“Έχεις πολλά ακόμα να δώσεις, και εμείς τα καταφέρνουμε μια χαρά στον δικό μας αγώνα, καθώς όλη μας τη ζωή αυτό κάνουμε, αγωνιζόμαστε ασταμάτητα, σαν άλογα κούρσας, και μάλιστα χωρίς βραβείο. Πάντα θα προσπαθούμε όσο μπορούμε, μέχρι τέλους, και ως τότε θα χαιρόμαστε την κάθε στιγμή”.

Αυτά μεταξύ άλλων γράφει στην επιστολή του ο Τεό στον αδερφό του Βίνσεντ Βαν Γκογκ την 1η Ιουλίου 1890, ήτοι τρεις εβδομάδες πριν τον θάνατο του τελευταίου. Αυτός ο φοβισμένος δαμαστής του χρώματος είχε πράγματι τόσα πολλά ακόμα να δώσει, τόσα να ζωγραφίσει παρόλο που στην σύντομη ζωή του φιλοτέχνησε αμέτρητα έργα εξαίρετου κάλλους, δεν είναι υπερβολή πως είχε κάτι το Θείο να τον εμπνέει, κάτι μη επίγειο να τον στοιχειώνει προσδίδοντας στα έργα του κάτι το μεταφυσικά όμορφο.

Εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο στα 37 του χρόνια, γεμάτος χρώμα στην ψυχή παρόλο που βίωσε το μαύρο στην προσωπική του ζωή. Η ζωγραφική του ήταν το εμπύρετο παραλήρημα που τον κρατούσε ζωντανό, σαν μια υπέρτατη δύναμη που δίνει ώθηση στο πινέλο και στροβιλίζει πάνω στον καμβά το διεγερτικό χρώμα. Το χρώμα βρήκε στον Βαν Γκογκ τον γητευτή του, αυτόν που τον τιθάσευσε και το αιχμαλώτισε στον μουσαμά δίχως να του αφαιρέσει την ενέργεια και τον παλμό, δίχως να του κλέψει ούτε για λίγο την ζωντάνια του, το φως του.

Υπάρχουν πολλές απόψεις και εικασίες για τον τρόπο με τον οποίο πέθανε ο μεγαλοφυής Βίνσεντ, έχει υπερισχύσει η αυτοκτονία του γιατί εκτός των άλλων συμβαδίζει και με την ιδιοσυγκρασία του και τις έντονες καταθλιπτικές του τάσεις εκείνη την εποχή. Ο Γκενασιά, στο νέο του βιβλίο, αναπτύσσει μία νέα θεωρία βάσει της οποίας ο θάνατος του Βίνσεντ προήλθε από ατύχημα με εκπυρσοκρότηση όπλου από την ανήλικη κόρη του γιατρού Γκασέ, του γιατρού που θαύμαζε τα έργα του Βαν Γκογκ και ήταν από τους κύριους συλλέκτες της περιόδου εκείνης καθώς είχε στην διάθεσή του πολλούς πίνακες ιμπρεσιονιστών και μετιμπρεσιονιστών.

Η κόρη του γιατρού ήταν σφόδρα ερωτευμένη, καταγοητευμένη από την προσωπικότητα του “τρελού” Βίνσεντ και πως να μην είναι και κατανοούσε τις αδυναμίες του, τις εσωτερικές του ανησυχίες, την ζωγραφική του αγωνία και τον αγώνα του να εξουσιάσει αυτό που έβλεπε κάθε μέρα στον κόσμο έτσι ώστε να το ζωγραφίσει. Αυτό το κορίτσι ήταν η μοιραία γνωριμία του Βίνσεντ, εκείνη που τελικά άθελά της τον οδήγησε σε έναν θάνατο που εκείνον πρωτίστως τον εξυπηρετούσε και τον λύτρωσε πριν εκείνος το πράξει; Ήταν στα αλήθεια μία πράξη που μοιάζει να είχε οργανωθεί για να απελευθερώσει και τους δύο από τα δεινά μιας σχέσης που δεν είχε μέλλον και προοπτική ή ένα πρώτης τάξεως ατύχημα από μια γυναίκα ερωτικά απεγνωσμένη;

