Είναι αλήθεια πως ζούμε σε μία εποχή που η στιχομυθία και η αναφορά περί ρατσισμού έχει δυστυχώς επανέλθει πολύ έντονα στο προσκήνιο. Τα κρούσματα ξενοφοβίας και επιθετικότητας έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια σε όλο τον κόσμο και κυρίως στην Ευρώπη, η οποία και πλήττεται σφόδρα λόγω και του μεγάλου προβλήματος του μεταναστευτικού. Παράλληλα, τα κινήματα της άκρας δεξιάς λαμβάνουν όλο και πιο αυξημένα ποσοστά στις ευρωπαϊκές χώρες κάτι που είχε να συμβεί από την εποχή της ανόδου του ναζισμού και του φασισμού στην γηραιά ήπειρο τη δεκαετία του 1930. Μέσα σε αυτό το σκηνικό κοινωνικού πολέμου και αστάθειας, μέσα στη δίνη των φυλετικών διακρίσεων και του εκφοβισμού, τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα του παρελθόντος όπως αυτό που έγραψε η Μόρισον το 1983 έρχονται να μας θυμίσουν πόσο εύθραυστος είναι ο κοινωνικός ιστός και πώς η ιστορία μπορεί και επαναλαμβάνεται με απρόβλεπτες συνέπειες.

Μια μαχόμενη συγγραφέας στην υπηρεσία της λογοτεχνίας και της κοινωνίας

Η Μόρισον, στην οποία άξια απονεμήθηκε το Νόμπελ το 1993 για την ενασχόλησή της με ποικίλα θέματα της ανεξήγητης πολλές φορές ανθρώπινης φύσης, σκιαγραφεί και ζωγραφίζει με λέξεις την σχέση των δύο κοριτσιών της Τουάιλα και της Ρομπέρτα, η μία έγχρωμη, η άλλη λευκή, που ξετυλίγουν το κουβάρι της ζωής τους στο ίδρυμα. Η Μόρισον με μοναδικό τρόπο αφηγείται την κοινή ζωή των δύο κοριτσιών που αν και η καταγωγή τους διαφέρει ωστόσο διάγουν βίους παράλληλους και το βιος τους συναντάται και μετά το ίδρυμα, χρόνια αργότερα όταν η μία εκμυστηρεύεται στην άλλη την κοινωνική της θέση σε έναν κόσμο που υποτίθεται πως έχει προχωρήσει μα βρίσκεται ακόμα εκεί που τον άφησαν. Δεν υπάρχει η ίδια σύμπνοια όπως στο ίδρυμα, όπου ήταν αχώριστες φίλες, και αυτή η κοινή παρουσίαση των δύο αυτών κοριτσιών είναι ουσιαστικά μια μικρογραφία των όσων συμβαίνουν έξω, με αυτό το βάσανο του μίσους που θρέφεται καθημερινά.

Η έκδοση είναι εμπλουτισμένη με ένα εξαιρετικό επίμετρο της μεταφράστριας Κατερίνας Σχινά, η οποία και έχει επιμεληθεί και άλλα βιβλία της Μόρισον και πάλι από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, καθώς και διαβάζουμε και την επίσης διαφωτιστική και εκτενή εισαγωγή της συγγραφέως Ζέιντι Σμιθ, η οποία και γράφει για το έργο της Μόρισον τα εξής χαρακτηριστικά: «Αυτό το μείγμα ποιητικής φόρμας και επιστημονικής μεθόδου το οποίο συναντά κανείς στη Μόρισον είναι μοναδικό, κατά τη γνώμη μου. Σίγουρα, καθιστά κάθε ενδελεχή ανάγνωση του έργου της εκπληκτικά γόνιμη και ανταποδοτική, γιατί μπορείς να είσαι απόλυτα βέβαιος – σελίδα τη σελίδα, αράδα την αράδα – ότι, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η αρχική πρόθεση, ο λόγος για τον οποίο γράφτηκε το βιβλίο της, τίποτα δεν έχει αφεθεί στην τύχη».

