Τα τελευταία χρόνια μας έχει εντυπωσιάσει με τις ευρηματικές ιδέες του και τα ευφάνταστα ¨παραμύθια¨ του, που απευθύνονται σε μικρούς και μεγάλους.

Με την έναρξη του φετινού καλοκαιριού θα έχει διπλή παρουσία στα θεατρικά δρώμενα και μάλιστα σε δύο πολύ σημαντικά Φεστιβάλ, που αποτελούν τόπο συνάντησης, διαλόγου και αφύπνισης. Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Γαλλικού Θεάτρου – «Το Γαλλικό Θέατρο à la Grecque», πρόκειται να «συνομιλήσει» με το έργο Hilda, της Marie Ndiaye, στη σκηνή του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης. Στη συνέχεια, στον χώρο του Skrow Theater, θα παρουσιάσει το θεατρικό ντοκιμαντέρ Η Ιστορία της Αυτοθυσίας, που αποτελεί ανεξάρτητη παραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2014.

Τι είναι τελικά η Χίλντα;

Αυτοθυσία: Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος που συνδέει τα κίνητρα και τις συνθήκες;

Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου αποδεικνύει πως δεν γοητεύεται από τα εύκολα, αντίθετα, ¨βουτάει¨ σε βαθιά νερά, με προορισμό κάθε φορά πιο δύσβατες ¨παραλίες¨…

Σίγουρα αναμένουμε δύο ακόμα καλλιτεχνικές ¨εκρήξεις¨ !

Συνέντευξη: Ερριέττα Μπελέκου

Culturenow.gr: Το Φεστιβάλ Σύγχρονου Θεάτρου με τίτλο: «Το Γαλλικό Θέατρο à la Grecque», “ρίχνει αυλαία” με το έργο «Χίλντα», της Μαρί Ντιάιγ, της μοναδικής γυναίκας συγγραφέως που εντάχθηκε εν ζωή στο ρεπερτόριο της Comédie-Française, σε δική σας σκηνοθεσία. Ποια ήταν η πρώτη εικόνα, η πρώτη σκέψη μόλις ήρθατε σε επαφή με το κείμενο της Ντιάιγ;

Βασίλης Μαυρογεωργίου: Όταν πρωτοδιάβασα το έργο είχα ανάμεικτα συναισθήματα. Στη συνέχεια όμως άρχισε να μου δίνει την εντύπωση ότι κάτι κρύβει, ότι θέλει κάτι παραπάνω να πει εκτός από τα προφανή που καταλαβαίνει κάποιος όταν το διαβάζει. Σε συνδυασμό με τον επαναστατικό χαρακτήρα της συγγραφέως, σκέφτηκα ότι είναι άλλο ένα επαναστατικό μήνυμα ενάντια στην υποταγή γενικότερα, αλλά αυτό που συνειδητοποίησα είναι ότι το θέμα αυτό προσεγγίζεται και από την αντίθετη πλευρά, από την ανάγκη, δηλαδή, κάποιων ανθρώπων να είναι υπό έλεγχο. Καταπιάνεται με πολλές ψυχολογικές αναζητήσεις που πιθανώς είναι και δύσκολο να κατανοηθούν ή απλώς επιδέχονται πολλές απαντήσεις.

Cul. N.: Η «Χίλντα», το πρώτο θεατρικό έργο της Ντιάγ, μεταφράστηκε από το Εργαστήριο Θεατρικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου, υπό την διεύθυνση του Ανδρέα Στάικου, ειδικά για το Φεστιβάλ και παρουσιάζεται πρώτη φορά στην Ελλάδα. Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια της κας Λεμαρσάν «Λοιπόν, τι είναι η Χίλντα»; Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η εσωτερική δύναμη αυτού του κειμένου και ποια σημεία του προσπαθεί να φωτίσει η δική σας σκηνοθετική προσέγγιση;

B. M.: Ακόμα δεν είμαι σίγουρος τι είναι η Χίλντα. Δεν είναι μια απάντηση , δεν είναι καν ερώτηση, η Χίλντα. είναι το μέσον κατανόησης ενός προσωπικού ψυχοδράματος που όλοι οι άνθρωποι βιώνουν με κάποιο τρόπο στη ζωή τους. Είναι η αρρώστια του να υπομένεις; είναι η τάση για βόλεμα, είναι ίσως η παραδοξότητα της ολόκληρης πίτας με τον σκύλο χορτάτο ή μάλλον καλύτερα το αντίθετο, άδεια η πίτα και ο σκύλος πεινασμένος , ενώ σε έχουν πείσει για το αντίθετο. Ο φωτισμός στρέφεται στο κοινό. Θα ρωτήσετε εσάς να μας απαντήσετε. Τι ήταν τελικά η Χίλντα; Γιατί μέχρι και την τελευταία στιγμή, εμείς θα το ψάχνουμε. Εκείνο που προσπάθησα να δείξω μέσα από τη δική μου προσέγγιση, είναι η ευκολία της εξουσίας  και των χρημάτων να εξαγοράσουν και να υποδηλώσουν κάποιον, αλλά και από την άλλη πλευρά σίγουρα, η ευκολία στο να εξαγοραστεί κάποιος και να υποταχθεί. Με ποιόν θυμώνεις περισσότερο; Προς το τέλος του έργου, φωτίζεται η ελπίδα και αντίδραση σε όλο αυτό το συνονθύλευμα θύτη, θύματος και αλληλοεξάρτησης για να δώσει αμφότερα ευθύνες. Η κατάληξη όμως είναι κομμάτι σκέψης του θεατή.