Η ίδια η Μαργκερίτ αφηγείται τη ζωή της με λεπτομέρειες, με νοσταλγική διάθεση και με βλέμμα στο παρελθόν αφού εκείνη έζησε μέχρι το 1949, μας χαρίζει μια άλλη οπτική γωνία, μας δείχνει έναν άλλο δρόμο που ενδεχομένως και να ενέχει μια δόση αλήθειας γιατί η ζωή αυτού του Ιπτάμενου Ολλανδού, για να θυμηθούμε και τον Βάγκνερ, είχε κάτι το έντονα αινιγματικό και το μυστηριώδες. Μήπως δηλαδή το τέλος του είχε άλλη τροπή και άλλη εξέλιξη, μήπως τελικά ο Βίνσεντ ήταν θύμα ενός κεραυνοβόλου έρωτα και η Μαργκερίτ ακούσια η δημιά του; Η ίδια θα πει: “Από τη στιγμή που τα χείλη μου άγγιξαν τα δικά του, ένιωσα ότι είχα σωθεί, σαν ένα πουλί που το σκάει από το κλουβί του, αλλά την ίδια στιγμή φοβάται μην το κατασπαράξουν εκεί έξω. Ένα πουλί που ντρέπεται για τη φυγή του”.

Με έναν αυταρχικό πατέρα να την εξουσιάζει και με τη ζωή της να είναι ανυπόφορη κάτω από την πατρική στέγη, η γνωριμία με τον νεαρό καλλιτέχνη που την περνούσε 20 χρόνια της προσέδιδε μοναδική ελπίδα, μια διέξοδο στην χωρίς νόημα και ουσία ζωή που βίωνε έως τότε. Ο Βαν Γκογκ την αποκαλούσε “μικρό μου ηλιοτρόπιο” και η ερωτική τους συνεύρεση ήταν κυρίως για εκείνη ένα καταφύγιο και μια αγκαλιά, ένα λιμάνι, μια έναστρη νύχτα – τίτλος έργου του Βαν Γκογκ – που ποτέ δεν ήθελε να ξημερώσει.

” {…} Δεν ξέρω τι θα μου φέρει το αύριο, ίσως η φαντασία και οι ελπίδες μου να μου έχουν στήσει άσχημο παιχνίδι, ίσως να φλέγεται μάταια η ψυχή μου. Αυτή όμως η γλυκιά αβεβαιότητα, τα όνειρα που κανείς δεν ξέρει πότε και αν θα γίνουν πραγματικότητα, ο περίπατος στο χείλος της καταστροφής, με βρίσκουν προετοιμασμένη, απολύτως ήρεμη και γαλήνια, σαν να υπηρετώ έτσι το πεπρωμένο μου, ένα γραφτό από το οποίο δεν μπορώ μα ούτε και θέλω να ξεφύγω {…}”.

Απάντηση σίγουρα δεν θα βρει κανείς στα ερωτήματα αλλά είναι σαγηνευτικό το γεγονός πως αποκαλύπτονται πτυχές της ιστορίας της ιδιοφυίας που λέγεται Βαν Γκογκ γιατί και οι έρωτες είναι σημεία αναφοράς για φυσιογνωμίες που έλαμψαν σε μία εποχή δίχως τεχνολογικά επιτεύγματα και με πενιχρά μέσα. Ο Βαν Γκογκ στα μάτια της Μαργκερίτ, όπως αναφέρει και η ίδια, ήταν ο ιππότης με την χρωματική πανοπλία και την μαγευτική αύρα που θα την έσωνε από την μονοτονία, την μίζερη ζωή και θα της εκπλήρωνε το ασίγαστο πάθος που ένιωθε για αυτόν. Το μόνο ερώτημα που προκύπτει είναι πλέον: τι θα συνέβαινε αν ο Βαν Γκογκ δεν ήταν τόσο αρνητικός, δεν την οδηγούσε σε αυτή την πράξη με την επιμονή του και δεν πέθαινε με αυτόν τον τρόπο, αν αποφάσιζε να ζήσει μαζί της ερωτευμένος και ευτυχής αποδεχόμενος την πρόσκλησή της;

“Αυτοί που προχωρούν το κάνουν χωρίς να κοιτάζουν εκείνους που τους βλέπουν να περνούν”.

“Όλος ο κόσμος μιλάει στα νεκροταφεία, είναι τόπος διαλόγου, είναι πολύ πιο εύκολο να μιλάει κανείς με τους νεκρούς, ιδίως αν δεν καταφέρνει να μιλάει με τους ζωντανούς”.

“Πόσο δύσκολο είναι να βρεις την ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτό που πρέπει να πεις και εκείνο που πρέπει να κρύψεις, πόση προσπάθεια χρειάζεται για να συγκαλύψεις μέσα σε μισόλογα αυτό που στ’ αλήθεια θες να πεις, μα δεν μπορείς;”


Διαβάστε επίσης:

Το βαλς των δέντρων και του ουρανού – Jean Michel Guenassia