Η Μόρισον έχει αυτή τη μοναδικότητα να διεισδύει στα άδυτα των ανθρώπων τους οποίους περιγράφει για να αναδείξει τις κοινωνικές ανισότητες και την φυλετική διάκριση που κρατά πια πολλές δεκαετίες και ο βουβός αυτός πόλεμος δεν λέει να ησυχάσει. Όταν το παρελθόν έρχεται να χτυπήσει σαν κεραυνός το παρόν τότε ο άνθρωπος μοιάζει στο έλεος των δυνάμεων που τον εγκλωβίζουν και οφείλει να αναζητήσει επίμονα και αποφασιστικά την σωστή και όσο πιο ανώδυνη γίνεται έξοδο κινδύνου. Τα δύο κορίτσια ανήκουν στην ίδια χώρα στην οποία ζουν αλλά μέσα από την αφήγηση κατανοούμε πως πολλές φορές μοιάζει να βρίσκονται σε εχθρικά μέτωπα, και σε αυτά τα μέτωπα οι λέξεις είναι ακόμα πιο ισχυρές από τα ίδια τα όπλα, οι λέξεις πληγώνουν θανάσιμα και αυτό συμβαίνει όταν τα δύο κορίτσια συναντιούνται χρόνια αργότερα και ανταλλάσουν λίγες κουβέντες.

Τι συνέβη άραγε με την Μάγκι και ποιος ο ρόλος των κοριτσιών σε εκείνο το γεγονός, ποια ευθύνεται και ποια συμμετείχε στην αήθη αυτή πράξη σε μια γυναίκα έγχρωμη που υπηρετούσε το ίδρυμα; Τι συναισθήματα ξυπνάνε μετά από τόσα χρόνια όταν ξανασμίγουν και πόσα αναπάντητα ερωτήματα έχουν μείνει από εκείνη την εποχή και ποιες πληγές δεν έχουν κλείσει; Τι έχουν τελικά να μοιραστούν και τι έχουν να χωρίσουν τα δύο κορίτσια, οι δύο γυναίκες που πια δεν αισθάνονται όπως παλιά και τώρα δείχνει να φαίνεται το αληθινό τους πρόσωπο. Είναι συγκεχυμένες οι πληροφορίες και χανόμαστε στους διαλόγους ωστόσο η πραγματικότητα είναι μία και εμμέσως πλην σαφώς η Μόρισον πετυχαίνει τον στόχο της να μας προσφέρει την αμήχανη ατμόσφαιρα μεταξύ τους. Και προκύπτει και ένα ακόμα ερώτημα που πλανάται: Μήπως τελικά το γεγονός πως τα δύο κορίτσια έγιναν φίλες συνέβη λόγω της απέχθειας των άλλων παιδιών προς το πρόσωπό τους;

Η λογοτεχνία, μέσω γνωστών ή λιγότερο γνωστών εκπροσώπων της, ανέκαθεν υπήρξε ένας μοχλός και ένας ουσιώδης τρόπος ανάδειξης των κοινωνικών ζητημάτων και οι συγγραφείς μέσα από τα γραπτά τους και την αφήγησή τους καθρεφτίζουν με γλαφυρό και έμμεσο τρόπο όλα αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία, ανταποκριτές της οι ίδιοι μας καλούν σε συστράτευση και σε συλλογισμό. Εμείς, ως αναγνώστες αλλά και ως ενεργοί πολίτες, δεν έχουμε παρά να μελετήσουμε το έργο τους, να αφουγκραστούμε τον παλμό των ανησυχιών τους και να γίνουμε κοινωνοί των πιο μύχιων σκέψεών τους αναλογιζόμενοι έτσι και τον ρόλο μας σε αυτό το κλίμα αναταραχής. Αναμφίβολα, η ενεργή και δυναμική αντίδραση του καθενός μας απέναντι στο τέρας του ρατσισμού είναι κομβική και επιβεβλημένη, ειδικά στη σημερινή εποχή που το κλίμα αυτό βρίσκεται και πάλι στην κορύφωσή του.

Απόσπασμα από το βιβλίο

«Δεν πολυσυμπαθούσαμε η μία την άλλη στην αρχή, αλλά κανένα άλλο παιδί δεν ήθελε να παίξει μαζί μας, επειδή δεν ήμασταν πραγματικά ορφανά με ωραίους πεθαμένους γονείς ψηλά στον ουρανό. Όλα τα παιδιά μας απέφευγαν. Μας αγνοούσαν ακόμα και τα Πορτορικανάκια της Νέας Υόρκης και τα Ινδιανάκια από τα βουνά».

Διαβάστε επίσης:

Τόνι Μόρισον – Ρετσιτατίβο: Ένα βιβλίο για τη φυλετική ταυτότητα και τις σχέσεις που μας διαμορφώνουν