Το σκάκι είναι ανέκαθεν ένα παιχνίδι βαθιά διανοητικό, εξουσιάζει το μυαλό και διεγείρει τις αισθήσεις με την πολυπλοκότητά του, τις ήρεμες αλλά συνάμα δυναμικές και περίπλοκες διεργασίες των κανόνων του, είναι ένα παιχνίδι πολύ διαφορετικό αλλά συνάμα επικίνδυνο με την έννοια πως αν αποσπαστεί έστω για λίγο η προσοχή και η αφοσίωση στον ρου της εξέλιξής του τότε όλα γίνονται κομμάτια. Αναμφίβολα, οι ισορροπίες είναι τόσο λεπτές, τα όρια της επιτυχίας και της αποτυχίας τόσο κοντά που απαιτεί δίχως άλλο τη συγκέντρωση του παίκτη ώστε να μπορεί εκείνος να ανταπεξέλθει στις δύσβατες διαδρομές του μυαλού του αντιπάλου του που καιροφυλακτεί σε κάθε του κίνηση με σκοπό να εκμεταλλευτεί το παραμικρό λάθος και την παραμικρή αδυναμία και να εφορμήσει σαν άλογο.

Όλη αυτή η πνευματική έκσταση και ο κυκεώνας των σκέψεων που δημιουργεί το σκάκι έγιναν αφορμή να γραφτούν, μεταξύ άλλων που ίσως να μην γνωρίζω, τρία μοναδικής φύσεως βιβλία. Πρόκειται για βιβλία από τα οποία πηγάζει στοχαστική διάθεση αλλά και η από μέρους των συγγραφέων τους διάθεση να “παίξουν” με την ιδιοσυγκρασία και την ψυχοσύνθεση του ίδιου του ανθρώπου και να τον οδηγήσουν στα πιο ακραία μονοπάτια του νου του, ίσως να τον δοκιμάσουν. Αυτός ο υπόγειος πόλεμος που μαίνεται μεταξύ των δύο στρατοπέδων πάνω στη σκακιέρα είναι αρκετός για να οδηγήσει τον παίκτη στην απόλυτη τρέλα και να εξωθήσει το πάθος του για παιχνίδι στα ύψη, ενδεχομένως να τον κυριεύσει πλήρως, να τον καταστήσει εξαρτημένο.

Οι συγγραφείς αυτοί με δεξιοτεχνία καταφέρνουν και εγγράφουν ευφυώς το σκάκι στις ιστορίες τους και το αναγάγουν σε ένα κύκλο συλλογισμών που κέντρο τους είναι ο άνθρωπος και ο άνθρωπος, ο πρωταγωνιστής τους, που γεύεται τη μοναδική σαγήνη του παιχνιδιού, καθίσταται υποχείριο και “θύμα” αυτού χάνοντας πολλές φορές τη λογική διάσταση των πραγμάτων.

Στέφαν Τσβάιχ, Σκακιστική νουβέλα, Εκδόσεις Άγρα

Ο Τσβάιχ χρησιμοποιεί το σκάκι ως αλληγορικό στοιχείο για να καθρεφτίσει έναν κόσμο, τόσο τον δικό του, τον εσωτερικό όσο και αυτόν που ξεθωριάζει γύρω του. Η ζωή μοιάζει με σκακιέρα και εκείνος μοιάζει με πιόνι χαμένο στην μετάφραση, βυθισμένο στην απουσία και την ανυπαρξία. Ο κ. Μπ όπως και ο ίδιος ο Τσβάιχ είναι η προσωποποίηση ενός αέναου δράματος που τέλος δεν έχει αλλά βρίσκει. Στην νουβέλα βρίσκει την ευκαιρία να αφηγηθεί την τρέλα ενός ανθρώπου που βίωσε την απόλυτη παράνοια όντας έγκλειστος σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου δίχως την παραμικρή δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Σε ένα βιβλίο σκακιού βρίσκει ένα στήριγμα, μια παρέα, μία προσωρινή λύτρωση που σιγά σιγά μετατρέπεται σε εφιάλτη, θα αντέξει;

Επιστρατεύοντας κάθε ικμάδα δύναμης που έχει μέσα του αντιστέκεται και εξαντλεί κάθε πιθανότητα επιβίωσης ενώ μάχεται να ξεφύγει από τον παραλογισμό, την σύνθλιψη, τον εξευτελισμό αλλά και από μια μιζέρια και μια οικουμενική φυλακή που ετοιμάζεται να απλώσει τα δίχτυα της μέσω ενός καθεστώτος που είναι αβυσσαλέο και αδυσώπητο, ανελέητο και παράφρον. Και όμως οι παρτίδες σκάκι που είναι ο μονόδρομος απασχόλησης του μυαλού καταντούν πλέον η απειλή του αφού εφευρίσκει εσωτερικούς εχθρούς, παίζει για λογαριασμό δύο, σκέφτεται για δύο, ταυτόχρονα είναι το άσπρο και το μαύρο στρατόπεδο σαν τον ηθοποιό που καλείται να υποδυθεί δύο ρόλους με διαφορά δευτερολέπτων. Τελικά από ποιο είδος αιχμαλωσίας κινδυνεύει πλέον; Και ομολογεί: «Η φοβερή κατάσταση στην οποία βρισκόμουν με ανάγκασε να κάνω τουλάχιστον αυτήν την προσπάθεια, να διχάσω το εγώ μου σε μαύρο και λευκό, προκειμένου να μη με συνθλίψει η φρικτή ανυπαρξία γύρω μου». Αλλά παράλληλα παραδέχεται: «Είχα καταληφθεί από μια μανία, στην οποία δεν μπορούσα να αντισταθώ».

Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, Το μυθιστόρημα του Δον Σανδάλιο σκακιστή, Εκδόσεις Άγρα

Αυτό το ιδιότυπο μυθιστόρημα χτίζεται με μία παράλογη λογική. Αμφίβολη η προέλευση του, ακαθόριστη η σύλληψή του, αβέβαιος ο προορισμός του. Όλο το βιβλίο μοιάζει με μία παρτίδα σκάκι, αυτό το παιχνίδι που κινητοποιεί τον εγκέφαλο και απαιτεί εξαιρετική συγκέντρωση και αποστασιοποίηση από πρόσωπα και πράγματα. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν πρόκειται για ένα αμιγές μυθιστόρημα ή αν είναι το μυθιστόρημα ενός μυθιστορήματος που βρέθηκε στα χέρια του συγγραφέα ή αν πάλι όλο αυτό το παιχνίδι, μιας και το βιβλίο αναφέρει στο σκάκι, είναι μία καθαρή και ευφυής επινόηση του ίδιου του γράφοντος.

Ο Rolland Jacard, στον διαφωτιστικό αν και σύντομο πρόλογο της παρούσας έκδοσης, αναφέρει μία ρήση που αποδίδεται στον Όσκαρ Ουάιλντ: «Αν θέλετε να χάσετε έναν άνθρωπο, μάθετέ του να παίζει σκάκι». Υπάρχει κερδισμένος ή χαμένος σε αυτή την αέναη και συνεχόμενη παρτίδα με την ίδια την ζωή? Αυτός ο σκακιστής μήπως είναι η αντανάκλαση και ο καθρέφτης του Δον Κιχώτη, του ολοκληρωμένου μοναχικού καβαλάρη που κουβαλάει πάνω του όλη την αμαρτία και την βλακεία του κόσμου αυτού? Ή μήπως αναζητάμε μάταια τον «ένοχο» γραφιά αυτής της ιστορίας καθώς και τα μηνύματα που επιθυμεί η δεν επιθυμεί να μεταδώσει και κάπου εκεί παραδινόμαστε στην ευφυΐα του?

Θαυμαστής του Δον Κιχώτη και του Φλωμπέρ, τους οποίους ξαναζωντανεύει στα πρόσωπα του Δον Σανδάλιο και του συμπαίκτη-αφηγητή, ο Ουναμούνο συγκεντρώνει επιστολές ενός φίλου του και τις παραθέτει στον αναγνώστη καταφέρνοντας του ένα ισχυρό χτύπημα στην αποδοχή των γεγονότων και των παραδοχών που φτάνουν σαν χείμαρρος.

Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Η Άμυνα του Λούζιν, Εκδόσεις Μεταίχμιο

Σε αυτό το μυθιστόρημα που ο Ναμπόκοφ έγραψε το 1930, διακρίνεται από μέρους του πρωταγωνιστή Λούζιν μία έντονη διεργασία εσωτερικής μάχης ανάμεσα στο σκάκι και την πραγματικότητα.

Γιατί η πραγματική ζωή δεν είναι συνυφασμένη με το σκάκι, το σκάκι αποτελεί έναν διαφορετικό κόσμο, ξεχωριστό, μοναδικό, ανεξάρτητο. Η σκέψη, ο συλλογισμός, η ύπαρξη του ήρωα Λούζιν καθορίζεται σε βαθμό παραληρήματος πολλές φορές από το παιχνίδι. Είναι αυτό το παιχνίδι, το επικίνδυνο, το απρόβλεπτο που οδηγεί τη ζωή του μέσα από έναν λαβύρινθο και ένα αίνιγμα, θα καταφέρει να βγει αλώβητος ή θα καταστεί θύμα του; Γιατί όπως και στο μυθιστόρημα του Δον Σανδάλιο που έγραψε ο Miguel de Unamuno (εκδ. Άγρα), ο σκακιστής και παίκτης είναι πάνω από όλα ένας αρχαιολόγος των κινήσεών του με την έννοια πως σκάβει βαθιά στο νου του για να φέρει στην επιφάνεια διαδρομές και στοές για το εκάστοτε πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Είναι παράλληλα και ένας αναζητητής λύσεων, ένας στρατιώτης και ένας πολεμιστής μίας διαφορετικής κάθε φορά αναμέτρησης, η έκβασή της προφανώς πάντα άγνωστη. Εκεί έγκειται όλη η δυσκολία και η ιδιαιτερότητα αυτού του περίεργα δομημένου παιχνιδιού, ένα παιχνίδι που απαιτεί συγκέντρωση, επιμονή, υπομονή, εστίαση και καθόλου πανικό.

Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, που με αριστοτεχνικό τρόπο μετέφρασε αυτό το μυθιστόρημα ωριμότητας του Ναμπόκοφ, αναφέρει στο επίμετρο: «Το σκάκι είναι κάτι περισσότερο από παιχνίδι. Είναι κάτι ανάμεσα στην τέχνη και στην επιστήμη, κάτι που εξελίσσεται διαρκώς, παραμένοντας ωστόσο το ίδιο, μία αστείρευτη πηγή σαγήνης, εκρηκτικών εκπλήξεων, γόνιμης οργάνωσης του νου, αλλά και διασάλευσης των αισθήσεων, των βεβαιοτήτων, των άκαμπτων πεποιθήσεων».