Η παράσταση με τίτλο «Τρεις αδελφές à Moscou, στη Μόσχα, to Moscow, nach Moskau!», που βασίζεται στο έργο του Άντον Τσέχοφ

… θα παρουσιαστεί στο Baumstrasse για 12 παραστάσεις, από τις 17 Σεπτεμβρίου έως και τις 9 Οκτωβρίου, στις 21.00.

Με άξονα την εμβληματική φράση «Στη Μόσχα, στη Μόσχα…» παρουσιάζεται πάλι μετά από τις 15 επιτυχημένες παραστάσεις του Ιουνίου το έργο του Άντον Τσέχωφ Οι τρεις αδελφές την από τις 17 Σεπτεμβρίου έως τις 9 Οκτωβρίου στις 21.00 για 12 παραστάσεις στο Baumstrasse. Το έργο διαπνέεται από τη λαχτάρα για την επιστροφή στην πατρίδα, την επιθυμία της αληθινής αγάπης, την αγωνία για τη δουλειά, τη νεανική ορμή και την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Ο θίασος εστιάζει στη μουσική ανάγνωση του κειμένου. Ο Πανού Μανού εκτελεί ζωντανά στην παράσταση – μαζί με τους υπόλοιπους ηθοποιούς– συνθέσεις του που αντανακλούν το πέρασμα από το ρομαντικό ήχο στον ηλεκτρονικό, από το παρελθόν στο παρόν, από την όπερα ως το μιούζικαλ…

Το 1930 άνθρωποι από όλο τον κόσμο συνέρρευσαν στην «πρωτεύουσα του κόσμου» για να γίνουν μάρτυρες της πραγματοποίησης μιας ουτοπικής ιδέας για εργασία χωρίς εκμετάλλευση και για τη δημιουργία ενός λαμπρού μέλλοντος για όλη την ανθρωπότητα. Από το 1960-1980 έγιναν μάρτυρες μια εξασθενημένης ρωσικής αυτοκρατορίας και το 1990 μιας πρωτεύουσας άγριου καπιταλισμού. Στις μέρες μας η Μόσχα, μια πόλη με αντιθέσεις που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη Νέα Υόρκη στον αριθμό των δισεκατομμυριούχων της, έχει τεράστιο ποσοστό φτώχιας στους μεγαλύτερους σε ηλικία κατοίκους της. Φυσικά τέτοιες αντιθέσεις μπορεί κανείς να εντοπίσει σε πρωτεύουσες της Αμερικής και της Ευρώπης.
Είναι το παρόν και το μέλλον του δυτικού πολιτισμού. Είναι η Αθήνα που ζούμε σήμερα. Λοιπόν: à  Moscou, στη Μόσχα, to Moscow, nach Moskau!

Μέσα σε ένα στρατιωτικό πολεμικό περιβάλλον και σε μια περιοχή δεύτερης κατηγορίας οι ήρωες του Τσέχωφ λαχταρούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους με οποιοδήποτε κόστος. Έχοντας επίγνωση της προσωπικής τους ανικανότητας υπόσχονται να αλλάξουν προς το καλύτερο. Το φανταστικό είναι η μόνη τους πραγματικότητα. Στη Μόσχα όλα όσα ονειρεύονται θα αποκτήσουν υπόσταση. Στη Μόσχα οι ζωές τους θα εκπληρωθούν. Δελεάζονται από τις δυνάμεις του ονείρου της Μόσχας. Στο τέλος όλα καταρέουν σαν τραπουλόχαρτα.

