Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο στο “Ένα κάποιο τέλος” ήταν η διαφάνεια του. Οι στόχοι του Τζούλιαν Μπαρνς, το τι ήθελε να πετύχει

Του Γιάννη Γαλιάτσου

με τη δόμηση του μυθιστορήματος, την απόκρυψη πληροφοριών, την τελική ανατροπή, την αβάσιμη αφήγηση του πρωταγωνιστή, όλα αυτά μου φάνηκαν πεντακάθαρα, έτοιμα προς κριτική, ευάλωτα. Βρίσκω θαρραλέα μια τόσο ειλικρινή προσέγγιση.

Το θέμα είναι επίσης ξεκάθαρο, σε βαθμό αφέλειας: Η ανθρώπινη μνήμη, η ατέλεια της ανθρώπινης μνήμης, η τάση αυτού που μνημονεύει να γεμίζει τα κενά, να αναπλάθει τις μνήμες όπως τον βολεύουν, να προσπαθεί να χωρέσει την αφήγηση του στα καλούπια που φτιάχτηκαν εκ των υστέρων, αφού τα ίδια τα γεγονότα έχουν πλέον παλιώσει.

Η φόρμουλα επίσης αρκετά κλασική: Η γνωστή, πλέον, παρέα άγγλων εφήβων, με τους φιλοσοφικούς και σεξουαλικούς προβληματισμούς της. Εντυπωσιακή και εδώ η αντιμετώπιση του Μπαρνς – ξέρει, μάλλον, ότι το μοτίβο της παρέας νέων είναι χιλιοχρησιμοποιημένο, και δεν φαίνεται να τον απασχολεί στο ελάχιστο. Δε προσπαθεί να το αλλάξει, να το διαβρώσει, να αναζητήσει κάτι καινούριο, το χρησιμοποιεί απλά σαν όχημα για την ιστορία του αφηγητή. Εφόσον  η πρόθεση του είναι τόσο προφανής, μια σύγκριση με βιβλία αντίστοιχης θεματικής (όπως η “Λέσχη των Τιποτένιων” του Κόου ή η “Κόλλα” του Γουέλς) ίσως θα ήταν άδικη, αλλά παρ’ όλα αυτά δε μπορούσα να μη σκεφτώ, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, πόσο πιο ζωντανοί και πρόσφοροι προς ταύτιση ήταν οι αντίστοιχοι έφηβοι των δύο προαναφερθέντων μυθιστορημάτων.

Η γλώσσα του, όσο καταφέρνει να διακρίνει κανείς απ’ τη μετάφραση, επίσης απλή και ευθεία. Εφόσον η διήγηση προέρχεται πάντα απ’ τον ήδη ενήλικα, σχετικά παραιτημένο αφηγητή, το ύφος δεν αλλάζει από εποχή σε εποχή (κάτι που ίσως ήταν ενδιαφέρον, αλλά βέβαια πάλι άσχετο με τους στόχους του συγγραφέα) αλλά παραμένει το ίδιο νηφάλιο, ενδο-ερευνητικό και πασπαλισμένο με περιστασιακά καλαμπούρια και βρισίδια.

Τι μένει λοιπόν; Η επίσης κλασική, φριχτή ανατροπή. Φριχτή γιατί πρέπει να είναι φριχτή, γιατί θέλει ο συγγραφέας να είναι φριχτή, να δημιουργήσει σάστισμα και ανατριχίλα. Πώς θέλει να το καταφέρει αυτό; Ελλειπτικά, ταΐζοντας σιγά-σιγά τον αναγνώστη με τις απαραίτητες πληροφορίες, καλλιεργώντας σκηνές που μόνο εκ των υστέρων βγάζουν νόημα αλλά τη στιγμή της πρώτης ανάγνωσης μοιάζουν εξωγήινες, “εκτός”, σα να βλέπεις τον κόσμο μέσα από ραγισμένο γυαλί.

Πετυχαίνει; Ομολογουμένως, γνωρίζοντας ήδη ότι το “Ένα κάποιο τέλος” έχει κερδίσει το βραβείο Booker, περίμενα κάτι περισσότερο. Αλλά δεν φταίει ο Μπαρνς για αυτό. Οι μέθοδοι και τα εργαλεία του είναι απλωμένα πάνω στο τραπέζι προς εξέταση, το τελικό αποτέλεσμα είναι ευάλωτο (και σχεδόν συγκινητικό γι’ αυτό το λόγο), σε καμιά περίπτωση αριστούργημα, αλλά εύληπτο και καθαρό. Με μερικές ενδιαφέρουσες σκέψεις, με συγκρατημένη, αγγλική απόσταση από σχεδόν όλους τους χαρακτήρες και τα πράγματα που θα τους έκαναν τρισδιάστατους, αποτελεί μια γρήγορη, και (πάντα ανάλογα με τις προσδοκίες του αναγνώστη) χορταστική ανάγνωση.