Ζω στο κέντρο της Αθήνας, στα Εξάρχεια, εδώ και πολλά χρόνια. Καθημερινά, βρίσκομαι αντιμέτωπος με ανθρώπους που ζητούν τη βοήθειά μου. Να τους δώσω κάτι να φάνε, λίγα χρήματα, να αγοράσω το ταπεινό στυλό που πουλάνε, να πάρουν τη δόση τους. Κάποιοι το ζητάνε επιτακτικά, κάποιοι ευγενικά και άλλοι χωρίς καθόλου πνοή μέσα τους, παραιτημένοι από τη ζωή και το δικαίωμα να σε κοιτούν στα μάτια. Άλλοι μπορεί και να σε βρίσουν.

Υπάρχουν και αυτοί που είναι κουλουριασμένοι σε μια γωνιά του δρόμου, κοιμούνται, τρυπούν τις φλέβες τους. Και φυσικά εκείνοι με μωρά στα χέρια, συχνά ακρωτηριασμένα, καμένα, τραυματισμένα, χωρίς κανένα μέλλον ή μάλλον με πολύ προκαθορισμένο μέλλον.

Θυμάμαι για χρόνια ανέβαινα την Αιόλου και την Μπενάκη, από το Μοναστηράκι ως τα Εξάρχεια και μου κοβόταν η ανάσα από το θέαμα που αντίκριζα. Το πρωί ξυπνούσα και περνούσα πάνω από αναίσθητα σώματα στο πεζοδρόμιο, έξω από το σπίτι.

Παράλληλα μια επανάσταση. Άνθρωποι στους δρόμους. Διαμαρτυρίες. Μολότοφ. Δακρυγόνα. Τα Εξάρχεια αλλάζουν, οι άστεγοι και οι ναρκομανείς μετατοπίζονται, μεζεδοπωλεία και μπαράκια κατακλύζουν τους δρόμους, μια νέα τάξη πραγμάτων παίρνει τα ινία, η περιοχή αναδομείται. Τα επεισόδια στους δρόμους περιορίζονται, πού και πού καίγεται κάνας κάδος, κάνα αυτοκίνητο, τα Εξάρχεια είναι το νέο τρεντ, το Μοναστηράκι το ίδιο, το Σύνταγμα, η Κολοκοτρώνη, η Αγία Ειρήνη, το Μεταξουργείο, ο Κεραμεικός, το Κουκάκι, το Παγκράτι.

Τα ενοίκια ανεβαίνουν, τα Airbnb πληθαίνουν, διαμερίσματα πωλούνται μαζικά λέει σε Κινέζους, μια και οι ιδιοκτήτες τους πλέον είναι ανήμποροι να τα συντηρήσουν, το κέντρο αρχίζει να μην έχει γειτονιές μα περισσότερο τουρίστες και μπαρ.

Κάποιοι άνθρωποι παραμένουν στο δρόμο γύρω μας. Συχνά τους αγνοούμε, τους προσπερνάμε, κάνουμε ότι δεν υπάρχουν. Για να μη μιλήσουμε για τους μετανάστες. Έχουμε σκεφτεί πού βρίσκονται αυτοί οι άνθρωποι τώρα, πώς ζουν, ποιοι τους φροντίζουν; Ένα φαινόμενο που μας προβλημάτισε μα το ξεχάσαμε πριν καν το επιλύσουμε. Μάλλον κλείσαμε τα μάτια – κάποιοι ενοχλημένοι.

Τα Λαμπρά Παράσιτα ήρθαν ως απάντηση σε αυτήν την εμπειρία μου. Σαν φωτεινή επιγραφή που αναβοσβήνει στη συνείδησή μου. Εσύ τι κάνεις για όλο αυτό; Ποια είναι η αλλαγή που θες να φέρεις; Ίσα που καταφέρνεις να συντηρήσεις το σπίτι σου, πώς είναι δυνατόν να ενδιαφερθείς για τους ανθρώπους γύρω σου; Τι είναι αυτό που σε κινεί να συσχετιστείς, να δημιουργήσεις, να προσφέρεις; Ποια ιδεολογία υπηρετείς; Και υπάρχει τίποτα ανώτερο από την ανθρώπινη ύπαρξη; Πώς δέχεσαι αυτή να αδικείται, να καταπατείται, τόσο ενεργητικά όσο και παθητικά;

Τι άνθρωπος είσαι; Τι άνθρωπος θα ήθελες να γίνεις; Τι δίνει μεγαλύτερη αξία στη δική σου ζωή από αυτήν του ανθρώπου που προσπερνάς στο δρόμο; Γιατί τα άκρα είναι τόσο έντονα τα τελευταία χρόνια και πόσο εύκολα εξοικειωνόμαστε με αυτά; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτή η αποδοχή των ακραίων συμπεριφορών και ιδεολογιών;

Κάποιος θεατής μου είπε ότι τα Λαμπρά Παράσιτα είναι το πρώτο έργο που βλέπει το οποίο τον καθιστά συνυπεύθυνο για όλο αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Και χαίρομαι γιατί θεωρώ ότι το θέατρο δεν είναι απλώς ψυχαγωγία. Μα οφείλει να είναι και καθρέφτης μας.

Φωτογραφία: Νικόλας Μάστορας

Info:

Ο Χάρης Αττώνης γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε παραστατικές τέχνες και κινηματογράφο στο Λονδίνο και υποκριτική στην Αθήνα. Ασχολείται με το θέατρο ενεργά ενώ έχει ασχοληθεί λιγότερο με τηλεόραση και σινεμά καθώς και με το τραγούδι και το χορό. Θεωρεί την υποκριτική ολιστική τέχνη και τα Λαμπρά Παράσιτα είναι η πρώτη του σκηνοθεσία και η δεύτερη μετάφρασή του σε θεατρικό έργο, μετά τον Πίθηκο του Κάφκα του Colin Teevan.

[Κεντρική φωτογραφία θέματος: ©Κωνσταντίνος Τσονόπουλος]


Διαβάστε επίσης: 

Λαμπρά παράσιτα στο Tempus Verum – Εν Αθήναις | Κάθε Παρασκευή, Σάββατο & Κυριακή ~ έως 14/01/2018