Σημείωμα ΣκηνοθετώνΟ Τσέχωφ τοποθετεί το έργο σε μια τυχαία χρονική στιγμή στην ευρωπαϊκή ιστορία, πριν από πολέμους και επαναστάσεις που θα συντάρασσαν τον κόσμο, στο μεταίχμιο μιας νέας εποχής. Σε μια παρόμοια χρονική στιγμή σήμερα, αναζητάμε τα μοτίβα που μας συνδέουν με το τότε και μας φανερώνουν το σήμερα: Η ελπίδα και η απελπισία, το όνειρο και η ματαίωση, ο στόχος και η αδράνεια, η μουσική και η σιωπή. Ο ρόλος της μουσικής στο έργο του Τσέχωφ είναι ξεχωριστός. Η μουσική, συμπεριλαμβανομένων των θορύβων με νόημα, των ήχων των πουλιών και των καμπάνων, ή της μελωδίας, τραγουδιών και μουσικής, που ακούγονται από μακρυά, αντικατοπτρίζει συχνά την ψυχική κατάσταση ενός χαρακτήρα. Οι Τρεις αδελφές έχουν δομηθεί γύρω από μια επανάληψη μοτίβων που παραπέμπουν σε μουσικό διάλογο, σε μουσικές ερωταποκρίσεις. Στην παράσταση τα μοτίβα αυτά έχουν υιοθετηθεί σε μουσικά στυλ που περνάνε από την όπερα ως το μιούζικαλ.
Ο θίασος εξελίσσει την εργασία του πάνω στην «Παγκόσμια ιστορία της αϋπνίας», ένα αιώνιο work in progress βασισμένο σε μερικά από τα σημαντικότερα διηγήματα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες και στην Αραβική νύχτα του Ρόλαντ Σιμελπφένιχ. Οι ηθοποιοί γίνονται συνδημιουργοί και συσκηνοθέτες της παράστασης αναλαμβάνοντας εξ ολοκλήρου το καλλιτεχνικό έργο, ερευνώντας ένα σκηνοθετικό και ερμηνευτικό κώδικα όπου η παράσταση ορίζεται και αναπτύσσεται μέσα από τη ζύμωση των ίδιων των ηθοποιών. Αναδεικνύει έτσι την πολυπρισματικότητα των κειμένων, μέσα από τις διαφορετικές αναγνώσεις τους.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέαΑντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ (1860-1904)
Ο Αντoν Πάβλοβιτς Τσέχωφ είναι από τις πιο σημαντικές μορφές της παγκόσμιας δραματουργίας και άσκησε μεγάλη επίδραση στη θεατρική λογοτεχνία του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε στο μικρό λιμάνι Ταγκανρόγκ, στη νότια Ρωσία, στις 17 Ιανουαρίου 1860. Γιος παντοπώλη με παππού δουλοπάροικο που εξαγόρασε την ελευθερία της οικογένειάς του. Ο Τσέχωφ πέρασε την παιδική του ηλικία δουλεύοντας στο μαγαζί του πατέρα του, παράλληλα με το σχολείο “Αριστοκρατικό”, στο οποίο φοιτούσε, σχολείο της πλούσιας Ελληνικής Παροικίας. Παρόλα τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας κατάφερε να σπουδάσει Ιατρική στη Μόσχα, ενώ παράλληλα έγραφε μικρά χιουμοριστικά διηγήματα σε περιοδικά. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Ξυπνητήρι», «Θεατής», «Μόσχα», «Φως και σκιά», «Θραύσματα» κ.ά. Το επάγγελμα του γιατρού το εξάσκησε σε όλη του σχεδόν τη ζωή, ασχολιόταν ακατάπαυστα με την καταπολέμηση της χολέρας που μάστιζε εκείνα τα χρόνια τη κεντρική Ρωσία. Ένα χρόνο πριν πάρει το πτυχίο του εκδίδει και το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Παραμύθια της Μελπομένης» (1884). Ακολουθεί το «Φανταχτερές Ιστορίες» (1885). Ο Τσέχωφ είχε δύο αγάπες στη ζωή του, την ιατρική και τη λογοτεχνία, τη νόμιμη γυναίκα μου και την ερωμένη μου, όπως χαρακτηριστικά έλεγε.

Θεατρικά έργα άρχισε να γράφει αργότερα στην καριέρα του. Το 1886 γράφει το πρώτο του μονόπρακτο με τίτλο «Κύκνειο άσμα». Την επόμενη χρονιά ανεβαίνει στη σκηνή του Θεάτρου Κορς στη Μόσχα το έργο του «Ιβάνοφ. Στην αρχή τα έργα του δεν έτυχαν της αποδοχής που τους άξιζε. Το 1898 είναι μία σημαντική χρονιά για τον συγγραφέα. Κερδίζει το βραβείο Πούσκιν για το διήγημά του «Το σούρουπο» και συναντά τον Στανισλάφσκι και το «Θέατρο Τέχνης της Μόσχας». Εκεί γνωρίζει και τη μελλοντική σύζυγό του, την ηθοποιό του Θεάτρου Τέχνης, Όλγα Κνίπερ. Ο Τσέχωφ σε συνεργασία με τον Στανισλάφσκι ανέβασε τον «Γλάρο» (1898) και γίνεται διάσημος. Ακολουθούν με θριαμβευτική πορεία τα έργα του «Ο Θείος Βάνιας» (1899), «Οι Τρεις Αδελφές» (1901) και «Ο Βυσσινόκηπος» (1904). Το 1899 γίνεται μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας, θέση από την οποία αργότερα θα παραιτηθεί, ως ένδειξη διαμαρτυρίας γιά την ακύρωση της εκλογής του φίλου του Γκόργκι από τον Τσάρο Νικόλαο Β΄. Μετά την πρεμιέρα του «Βυσσινόκηπου» φεύγει από τη Ρωσία, λόγω της επιδείνωσης της υγείας του, είχε φυματίωση. Στις 15 Ιουλίου του 1904 ο Τσέχωφ πεθαίνει στη Γερμανία και θάβεται στη Μόσχα. Ηταν μόλις 44 ετών.

