Αναμένοντας την εσχάτη των ποινών, ένας κατάδικος, πασχίζει να συλλάβει τον κόσμο γύρω του, να βάλει τάξη στην ανθρώπινη εντροπία που τον βασανίζει. Κι ο κόσμος, διά των οικείων του, του δήμιου, και των δεσμοφυλάκων του, μοιάζει να του σκαρώνει μια μεγαλοπρεπή φάρσα: Αντί να τον τιμωρήσει, τον προσκαλεί να συνταχθεί με τους ανόμοιούς του και να συμφιλιωθεί με την τελετουργία του τέλους του. Καθώς η πλοκή εξελίσσεται, η ειρωνεία των ηρώων αλλά και του αφηγητή-συγγραφέα είναι τόσο συντριπτική που οτιδήποτε στιβαρό γκρεμίζεται, κάθε ανθρώπινο υλικό αποσυντίθεται, το σκηνικό και οι χαρακτήρες καταρρέουν μπροστά μας, οι ίδιες οι λέξεις εξεγείρονται. Η υποψία του πρωταγωνιστή ότι υπάρχει ένας εξωτερικός κόσμος αποδεικνύεται ψευδαίσθηση. Στην Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό ο Ναμπόκοφ χτίζει με χειρουργική περιγραφική ακρίβεια και απαράμιλλο ύφος μια κοινωνικοπολιτική αλληγορία που υπονομεύει ανηλεώς κάθε λογική, συναισθηματική, ηθική συνοχή, προσθέτοντας ακόμα ένα σπουδαίο έργο στη λογοτεχνική του κληρονομιά.
«Τότε ο Κιγκινάτος στάθηκε και, κοιτώντας γύρω του, λες και μόλις είχε προσγειωθεί σ’ αυτή την πέτρινη ερημιά, μάζεψε όλη του τη θέληση, φαντάστηκε τη ζωή του ολάκερη και επιχείρησε να ξεκαθαρίσει τη θέση του με τον ακριβέστερο τρόπο. Κατηγορούμενος για το χειρότερο των εγκλημάτων, τη γνωσιολογική νωθρότητα, τόσο εξαιρετικά ακατανόητη, που πρέπει να χρησιμοποιείς περιγραφές του τύπου: «μη διαπερατότητα», «αδιαφάνεια», «παρακώληση»· θανατική καταδίκη για έγκλημα· κλεισμένος στο φρούριο, εν αναμονή της άγνωστης, αλλά σύντομης, αλλά επικείμενης προθεσμίας αυτής της εκτέλεσης (την οποία την προαισθανόταν, σαν το τράβηγμα, το ξερίζωμα και τη σύνθλιψη κάποιου τερατώδους δοντιού, οπότε όλο του το σώμα ήταν το φλεγμαίνον ούλο και το κεφάλι ήταν αυτό το δόντι)· έτσι όπως έστεκε εκείνη τη στιγμή στον διάδρομο της φυλακής με την καρδιά να σβήνει, ακόμη ζωντανός, ακόμη ακέραιος, ακόμη Κιγκινάτος – ο Κιγκινάτος Κ. ένιωσε μια άγρια λαχτάρα για ελευθερία, για την πιο απλή, την πιο πραγματική, την πιο πραγματικά απτή ελευθερία…»
Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ – Πληροφορίες για τον συγγραφέα
Ο Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς Ναμπόκοφ (Vladimir Nabokov) γεννήθηκε το 1899 στην Αγία Πετρούπολη και πέθανε το 1977 στο Μοντρέ της Ελβετίας. Μεγάλωσε στην τσαρική Ρωσία αλλά μετά την επικράτηση των Μπολσεβίκων διέφυγε στο εξωτερικό, αρχικά στην Αγγλία, όπου σπούδασε ζωολογία και Σλαβικές και Μεσαιωνικές γλώσσες, και αργότερα στο Βερολίνο, όπου έγραψε στα ρωσικά τα πρώτα του σημαντικά μυθιστορήματα. Το 1940 αναγκάζεται να αφήσει την Ευρώπη και να εγκατασταθεί οικογενειακώς στις ΗΠΑ. Εκεί διδάσκει ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία σε διάφορα πανεπιστήμια ενώ ασχολείται συστηματικά με το έτερο μεγάλο του πάθος, την εντομολογία. Γράφοντας πλέον στα αγγλικά, αποκτά μεγάλη φήμη, κορωνίδα της οποίας συνιστά η περίφημη Λολίτα του. Το 1961 εγκαθίσταται στην Ελβετία όπου θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Ο Ναμπόκοφ θεωρείται ίσως ο σημαντικότερος Ρώσος λογοτέχνης του 20ού αιώνα, αφήνοντας ως κληρονομιά μια σειρά μυθιστορημάτων, διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα και λογοτεχνικές μελέτες.
Επίμετρο: Τίμοθυ Λάνγκεν