Το βιβλίο «Τόσο κοντά, τόσο μακριά» είναι μια ιστορία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα. Η αφήγηση ξεκινά από τα προσφυγικά σπιτάκια της Καισαριανής, ακολουθώντας την ιστορία δυο δίδυμων κοριτσιών που απήχθησαν στα δύσκολα χρόνια της κατοχής ώστε να δοθούν σε παράνομες υιοθεσίες. Η Λούλα Μαρμάρα – Γιαννακοπούλου μέσω μιας ζωντανής αφήγησης ξετυλίγει το κουβάρι των εμπειριών και των βιωμάτων των αδελφών μέσω του πρωταγωνιστή Αναστάση, ο οποίος ήταν ο μικρότερος αδερφός των κοριτσιών. Σκηνές που εναλλάσσονται γρήγορα, διάλογοι, και τρεις διαφορετικές χώρες είναι ο ιστός πάνω στον οποίο υφαίνεται η δραματική ιστορία της οικογένειας. Ένας ροζ φιόγκος κι ένα σημείωμα είναι τα όπλα που διαθέτουν τα αδέρφια για να ενωθούν και πάλι, θα τα καταφέρουν;

Μια καταγραφή της αλήθειας με μυθοπλαστικά στοιχεία που αξίζει να διαβαστεί καθώς μας προσφέρει την προσωπική μαρτυρία της συγγραφέως και ιστορικά στοιχεία της εποχής μέσω μιας γραφής βιωμένης και αβίαστης.

(…)
Εκείνο το ειδυλλιακό απόγευμα του Μάη του 1939 στην αλάνα της Καισαριανής δύο δίδυμα κοριτσάκια, ξανθά και πρασινομάτικα πέντε χρονών περίπου, έπαιζαν ανέμελα μαζί με άλλα συνομήλικά τους τρέχοντας και γελώντας χαρούμενα. Οι μαμάδες τους καθισμένες στο ερημικό παγκάκι, συζητούσαν ή και κουτσομπόλευαν ακόμη, με αθώα πειράγματα ξένοιαστες, χαρούμενες και σίγουρες για την ασφάλεια των παιδιών τους. Δεν ήταν βέβαια οικογένειες με άνετο πορτοφόλι, ήταν όμως νοικοκυρές που όλα τα βόλευαν στα σπίτια τους έστω και με πενιχρά μέσα, ώστε τα απαραίτητα να μην λείπουν από τα παιδιά τους.

Εκείνη την εποχή στην Καισαριανή, ζούσαν αρκετές οικογένειες, από φτωχές ως πάμφτωχες. Ήταν καταδιωγμένοι Έλληνες Μικρασιάτες, που είχαν βρει εκεί καταφύγιο, καθώς το ελληνικό κράτος τους είχε παραχωρήσει κάποιες εκτάσεις Δεν υπήρχαν πολλά άλλα σπίτια στην περιοχή. Τα παιδιά παίζανε σε καθημερινή βάση στη χωμάτινη ξέφραγη αλάνα. Το μισοσπασμένο παγκάκι εξυπηρετούσε τις μαμάδες κι αυτές αστειεύονταν και γελούσαν με τα καμώματα των παιδιών τους, όταν άκουσαν φωνές και κλάματα από τη μεριά των παιδιών. Σηκώθηκαν όλες τρέχοντας για να δουν τι συμβαίνει. Η κάθε μια έψαχνε για τα δικά της παιδιά που ήταν όλα τρομαγμένα.
(…)