Cul. N.: Αλλοτρίωση, συνύπαρξη, συνενοχή, κακοποίηση, εξάρτηση, μίμηση, σχέσεις εξουσίας- εκμετάλλευσης… Με ποιο τρόπο τα θέματα που πραγματεύεται και οι σχέσεις που σκιαγραφεί η συγγραφέας έρχονται σε διάλογο με τους προβληματισμούς του σύγχρονου Έλληνα;

B. M.: Αν υποθέσουμε ότι η Χίλντα είναι ο σύγχρονος Έλληνας και η κα. Λεμαρσάν   “το εκάστοτε αντίπαλο στρατόπεδο” τότε προβληματισμός υπάρχει μόνο στο τρίτο μάτι που παρακολουθεί αυτή τη σχέση που ίσως είναι και όμοια με αυτή του έργου.

Cul. N.: Πόσο σημαντική είναι η προώθηση της σύγχρονης γαλλικής δραματουργίας στην Ελλάδα, κυρίως μέσω της νέας γενιάς καλλιτεχνών, αλλά και η ανάπτυξη των πολιτιστικών ανταλλαγών, ειδικά σε μία εποχή γενικότερης κρίσης -πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής-;

B. M.: Η πολιτισμική ζύμωση ήταν ανέκαθεν και θα είναι για πάντα σημαντικά στοιχεία για το καλλιτεχνικό στερέωμα, άσχετα από την εποχή. Το ίδιο και τώρα. Η κρίση στα μάτια των καλλιτεχνών είναι δεδομένη, άσχετα από το τι μας υποχρεώνει η κυρίαρχη αφήγηση να πιστέψουμε ως “κρίση” . Είσαι άνθρωπος, επομένως είσαι σε κρίση. Άρα, όπως οποιαδήποτε στιγμή, έτσι και τώρα, είναι σημαντική η πολιτισμική ανταλλαγή όχι μόνο από τη Γαλλία αλλά από οπουδήποτε αυτό προκύπτει. Το Γαλλικό Ινστιτούτο θέλει και έχει τα μέσα να το πραγματοποιήσει.

Cul. N.: Και μιας και αναφερθήκαμε σε πολιτιστικές ανταλλαγές, ας μιλήσουμε και για το Ελληνικό Φεστιβάλ, έναν από τους πιο σπουδαίους πολιτιστικούς θεσμούς, που παρά την κρίση συνεχίζει την μακρόχρονη πορεία του. Το 2007 «ταξιδέψατε» στο Φεστιβάλ Αθηνών με ένα τροχόσπιτο! Φέτος, συμμετέχετε και πάλι στο Φεστιβάλ, αυτή τη φορά με το θεατρικό ντοκιμαντέρ «Η ιστορία της αυτοθυσίας», που θα παρουσιαστεί, από 30 Ιουνίου έως 9 Ιουλίου στο Skrow Theater. Πως γεννήθηκε η ιδέα γι’ αυτό το ντοκιμαντέρ; Από πού αντλήσατε το υλικό σας;

B. M.: Ανέκαθεν με συγκινούσε το θέμα της θυσίας: του αποδιοπομπαίου τράγου που γίνεται εξιλαστήριο θύμα για τον εξαγνισμό, την προστασία ή την σωτηρία ενός ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Η αυτοθυσία πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα. Ο αυτοθυσιαζόμενος προσφέρει ο ίδιος τον εαυτό του και γίνεται εθελούσιο σφάγιο για έναν σκοπό που τον υπερβαίνει. Φαίνεται να εμπεριέχει ένα εγγενές οξύμωρο: η πράξη της αυτοθυσίας, που φαινομενικά μοιάζει να ακυρώνει την ζωή, προκύπτει ακριβώς επειδή η ζωή γίνεται αντιληπτή ως ανυπέρβλητη αξία. Δηλαδή, ο αυτοθυσιαζόμενος, επειδή ακριβώς συναισθάνεται ότι η ζωή είναι το ύψιστο αγαθό, γι’ αυτό και την προσφέρει ως αντί-δωρο απέναντι σε κάτι άλλο που θεωρεί εξίσου ιερό. Κατά την διάρκεια της έρευνάς μας, ψάχνοντας την παγκόσμια ιστορία και τις διαφορετικές πολιτιστικές παραδόσεις (μέσα από βιβλία, μαρτυρίες, ντοκιμαντέρ), συναντήσαμε υλικό για επώνυμους και ανώνυμους ανθρώπους που εμπίπτουν στο μοτίβο της αυτοθυσίας και προσπαθήσαμε να ανιχνεύσουμε τον συνεκτικό μίτο (αν υπάρχει), ανάμεσα στα κίνητρα και τις συνθήκες –εξωτερικές και εσωτερικές– που οδήγησαν στην ίδια την πράξη. Καμιά φορά, η αυτοθυσία, ως κίνηση πάνω σε μία ευρύτερη σκακιέρα, αλλάζει λιγάκι και τους κανόνες του παιχνιδιού.

