Είμαι ο Λίαμ. Είμαι μια μπλούζα ματωμένη που μπαίνει βίαια στο σπίτι σου. Όχι, δεν είμαι διαρρήκτης. Είχα το κλειδί, άνοιξα και μπήκα. Τώρα σε κάθε μου βήμα λεκιάζω το πάτωμα, τους τοίχους, τα έπιπλα, τα χέρια που με αγκαλιάζουν. Είμαι ένας λεκές που μεγαλώνει σταγόνα τη σταγόνα. Και με κάθε σταγόνα αισθάνομαι όλο και πιο ασφαλής ως λεκές. Στο αίμα άλλωστε γεννήθηκα, στο αίμα θα ανθίσω. Είμαι μια μπλούζα ματωμένη που την έβαλες στο πλυντήριο. Τώρα φορώ μια άλλη μπλούζα που μου ‘δωσες εσύ, μια μπλούζα δικιά σου. Και πλέον είμαστε ένα. Είμαι εσύ πάνω απ’ αυτό που είμαι εγώ και αντιστρόφως.

Πίσω από τη ματωμένη μπλούζα βρίσκεται ένας άνθρωπος φοβισμένος. Ένας άνθρωπος που βάλλεται σαν πέλεκυς προς όλες τις κατευθύνσεις παλεύοντας ταυτόχρονα να νιώσει ασφάλεια πάνω σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. Μια ασφάλεια που τη βαφτίζει αγάπη και την καμουφλάρει πίσω από θεάρεστες ηθικές αξίες οι οποίες συνήθως βρίσκουν καταφύγιο κάτω από σημαίες και σταυρούς. Σε αυτό το ασφαλές μέρος δικαιολογούνται όλα, λόγια αισχρά και πράξεις αποτρόπαιες. Γιατί να υπάρχει πρόβλημα στην τελική, όσο αυτό το αιματοβαμμένο «καθήκον» είναι από το λαό αποδεκτό και από τη δημοκρατία εκλεγμένο, έτσι; Όσο το πέπλο της ασφάλειας επιμένει και απλώνει, το πρόσωπο του φοβισμένου τέρατος αποκαλύπτεται και είναι φρικιαστικό. Ωστόσο, μάλλον συνηθίσαμε την όψη του, μάλλον δε φοβηθήκαμε αρκετά κι ίσως, όπως σοφά έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις, αρχίσαμε να του μοιάζουμε κι εμείς σιγά σιγά. Και του ανοίξαμε την πόρτα.

Το κακό δεν είναι αυθύπαρκτο. Το πιστεύω ακράδαντα. Το κακό χρειάζεται ένα προϋπάρχον και κυρίαρχο καλό. Χρειάζεται φως για να το καταναλώσει και να υπάρξει πλάι του ως σκοτάδι, με αίμα και «τιμή», και τελικά να απωλέσει την κακή του φήμη, να τη χαρακτηρίσει συκοφαντία, να αναγκάσει ώστε να ανασκευαστούν οι απόψεις περί κακού, να επαναπροσδιοριστεί το όνομά του μέσα στα σπλάχνα του πατριωτισμού και του χριστιανισμού. Και ως διά μαγείας, το κακό δε βρίσκεται ποτέ στο σημείο που λαμβάνει χώρα, στον τόπο του εγκλήματος. Δικαίως, για το ίδιο, διαλαλεί «δεν ήμουνα εκεί». «Κάποιος άλλος το ‘κανε», ίσως εσύ, ίσως εγώ, εμείς, εσείς, οι άλλοι. Ξαφνικά θύματα ενός καλοκουρδισμένου μα ταυτόχρονα άγαρμπου σχεδίου να γίνει συνένοχος ο κόσμος όλος, στη φρίκη που αποτελεί όραμα ενός μορφώματος, φαινομενικά νεκρού εδώ και δεκαετίες. Θύματα και θύτες. Η πατρίδα, η θρησκεία, η οικογένεια.

Ίσως γράφω πολύ παρορμητικά, ίσως να μην έχω τα απαραίτητα ποσοστά λογικής μέσα μου ώστε να σχολιάσω ψύχραιμα το πώς φτάσαμε ως εδώ. Ως το σημείο να υποθάλπουμε και να προστατεύουμε, ως κράτος, τους μέχρι πρότινος βαθιά χωμένους στα λαγούμια τους φασίστες. Όχι, δεν ξεμπερδέψαμε το 2019. Μια ματιά σε πρόσφατα γεγονότα, δηλώσεις και πράξεις «ανδρών επιφανών» αρκεί. Μια ματιά στους νεκρούς μας, τους μετέπειτα δικαστικούς αγώνες και τις εκβάσεις τους αρκεί.

Κι αν τα παραπάνω αποτελούν σκόρπιες και άναρχες σκέψεις πάνω στα κεντρικά θέματα του έργου «Ορφανά», σίγουρα προκύπτουν από μια αυστηρά δομημένη ιστορία που συνέθεσε ο συγγραφέας του, Ντένις Κέλλυ, και κατά τη γνώμη μου αποτελεί στοχευμένη αφήγηση της ιστορίας της ανόδου του νεοφασισμού, μια δραματική περιγραφή για το πώς σπάει το αυγό του φιδιού. Μέσα σε αυτήν, ο Λίαμ, ένας απόκληρος της κοινωνίας, ορφανό από μικρή ηλικία, μπαίνει λουσμένος στο αίμα μέσα στο σπίτι της αδερφής του, Έλεν, και του συζύγου της, Ντάννυ, οι οποίοι ετοιμάζουν δείπνο για να γιορτάσουν τη δεύτερη εγκυμοσύνη της Έλεν. Το πρώτο τους παιδί, ο Σέιν, 5 ετών, είναι στο σπίτι της γιαγιάς του. Καθώς ο μίτος του αίματος ξετυλίγεται, η αρχική αποκάλυψη του Λίαμ για τυχαία συμπλοκή στην κακόφημη γειτονιά με θύμα ένα παιδί θα αποδειχθεί πως είναι ένα πολύ πολύ μικρό ποσοστό της πλήρους αλήθειας. Ο Λίαμ έχει διαπράξει ένα έγκλημα μίσους, με ρατσιστικό πρόσημο, μία θηριώδη βιαιοπραγία πάνω σε έναν άντρα μετανάστη που απλώς έτυχε να γυρνάει σπίτι του. Τι κάνει τον Λίαμ να νιώσει την ασφάλεια να ομολογήσει και πού καταλήγει όλο αυτό το κουβάρι επιχειρημάτων και παρορμήσεων, θα το δείτε στη σκηνή του μικρού Γκλόρια από τις 16 Μαρτίου.

Κλείνω με μια παράθεση από ένα άρθρο του Κώστα Βαξεβάνη με τίτλο «η κοινοτοπία του κακού», που λίγο πολύ περιγράφει και το ίδιο το έργο: «Το κακό γεννιέται και αναπτύσσεται μέσα από την αδράνεια και την υποταγή των ανθρώπων· από την αδυναμία τους να αμφισβητήσουν το σύστημα το οποίο τους μετατρέπει σε υπάκουους ανθρώπους που εναρμονίζονται πειθαρχώντας σε διαταγές. Καταλήγουν έτσι να μην αμφισβητούν την αποστολή τους και με την προσήλωσή τους σε αυτήν να δικαιολογούν την κάθε τους ενέργεια, ακόμη και το έγκλημα».

Photo credit: Στέφανος Σάμιος

Διαβάστε επίσης:

Ορφανά, του Ντένις Κέλι σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μάρκελλου στο Μικρό Γκλόρια