Λίγα λόγια για το έργο
Η συγγραφή του έργου «Οι Τρεις Αδερφές» ήταν πιο δύσκολη για τον Τσέχωφ από ότι τα  έργα «Ο Γλάρος» και «Ο Θείος Βάνιας», τα οποία προορίζονταν για το Moscow Art Theatre (MAT). «Ήταν πολύ δύσκολο να γράψω τις «Τρεις Αδερφές»- παραπονέθηκε σε ένα γράμμα του προς τον Γκόρκι-, «Τρεις ηρωίδες, με ξεχωριστό χαρακτήρα η καθεμία και όλες κόρες ενός στρατηγού. Το έργο διαδραματίζεται σε μια επαρχιακή πόλη, που μοιάζει με το Περμ, το περιβάλλον στρατιωτικό, πολεμικό». Τα βασικά θέματα του έργου και η ιστορία είναι τα ίδια: 1. Η λαχτάρα της επιστροφής στην πατρίδα, τη Μόσχα, με οποιοδήποτε κόστος, 2. Το θέμα της εργασίας στο παρελθόν και το παρόν. Τα θέματα αυτά, ωστόσο, αντιμετωπίζονται με εντελώς διαφορετικούς τρόπους. Στο έργο «Οι Χωρικοί» δίνεται έμφαση σε ένα είδος κοπιαστικής, αδιάφορης αγροτικής εργασίας, που μετατρέπει τους ανθρώπους σε ζώα. Στις «Τρεις Αδερφές» ο ευσεβής πόθος υπερισχύει της εργασίας ως ένα ιδανικό που ενώνει και εξυψώνει τους εργάτες, γίνονται όλοι αδέρφια. Σε μια πόλη, που μοιάζει με το Περμ, όπου οι ζωές των αδερφών κυλούν ανάλογα με τις περιστάσεις ή τη μοίρα, όλα είναι μέτρια, όλα είναι δεύτερης κατηγορίας: οι συζητήσεις, τα συναισθήματα, ο καιρός. Στην πραγματικότητα οι φιγούρες του Τσέχωφ, ως άνθρωποι της Ασημένιας Εποχής, καταλαμβάνουν μια τυχαία στιγμή μέσα στην ευρωπαϊκή ιστορία, πριν από την εποχή των πολέμων και των επαναστάσεων, που θα συντάραζαν τη Ρωσία και τον κόσμο. Εκείνοι όμως κυριεύονται από αποκαλυπτικά συναισθήματα, που ελέγχονται από μια επίγνωση του παραλογισμού της ύπαρξης, και από την ελπίδα ενός λαμπρού μέλλοντος. Όταν βλέπουν τους εαυτούς τους μέσα από αυτή τη μελλοντική οπτική, τότε οι ζωές τους τους φαίνονται, κατά τα λόγια της μιας πρωταγωνίστριας, «παράξενες, στενάχωρες, ανόητες, ακάθαρτες, ίσως και αμαρτωλές». Οι κεντρικοί χαρακτήρες στο έργο «Οι Τρεις Αδερφές» έχουν επίγνωση της προσωπικής τους ανικανότητας, υπόσχονται στο εξής να αλλάξουν προς το καλύτερο και να αρχίσουν να ζουν πραγματικά τη ζωή που ονειρεύτηκαν. Για εκείνους το φανταστικό είναι είναι η μόνη πραγματικότητα, ενώ τα προσωπεία της επαρχιακής πόλης, που τους περικυκλώνει, δεν έχουν την παραμικρή αξία και μπορεί να εξαφανιστούν, όπως πιστεύουν, ανά πάσα στιγμή.  Σε αυτό το στάδιο εμφανίζεται στο προσκήνιο το θέμα της Μόσχας, ως μίας πόλης, στην οποία όλα όσα έχουν ονειρευτεί θα αποκτήσουν υπόσταση και θα πραγματοποιηθούν, χωρίς καμία αποτυχία. Έτσι, η μικρότερη αδερφή, η Ιρίνα, πιστεύει ότι θα συναντήσει την αγάπη μόνο στη Μόσχα: «Όλο περίμενα πως θα γυρίζαμε στη Μόσχα κι εκεί θα συναντούσα την αληθινή αγάπη.  