Cul. N.: Δώστε μας μία πρώτη «εικόνα» της παράστασης που ετοιμάζετε, στην οποία θα συναντηθείτε επί σκηνής με τους γνώριμους συνεργάτες σας και φίλους από την ομάδα Skrow Theater…

B. M.: Συνήθως προσπαθώ να αποφεύγω τους χαρακτηρισμούς και τις γενικεύσεις. Νομίζω πως δεν δίνουν πάντα μια καθαρή εικόνα. Θα μπορούσα για παράδειγμα να το χαρακτηρίσω ως ένα παλίμψηστο ιστορίας και μυθοπλασίας, ως ένα αφηγηματικό κολάζ εικόνων και λόγου που προσπαθούν να μας συνοδεύσουν σε μία διαδρομή ανίχνευσης του μοτίβου της αυτοθυσίας στην πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού, πειραματιζόμενοι και παντρεύοντας ταυτόχρονα και διαφορετικές θεατρικές φόρμες. Η χαρά του να δουλεύεις με χρόνιους συνεργάτες και φίλους, (όπως είναι η Κατερίνα Μαυρογεώργη και η Μαρία Φιλήνη στην σκηνοθεσία και οι Σεραφείμ Ράδης, Δανάη Επιθυμιάδη και Έλια Ζαχαριουδάκη στην υποκριτική), εμπεριέχει και το στοιχείο της σύμπλευσης σε μία κοινή καλλιτεχνική αισθητική και ίσως ακόμα και την θέση μας απέναντι στα πράγματα. Τα στιγμιότυπα που έχουν επιλεγεί να συμπεριληφθούν στην παράσταση, έχουν προκύψει από ομαδική αλλά και ατομική έρευνα και έπειτα από προσωπικές προτάσεις όλων των συντελεστών. Αυτό που μας ενδιαφέρει σε μια τέτοια διαδρομή, είναι η αναγωγή του προσωπικού σε συλλογικό (το άτομο μέσα στην ιστορία) και αντιστρόφως, χωρίς να αμαυρώνουμε ή να εκθειάζουμε τις ίδιες τις πράξεις και αντιστεκόμενοι –θεατρικά– στην «βαρύτητα» του θέματος.

Cul. N.: Φτάνοντας στο τέλος, ελπίζετε ότι υπάρχει η “γέφυρα” που οδηγεί σε ένα καλύτερο αύριο και όχι σε μία «Μπετονένια παραλία»; Ποια είναι η δική σας “νότα αισιοδοξίας” για το μέλλον;

B. M.: Πολύ θα ήθελα να μιλήσω με τέτοιους όρους, αλλά δεν νομίζω πως η υπάρχουσα πραγματικότητα μου επιτρέπει προσωπικά να αισιοδοξώ. Το να μην αισιοδοξείς δεν σε οδηγεί αυτόματα σε κάποια παραίτηση. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, που μπόρεσα με την ομάδα μου να δημιουργήσουμε το Skrow Theater, να κάνουμε δουλειές που μας αντιπροσωπεύουν και να φιλοξενούμε σε αυτό και άλλες ομάδες. Όμως η «Μπετονένια παραλία» δεν μιλάει για μία πολύ μακρινή δυστοπία, (δυστυχώς). Ίσως, ένας δρόμος να ξορκίζουμε τον εφιάλτη, είναι να τον μεταβαπτίζουμε μέσω της Τέχνης. Και χαίρομαι που την συγκεκριμένη παράσταση, την «Μπετονένια παραλία», θα την παρουσιάσουμε και την επόμενη σεζόν.


– Το Γαλλικό Ινστιτούτο και το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης παρουσιάζουν στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Σύγχρονου Θεάτρου – «Το γαλλικό θέατρο a la Grecque», την παράσταση Hilda της Marie NDiaye, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου, 31 Μαΐου, 1, 2 και 3 Ιουνίου 2014.

– Δείτε το πρόγραμμα του Ελληνικού Φεστιβάλ, στα πλαίσια του οποίου θα παρουσιαστεί το θεατρικό ντοκιμαντέρ του Βασίλη Μαυρογεωργίου, Η Ιστορία της Αυτοθυσίας, στις 30 Ιουνίου & 1-9 Ιουλίου 2014.