O Μπίλλυ Μπαντ, ένας νεαρός ναύτης, στρατολογείται σε ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Εκεί μπλέκεται άθελά του στα δίχτυα ενός μοχθηρού οπλονόμου, που τον κατηγορεί ενώπιον του καπετάνιου για υποκίνηση ανταρσίας. Το τελευταίο έργο του Χέρμαν Μέλβιλ, η πνευματική του παρακαταθήκη, είναι μια ιστορία για τη μάχη του καλού με το κακό, για την αθωότητα και την αδικία, για την ομορφιά και τον πόθο· είναι συγχρόνως ένας βαθύς στοχασμός για την ελευθερία και την εξουσία, για την πολιτική και τη δικαιοσύνη, για την αποδοχή και την αντίσταση.

Από το Επίμετρο της έκδοσης:

Η μελέτη των χειρογράφων αποκάλυψε ότι το έργο γράφτηκε σε διαδοχικές στρώσεις, κατά τις οποίες ο Μέλβιλ, αντί να λειτουργεί συνθετικά, προσέδιδε σταδιακά στο κείμενο μεγαλύτερη αμφισημία, μεγαλύτερη ασάφεια και εσωτερική αντίφαση. Ξεκινώντας κάθε φορά να καθαρογράψει ένα κείμενο που θεωρούσε ολοκληρωμένο, το ανέπτυσσε και το αναδιαμόρφωνε ριζικά. […] Η καθαυτό πλοκή, η αφήγηση των συμβάντων, περιορίζεται και πλέον κυριαρχούν οι παρεκβάσεις.

Οι αναγνώστες πρέπει να καταφεύγουν σε εικασίες για περιστατικά που μένουν στο σκοτάδι, ενώ ακόμα και όσα συμβάντα περιγράφονται παραμένουν κρυπτικά, όπως η «απόκρυφη συνάντηση» του καπετάνιου με τον καταδικασμένο Μπίλλυ. Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Μέλβιλ δεν έπαψε να τροποποιεί φράσεις ή να κάνει προσθήκες στο κείμενο, και το αποτέλεσμα των αλλαγών ήταν πάντοτε η αμφισβήτηση της μονοδιάστατης ερμηνείας. Σε αντίθεση με τον ήρωά του, ο συγγραφέας αποδείχθηκε εξαιρετικά ικανός στις «διφορούμενες εκφράσεις και στους υπαινιγμούς».

Ως τελευταίο έργο, ο Μπίλλυ Μπαντ διαβαζόταν επί πολύ καιρό ως η πνευματική διαθήκη του Μέλβιλ, ως μια τελική μεγάλη σύνθεση των ιδεών του. Εδώ δεν θα έπρεπε να υπάρχουν αντιφάσεις και αντινομίες. Οι κριτικοί προσπάθησαν να αποσπάσουν ένα συγκεκριμένο νόημα από το κείμενο, ενδεχομένως να προσεταιριστούν τον συγγραφέα για τη δική τους ιδεολογική στράτευση. Το αποτέλεσμα ήταν να χωριστούν σε δύο στρατόπεδα: σε εκείνους που χαρακτήρισαν το έργο μια μεγάλη «χειρονομία αποδοχής και συμφιλίωσης» και σε εκείνους που είδαν αντίθετα σε αυτό μια τελική «χειρονομία αποστροφής και αντίστασης». […]

Όταν το 1962 κυκλοφόρησε η τρίτη και οριστική προσπάθεια κριτικής αποκατάστασης του κειμένου, οι επιμελητές εξέφρασαν την ελπίδα ότι η έκδοσή τους θα συνέβαλλε σε μια οριστική ερμηνεία του Μπίλλυ Μπαντ. Τα χρόνια που έχουν περάσει, η ελπίδα αυτή αποδείχθηκε μάταιη – το κείμενο αντιστέκεται. Ένας κριτικός έφτασε στο σημείο να πει ότι «το έργο δεν είναι μόνο δύσκολο αλλά είναι υπό μία έννοια απαγορευμένο, “απόκρυφο”».

Το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι να ανακαλύπτουμε νέες νοηματικές διακλαδώσεις, και πράγματι η σύγχρονη έρευνα προσπαθεί να φωτίσει το έργο στρεφόμενη στο μυθολογικό και θρησκευτικό υπόβαθρό του (ο Μπίλλυ ως Χριστός και ως Απόλλωνας), στους αστρολογικούς συμβολισμούς (ο Μπίλλυ ως ο Αλδεβαράν στον αστερισμό του Ταύρου, ο Κλάγκαρτ ως Σελήνη), στην ιστορία των κοινωνικών κινημάτων και των ταραχών στον απόηχο του Αμερικανικού Εμφυλίου, στo γκέι υπόβαθρο της ιστορίας, στον μυστικό συμβολισμό (Μπίλλυ ως ρόδο και Βίερ ως σταυρός) κ.ά. Σε κάθε περίπτωση το έργο παραμένει ανοιχτό στην ερμηνεία, πολυεπίπεδο και, παραδόξως, επίκαιρο, καθώς χάρη στο όψιμο ύφος του μπορεί να διαβαστεί ως μοντέρνο.

Θοδωρής Δρίτσας

Χέρμαν Μέλβιλ

Ο Χέρμαν Μέλβιλ (1819-1891) είναι ο μεγαλύτερος Αμερικανός συγγραφέας του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, μπάρκαρε το 1839 ως απλός ναύτης σε εμπορικά και αργότερα σε φαλαινοθηρικά καράβια. Απαθανάτισε τις ναυτικές και ταξιδιωτικές του εμπειρίες στα πρώτα του έργα (Typee, 1846· Omoo, 1847), η τεράστια επιτυχία των οποίων τον έστρεψε στην επαγγελματική ενασχόληση με τη λογοτεχνία. Ωστόσο, η συνέχεια δεν υπήρξε εξίσου επιτυχής: τα μυθιστορήματά του Mardi (1849), Redburn (1849) και White-Jacket (1850· μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, Gutenberg 2004) είχαν χλιαρή υποδοχή από τους κριτικούς και μέτριες πωλήσεις. Ακόμη πιο αρνητικές ήταν οι εντυπώσεις από το αριστούργημά του, τον Moby-Dick (1851· μτφρ. Αθανάσιος Κ. Χριστοδούλου, Gutenberg 1992) και το Pierre: or, The Ambiguities (1852). Τα επόμενα χρόνια δημοσίευσε μόνο διηγήματα, ενώ το 1857 δημοσιεύτηκε το τελευταίο του πεζογραφικό έργο, The Confidence-Man. Το 1863 ανέλαβε μια θέση στο τελωνείο της Νέας Υόρκης και στράφηκε στην ποίηση, εντελώς λησμονημένος από κοινό και κριτικούς. Από το 1886 ώς το θάνατό του το 1891, αφοσιώθηκε στη συγγραφή της νουβέλας Μπίλλυ Μπαντ, η οποία ωστόσο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1924.