Τον ονειρευόμουν, τον αγαπούσα… αλλά φαίνεται πως ήταν όλα ανοησίες, όλα ήταν ανοησίες…». Αν κοιτάξουμε προσεκτικά τα λόγια αυτά, είναι ξεκάθαρο, ότι αγαπάει ήδη την «αληθινή αγάπη», πριν ακόμα τη συναντήσει, αλλά γνωρίζει ότι η συνάντηση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στη Μόσχα. Ο αδερφός της, Αντρέι, παραπονιέται λέγοντας ότι στις ταβέρνες της Μόσχας δεν αισθάνεται ξένος, ακόμα και όταν δεν τον γνωρίζει κανένας, ενώ στο χωριό «που τους γνωρίζεις όλους και όλοι σε γνωρίζουν, είσαι ένας ξένος… ένας μοναχικός ξένος».  Αντίθετα με το σερβιτόρο και τη γυναίκα του, οι πρωταγωνιστές στις «Τρεις Αδερφές» δε δελεάζονται από τη Μόσχα για κάποιο συγκεκριμένο λόγο- δελεάζονται καθαρά από τις δυνάμεις του ονείρου/ του φανταστικού, από την ελπίδα ότι εκεί, στην πρωτεύουσα, οι ζωές τους επιτέλους θα εκπληρωθούν με έναν εκπληκτικό, ουσιώδη τρόπο. Συνεπώς, στο τέλος του έργου όλα καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα: η Όλγα προσλαμβάνεται ως διευθύντρια σχολείου στην επαρχία, ο Αντρέι αποτυγχάνει να γίνει επιστήμονας και ασχολείται με την αγροτική διαχείριση, η Ιρίνα δεν αποδρά στη Μόσχα και αναλαμβάνει μια θέση «στερημένη από ποίηση, στερημένη από ιδέες» και η Μάσσα χωρίζει με τον αγαπημένο της… Ο ρόλος της μουσικής στα έργα του Τσέχωφ, συμπεριλαμβανομένου του έργου «Οι Τρεις Αδερφές», είναι ξεχωριστός. Η μουσική, συμπεριλαμβανομένων των «θορύβων με νόημα, των ήχων των πουλιών και των καμπάνων, ή της μελωδίας τραγουδιών και μουσικής, που ακούγονται από μακρυά», αντικατοπτρίζει συχνά την ψυχική κατάσταση ενός χαρακτήρα. Στις «Τρεις Αδερφές» αυτά τα μουσικά μοτίβα εκδηλώνονται με αρκετούς τρόπους, συμβάλλοντας στο συνολικό μουσικό υπόστρωμα του έργου: η επανάληψη από τον Τσεμπουτίκιν της φράσης «Tαραραμπουμπια», το βιολί του Αντρέι, η κιθάρα του Φεντοτίκ και του Ρόντε και το σιωπηλό «ερωτικό ντουέτο» της Μάσσα και του Βερσινίν (Βερσινίν: «Ταμ- ταμ», Μάσσα: «Τρα- ρα- ρα», Βερσινίν: «Τρα- τα- τα»). Η δυναμική ανταλλαγή μεταξύ της Μάσσα και του Βερσινίν υποδηλώνει την πνευματική οικειότητα που έχουν αναπτύξει οι δυο τους και αντιπροσωπεύει «την πιο αυθεντική δήλωση αγάπης σε ολόκληρη τη λογοτεχνία επί σκηνής!» Επιπλέον, τα έργα του Τσέχωφ έχουν συγκριθεί με «μουσικές δομές, καθώς χαρακτηρίζονται από έναν εσωτερικό ρυθμό». Οι «Τρεις Αδερφές» έχουν δομηθεί γύρω από μια επανάληψη μοτίβων, που παραπέμπουν σε έναν μουσικό «διάλογο» μεταξύ οργάνων.

Μετάφραση: Νικολέττα Φριντζήλα
Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Δημήτρης Αγαρτζίδης, Δέσποινα Αναστάσογλου, Σύρμω Κεκέ, Σταυρούλα Κοντοπούλου, Πανού Μανού, Θεανώ Μεταξά,  Κατερίνα Πατσιάνη, Τατιάνα Πίττα, Φοίβος Συμεωνίδης, Μιχάλης Τιτόπουλος
Σκηνικός χώρος: Βασίλης Μαντζούκης
Κοστούμια: Ηλιάννα Σκουλάκη
Μουσική: Πανού Μανού
Φωτισμοί: Mελίνα Μάσχα
Videos: Άρης Ζάγκλης/ Busybee studio
Παίζουν: Δημήτρης Αγαρτζίδης, Σύρμω Κεκέ, Σταυρούλα Κοντοπούλου, Πανού Μανού, Θεανώ Μεταξά,  Κατερίνα Πατσιάνη, Τατιάνα Πίττα, Φοίβος Συμεωνίδης, Μιχάλης Τιτόπουλος