Περίφημη φυσιογνωμία και προσωπικότητα και ίσως και παρεξηγημένος, υπήρξε πρώτος εισηγητής του φανταστικού μυθιστορήματος και της λογοτεχνίας του τρόμου, πρωτοπόρος του είδους που σήμερα κατά βάση ονομάζουμε αστυνομικό μυθιστόρημα. Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809-1849) ήταν επίσης επιφανής ποιητής και όλοι γνωρίζουμε το ένα εκ των κορυφαίων του ποιημάτων “Το Κοράκι”. Έζησε δύσκολα χρόνια και ήταν ιδιαίτερα εσωστρεφής καθώς πάλευε με τα φαντάσματά του. Το Κοράκι, αποτελεί κορυφαίο δείγμα γραφής του και σημείο αναφοράς του έργου του. Κάτω από συνθήκες ψυχολογικής πίεσης που βίωνε ήδη από τα παιδικά του χρόνια αφού έχασε και τους δύο του γονείς σε ηλικία δύο ετών, ο Πόε αφοσιώθηκε στη γραφή από νωρίς αφού πρώτα όμως είχε καταταχθεί στον αμερικανικό στρατό για οικονομικούς προφανώς λόγους.

Ένθερμος εκπρόσωπος του κινήματος του ρομαντισμού, είδε πολλά έργα του να εκδίδονται ήδη από την ηλικία των είκοσι χρονών, ωστόσο δεν είχε την τύχη να απολαύσει τη μεγάλη αναγνώριση καθώς το ποτό ήταν εκείνο που τον ώθησε στην καταστροφή και πέθανε σε ηλικία μόλις σαράντα ετών ύστερα από ένα παραληρηματικό επεισόδιο. Φοβάται τη σιωπή, τον πνίγει το σκοτάδι, μισεί την απώλεια που νιώθει βαθιά μέσα του. Το βράδυ μοιάζει με τάφο που αγκαλιάζει τα σωθικά του και είναι αυτές οι σκοτεινές σκέψεις της μέρας που το βράδυ ζητάνε και διψάνε να τραφούν. Είναι δέσμιος των σκέψεών του, δεν το αρνείται και κλειδώνεται διπλά και τριπλά μέσα στο σπίτι για να διώξει μακριά επίδοξους κινδύνους. Δεν αφήνει ούτε χαραμάδα ανοιχτή, ανάβει παντού φώτα, ο παραμικρός θόρυβος τον αναστατώνει και τον εξουθενώνει, νιώθει την απειλή να έρχεται από παντού. Είναι απών αν και παρών στο σκηνικό αυτό της προσωπικής του απώλειας.

Περιγράφοντας το χρονικό ενός ταξιδιού στα βάθη της Άγριας Δύσης

Τα παραπάνω είναι κάποια λόγια που σκιαγραφούν το πρόσωπο αυτού του αινιγματικού συγγραφέα αλλά και του ευρηματικού συγγραφέα που κλεισμένος σε ένα σκοτεινό δωμάτιο γράφει και διαβάζει, συλλαμβάνει ιστορίες και παίρνει μελάνι και χαρτί και τις μετατρέπει με ευφυή και δαιμονιώδη τρόπο σε αφήγηση με μια μοναδικότητα αξεπέραστη που ακόμα και σήμερα επιδέχεται διάφορες ερμηνείες. Πρόκειται για την απόλυτη αποτύπωση του ευρηματικού και ευρυμαθούς Πόε, αυτού του στοχαστή της γλώσσας που δεν σταματά πουθενά και συνεχώς ανακαλύπτει και αυτοανανεώνεται. Πρόκειται ουσιαστικά για την ίδια του τη ζωή κατά κάποιο τρόπο, σαν να περιγράφει τον ίδιο του τον εαυτό να διασχίζει την άγρια φύση, να έρχεται αντιμέτωπος με δύστροπες καταστάσεις και δυσεπίλυτους γρίφους, να είναι ο ίδιος ο Ρόντμαν που τόσο εύστοχα και δεξιοτεχνικά αναλύει.

Πάνω από όλα η έκδοση αυτή είναι πραγματικά κάτι το πολύ εξαιρετικό – παρόλο που είναι υπερβολή το σχήμα λόγου ωστόσο δεν φτάνουν οι λέξεις για να περιγραφεί η αγάπη και το κέφι του εκδότη και των επιμελητών, του μεταφραστή – είναι μια έκδοση που αποτελεί κόσμημα για κάθε βιβλιοθήκη και μάλιστα το βιβλίο ενέχει ξυλογραφίες που συμπληρώνουν το παζλ της αριστουργηματικής έκδοσης. Όλα αυτά δεν είναι κολακείες μα η μόνη πραγματική αλήθεια πως το βιβλίο αυτό αξίζει στο μέγεθος και στο όνομα ενός Πόε και αν και εκείνος το έβλεπε θα ήταν περήφανος για το αποτέλεσμα. Ο Πόε λοιπόν μας εκπλήσσει θετικά όπως πάντα έπραττε, και παρά την συνεχόμενη κατανάλωση αλκοόλ και άλλων ουσιών που δυστυχώς μας τον στέρησαν, είναι ένας σκαπανέας της γραφής και της αφήγησης. Στο ημερολόγιο του Ιουλίου Ρόντμαν καταγράφει όλα τα στάδια μιας δύσκολης και σκληρής αποστολής στη μέση του πουθενά εκεί όπου άλλοι προηγούμενοι δεν τα κατάφεραν και πέθαναν.

Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα όπου σε κάποιο σημείο της αφήγησής του μας μιλάει για τους κάστορες τους οποίους αναφέρει ως αρχιτέκτονες. Ο λόγος του είναι ιδιαίτερα ποιητικός, είναι τόσο υπέροχα δοσμένος χάρη και στη μετάφραση του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου που έφερε με επιτυχία εις πέρας ένα τόσο απαιτητικό έργο. Γράφει λοιπόν: “Οι κάστορες επισκεύαζαν ένα τμήμα του φράγματος, και κάθε βήμα της διαδικασίας ήταν ευδιάκριτο. Ο ένας μετά τον άλλο οι “αρχιτέκτονες” πλησίαζαν στην άκρη του βάλτου κρατώντας καθένας στο στόμα του ένα μικρό κλαδί. Κατόπιν, έφταναν τρέχοντας στο φράγμα και το τοποθετούσαν πολύ προσεκτικά και οριζόντια στη θέση απ’ όπου είχε υποχωρήσει το προηγούμενο. Μόλις ένας κάστορας ολοκλήρωνε το έργο του, βουτούσε αμέσως στο νερό, βυθιζόταν και σε λίγα δευτερόλεπτα εμφανιζόταν πάλι στην επιφάνεια, γεμάτος λάσπη, την οποία προσπαθούσε να τινάξει από πάνω του, και στη συνέχεια δούλευε με τα πόδια και την ουρά του…”.

Δούλευε κάτω από δύσκολες συνθήκες, αγκαλιά και συντροφιά με φωνές που άκουγε από το παραλήρημα της μέθης και βρισκόταν υπό καθεστώς έκστασης δημιουργικής σαν ένας άλλος Μπετόβεν που δεν ακούει και όμως συνθέτει αριστουργήματα. Το παραπάνω απόσπασμα και όλο το βιβλίο είναι μια ελεγεία στην έμπνευση που σε βρίσκει μόνο όταν δουλεύεις όπως έλεγε αργότερα ο Πικάσο. Ο κόσμος του Πόε μέσω του Ιουλίου Ρόντμαν είναι ένας κόσμος αλλιώτικος από αυτόν που έχουμε συνηθίσει καθώς μέσα από την αφήγηση ξεπηδάνε λέξεις και συμβολισμοί, ένα περιβάλλον σκληρό αλλά και τόσο συναισθηματικά φορτισμένο, μια ατμόσφαιρα λυρική που μας ταξιδεύει στο σχεδόν μεταφυσικό, σε αυτό που ο ίδιος γνώριζε κατά βάθος και το εξωτερικεύει, το μετατρέπει σε αφήγηση λυτρώνοντας τον ίδιο του τον εαυτό και εξασφαλίζοντας με το σύνολο του έργου την υστεροφημία του σαν Αρχίλοχος και Σαπφώ μαζί.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

“Οι λειμώνες συνιστούν θέαμα απαράμιλλης ομορφιάς – ούτε καν οι Χίλιες και μια νύχτες δεν μπορούν να αποδώσουν το σπάνιο κάλλος του ιδιαίτερου τοπίου. Στους όρμους, άνθιζε ένα άγριο πλήθος λουλουδιών, που έμοιαζαν περισσότερο με δημιουργήματα της τέχνης παρά της φύσης -…”

“Μόλις ο ήλιος άρχισε να δύει, μεγάλη αναταραχή κατέλαβε τις τάξεις των παράδοξων ξυλοκόπων, οι οποίοι κινήθηκαν τρέχοντας προς την αντίθετη μεριά του κορμιού, που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε μείνει ανέπαφη από το μεθοδικό τους σφυροκόπημα”