Το έργο

Ο Ευγένιος Λαμπίς και ο Ζορζ Φεϋντώ, στα τέλη του 19ου αιώνα, έδωσαν νέα πνοή στη γαλλική κωμωδία, μετά τον Μολιέρο. Η «εκδημοκρατισμένη» πλέον γαλλική κωμωδία, παρά την παρενθετική παλινόρθωση της Γαλλικής μοναρχίας, ασχολήθηκε κυρίως με αστική θεματολογία, καθώς οι αστοί ήταν αυτοί που απολάμβαναν πλέον τον πλούτο, το κύρος, αλλά και την κοινωνική δύναμη. Προϊόν αυτής της περιόδου είναι, μεταξύ άλλων θεατρικών ειδών, το βωντβίλ, το οποίο θα καταστεί η πιο χαρακτηριστική κωμική φόρμα στην Γαλλία του 19ου αιώνα. «Ακίνδυνο» στη θεματολογία του, αποτέλεσε ένα ευχάριστο οικογενειακό θεατρικό θέαμα, χωρίς να σατιρίζει ή να επικρίνει θεσμούς, άτομα ή καταστάσεις. Το βωντβίλ αρχικά ήταν αμιγώς μουσικό, με τραγούδια, αλλά στην πορεία απέκτησε τη σημερινή μορφή του, δηλαδή την κειμενική, αλλά διανθισμένη με μουσικά κομμάτια, πολλά από τα οποία συνήθως είχαν και έντονο τοπικό χαρακτήρα. 

Μια ανάλογη κωμωδία είναι και «Οι δύο Χέστηδες» (πρωτότυπος τίτλος Les Deux Timides), γραμμένη το 1860. Ο κύριος Τιμποτντιέ είναι ένας πολύ δειλός άνθρωπος, ο οποίος, παρά την ηλικία και τη θέση του, δυσκολεύεται πολύ να αντιμετωπίσει τον κόσμο. Όταν λοιπόν έρχεται η ώρα να παντρέψει την κόρη του, Καικιλία, δίνει το χέρι της στον πρώτο που θα του το ζητήσει, μολονότι πρόκειται για έναν μεγαλύτερό της, αλλά και χήρο, τον κύριο Γκαραντού. Η Καικιλία όμως, αντίθετα από τον πατέρα της, έχει διαφορετικό τρόπο αντίδρασης και συμπεριφοράς. Όχι μόνον διαφωνεί με τον πατέρα της, αλλά του δηλώνει ότι αγαπάει κάποιον άλλον, τον κύριο Φρεμισέν. Ο κύριος Τιμποντιέ τρέμει στην ιδέα ότι θα πρέπει να αρνηθεί στον έναν γαμπρό, αλλά και να υποστεί το μαρτύριο του να γνωρίσει έναν άλλον υποψήφιο γαμπρό. Αγνοεί βέβαια ότι ο νέος υποψήφιος γαμπρός, ο κύριος Φρεμισέν, είναι εξίσου δειλός με αυτόν. Μια σειρά από συμπτώσεις, ακυρώσεις και προβλήματα θα οδηγήσουν στην αίσια λήξη του έργου, με την Καικιλία να παντρεύεται εν τέλει αυτόν που αγαπάει. 

Το φαινομενικά αδιάφορο έργο σχολιάζει τις διαμετρικά αντίθετα συμπεριφορές που συνυπάήρχαν στην νέο-ανερχόμενη αστική τάξη. Έτσι, ο κύριος Γκαραντού, με την επιθετική και θρασεία συμπεριφορά του εκπροσωπεί τη μία τάση, ενώ οι κύριοι Φρεμισέν και Τιμποντιέ, μολονότι περισσότερο μορφωμένοι, βρίσκονται στον αντίποδα, φοβούμενοι να εκπροσωπήσουν τα πιστεύω και τις απόψεις του στο ευρύ κοινωνικό σύνολο. 

Η παράσταση «Οι δύο Χέστηδες»

Ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά το γαλλικό θέατρο, έστησε μια παράσταση στην οποία έδωσε αδιαμφισβήτητα ζωντάνια και σπιρτάδα σε ένα φαινομενικά μουντό κείμενο. Ήδη από τον αρκετά ιντριγκαδόρικο τίτλο, μεταφράζοντας τη γαλλική λέξη «timide» με την ελληνική «χέστης» αντί για το ορθότερο «φοβιτσιάρης» ή «δειλός», ο σκηνοθέτης δήλωσε την παιγνιώδη και καυστική του διάθεση για το έργο. Ακόμα και οι οδηγίες πριν την έναρξη της παράστασης, προδιέθεταν το κοινό για μια γνήσια κωμωδία. Σε γενικές γραμμές, το αποτέλεσμα δικαιώνει το κοινό. Από τις καλύτερες όμως στιγμές της παράστασης ήταν αυτές οι οποίες έφεραν έντονη σκηνική γλύκα (μεταφορικά και κυριολεκτικά…), δημιουργώντας στον θεατή υπέροχα συναισθήματα αναπόλησης και τρυφερότητας. Ομολογουμένως η στιγμή ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές, αποτέλεσε μια ιδιαίτερη και σπάνια θεατρική στιγμή, με ενδιαφέρουσα σκηνική παρουσίαση. 

Παράλληλα, ο σκηνοθέτης πάτησε με σταθερά βήματα στην παράδοση του βωντβίλ, παντρεύοντας το κείμενο με μουσικά, τραγουδιστικά μέρη. Ωστόσο, η επιλογή μιας γκόθικ, μετα-βικτωριανής οπτικής και αισθητικής, τόσο στην γενικότερη ὃψι της παράστασης, όσο και στη μουσική επένδυση της, ξένισε και υπήρξε παράταιρη στο συγκεκριμένο κείμενο. Μολονότι το κείμενο ανήκει στη βικτωριανή εποχή χρονολογικά, ιδεολογικά απέχει παρασάγγας από αυτήν. Έτσι, η γκόθικ μετα-μοντέρνα αισθητική της σκηνοθεσίας δεν δικαιολογείται ούτε καλλιτεχνικά, ούτε δραματουργικά. 

Οι Ηθοποιοί

Οι δύο πρωταγωνιστές της παράστασης, Θέμης Πάνου και Γιώργος Γλάστρας, είναι απολαυστικοί και υπέροχοι! Άμεσοι, γνήσια κωμικοί, χωρίς υπερβολές και θεατρινισμούς, σηκώνουν μεγάλο μέρος της παράστασης στις πλάτες τους. Τόσο ο καθένας χωριστά, όσο και οι δύο ως δραματουργικό δίδυμο απογειώνουν την παράσταση, ξεδιπλώνοντας παράλληλα τις υποκριτικές τους ικανότητες. Αρκετά καλή η Καικιλία της Κλέλιας Ανδριολάτου, η οποία δείχνει ότι διαθέτει γνήσια κωμικά αντανακλαστικά, τα οποία θα μπορούσε να αναπτύξει στο μέλλον, αφού εγκαταλείψει πρωτύτερα υποκριτικούς ακκισμούς που την συνοδεύουν. Καλοί επίσης η Σμαράγδα Κοκκίνου και ο Αλέξανδρος Χρυνασθόπουλος

Οι συντελεστές

Σημερινή και σύγχρονη η μετάφραση (Βασίλης Παπαβασιλείου) βοήθησε σημαντικά το κείμενο να επικοινωνήσει με το κοινό του 21ου αιώνα. Εξαιρετικά και πολύ λειτουργικά, αν και απλά, τα σκηνικά και τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη. Υπονόησαν την εποχή, εξυπηρέτησαν παράλληλα τη δράση ενώ προσέδωσαν μια πινελιά πάθους μέσα από τα κόκκινα λουλούδια τα οποία κατέκλυζαν τη σκηνή. Ξεχωριστή μνεία θα πρέπει να γίνει επίσης στις ευφάνταστες και πολύ βοηθητικές περούκες των ηθοποιών, οι οποίες συνέβαλαν σημαντικά στην κωμωδία. Καλή επίσης η κίνηση των ηθοποιών (Φωκάς Ευαγγελινός), όπως επίσης οι φωτισμοί (Στέλλα Κάλτσου). 

Εν κατακλείδι

Μια καλή παράσταση, στην οποία το κοινό μπορεί να περάσει ευχάριστα, μολονότι δεν ξεκολλάει ποτέ από τη γη. Διαθέτει τα εχέγγυα μιας εξαιρετικής παράστασης, αλλά οι παραφωνίες της αισθητικής της και κυρίως της μουσικής της επένδυσης την συγκρατούν στη γη.

Διαβάστε επίσης:

Οι Δύο Χέστηδες, του Ευγένιου Λαμπίς σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου στο Θέατρο Τέχνης