανάγκη, ο επικείμενος γάμος που μετατρέπεται σε θυσία, η αυξανόμενη πίεση του στρατού που “μεταμορφώνεται” σε όχλο, ο πόλεμος καθαυτός που από ζήτημα οικογενειακό καθίσταται “εθνικός” στόχος, η θυσία της Ιφιγένειας που ως δια μαγείας αποτρέπεται αφού η θεά –“που χαίρεται με θυσίες ανθρώπων”– δεν θέλει εντέλει να μιανθεί με αίμα ανθρώπου!

“Στην ανάγκη υποτάσσονται όλοι.” Επομένως, πόσο περιθώριο έχει στα αλήθεια η Ιφιγένεια να αποφασίσει κάτι διαφορετικό; Κατ’ επέκταση, οι επιλογές που νομίζουμε πως έχουμε πόσο αντικατοπτρίζουν την βούλησή μας και πόσο τις συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργούνται; Και πόσο κοινή εντέλει είναι η πρόσληψή μας σε έννοιες όπως πατρίδα, καθήκον, πίστη, ελευθερία, δόξα, εξουσία, όχλος, βάρβαροι, λογική, αλήθεια, ζωή; Ο Ευριπίδης θέτει τα πάντα υπό αμφισβήτηση και μας προκαλεί να επανεξετάσουμε με ειλικρίνεια τη σχέση μας με αυτές τις έννοιες στο σήμερα, όπου το ατομικό υπερισχύει του συλλογικού -με τις σωτήριες εξαιρέσεις φυσικά- και οι αξίες έχουν γίνει αξιώματα.

Αυτό το τετελεσμένο λοιπόν, το αναπόδραστο της μοίρας έρχεται να φέρει ενώπιον των ηρώων ο αγγελιοφόρος. Και στις δύο περιπτώσεις έρχεται να αναγγείλει κάτι θετικό από τη δική του οπτική, το οποίο όμως επιτείνει τον εγκλωβισμό των ηρώων στη μη-επιλογή. Αναγγέλλει με χαρά την άφιξη της Ιφιγένειας βυθίζοντας στην απελπισία τον Αγαμέμνονα αλλά και περιγράφει έκθαμβος έπειτα, τη “σωτηρία” της Ιφιγένειας εντείνοντας την δυσπιστία μα και την πίκρα και τον θυμό της Κλυταιμνήστρας απέναντι στον σύζυγό της. Είναι σίγουρα πρόθεση και της παράστασης να προβληθεί αυτή η διαφορά στην πρόσληψη των γεγονότων, κάτι που υπογραμμίζει την τραγικότητα των ηρώων αλλά και την ειρωνική οπτική του ίδιου του Ευριπίδη. Με τη βοήθεια της μουσικής δε (Θοδωρής Οικονόμου) -στην περίπτωση του α’ αγγελιοφόρου και όχι μόνο-, αφηγηματικά αυτή η διάσταση απόψεων γίνεται ακόμα πιο γλαφυρή.

Η ματιά του Γιάννη Καλαβριανού υπηρετεί αυτήν την αμφισβήτηση που διακρίνει το έργο στην ολότητά του. Είχαμε ως κύριο στόχο -ο καθένας από την δική του πλευρά- να αφηγηθούμε καθαρά την ιστορία με πίστη στο λόγο και την κυριολεξία του. Σε ορισμένες στιγμές είναι πραγματικά σοκαριστικό το πώς αποκαλύπτονται τα όρια της ανθρώπινης ψυχής και διανόησης, με κραυγαλέο παράδειγμα την Ιφιγένεια. Πόσο εύκολα και “εκούσια” μπορεί κανείς να οδηγηθεί σε μια τέτοια μεταστροφή; Σε ποιο βαθμό εννοεί αυτά που λέει καθώς όλα σχεδόν είναι αντιγραφή των λόγων του πατέρα της, τον οποίο μοιάζει να “ενδύεται” και να ταυτίζεται εντέλει με αυτόν;

Μέσα στο μαγικό χώρο του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου αυτές οι λέξεις, αυτά τα συμπαντικά και πανανθρώπινα νοήματα βρίσκουν την απόλυτή τους θέση. Σαν να μεταφερόμαστε σε έναν άλλο χωροχρόνο, ο οποίος να διατρέχει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Χωρίς καμία διάθεση αναζήτησης κάποιας εθνικής συνέχειας αλλά σαν τη συνέχεια μιας αέναης συζήτησης για τον ίδιο τον άνθρωπο και την ύπαρξή του.


Διαβάστε επίσης:

Ιφιγένεια εν Αυλίδι, από τον Γιάννη Καλαβριανό στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου