Η ιστορία της Ευρώπης ειδικά τον 20ο αιώνα υπήρξε ανέκαθεν γεμάτη από επεισόδια και γεγονότα από τα οποία επηρεάστηκαν ολόκληρες γενιές. Ο αντισημιτισμός και η προσφυγιά ανά τον ταραγμένο αυτό αιώνα οδήγησε πληθυσμούς ολόκληρους στην αλλαγή κατοικίας και στην μετανάστευση. Η συγγραφέας εστιάζει σε αυτές τις πολύ ιδιαίτερες συνθήκες και μας παρουσιάζει τη ζωή και την πορεία μιας οικογένειας που βίωσε σε όλο του το μεγαλείο αυτό το δράμα της αναγκαστικής μετακίνησης κυρίως λόγω των ιστορικών και πολιτικών συμβάντων, λόγω εξωγενών παραγόντων που διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο. Η οικογένεια που η Ζάλτσμαν μας παρουσιάζει είναι ένα μόνο παράδειγμα του ορυμαγδού αλλαγών που συνέβησαν στην Γηραιά ήπειρο και επηρέασαν πολύ κόσμο, τόσο κατά τη διάρκεια της σταλινικής περιόδου αλλά και αργότερα καθώς τα μετασοβιετικά χρόνια υπήρξαν ιδιαίτερα εύθραυστα.

Δύο παιδιά “όμηροι” σε έναν κόσμο που αλλάζει

Ο κόσμος αλλάζει και μαζί και οι άνθρωποι που βλέπουν τις ζωές τους να αλλάζουν και να αναζητούν τις ρίζες και τους λόγους των όσων βιώνουν. Πρόκειται για μια αναμφίβολα καθαρή και ειλικρινή καταγραφή γεγονότων που βίωσαν οι πληθυσμοί στην Σοβιετική Ένωση, εκεί όπου ο σιωπηλός αντισημιτισμός είχε από νωρίς δείξει τα δόντια του. Μην ξεχνάμε το παράδειγμα του Μάντελσταμ και του Ισαάκ Μπάμπελ, ανθρώπων που βίωσαν σε κάθε μορφή την βάναυση συμπεριφορά του καθεστώτος και αναγκάστηκαν να συμμορφωθούν με τις οδηγίες του συστήματος. Η Ζάλτσμαν μέσω της ιστορίας αυτής αφηγείται την ιστορία χιλιάδων οικογενειών που έπεσαν θύματα αυτής της απαράδεκτης συμπεριφοράς και αναγκάστηκαν να μετοικήσουν.

Ο συναισθηματικός κόσμος των παιδιών, της Αλίσσα και του Άντον αλλά και του Σούρα αλλάζει και μεταβάλλεται άρδην αφού προσπαθούν να κατανοήσουν την πραγματικότητα σε μία σκληρή εποχή όπου οι συναισθηματισμοί περισσεύουν γιατί κυβερνά ο φόβος και η αβεβαιότητα για το αύριο. Η μητέρα τους, η Βάλια προσπαθούσε να εξηγήσει τα ανεξήγητα και να λειάνει τις αιχμηρές γωνίες μια ζωής που προμηνυόταν άχαρη και πάνω από όλα σκληρή. “Η Βάλια είχε ελάχιστη εμπιστοσύνη στο ότι τα παιδιά της ήταν αρκετά ευέλικτα ώστε να νικήσουν τη Σοβιετική Ένωση με όλους τους άδικους φυσικούς νόμους της, ήταν πολύ ήσυχα για κάτι τέτοιο, πολύ εσωστρεφή, ήταν αγκιστρωμένα το ένα στο άλλο, γυρόφερναν το ένα το άλλο, σαν να μην υπήρχε κόσμος έξω”. Η μητέρα τους βίωνε αυτή την παιδικότητά τους που βιαζόταν από τον εξωτερικό κόσμο και είχε κάθε λόγο να ανησυχεί και να αγωνιά για αυτά και για το μέλλον τους.

Η Ζάλτσμαν αφηγείται με έντονα συγκινησιακό τρόπο όλη την πορεία της οικογένειας που οραματίζεται ένα διαφορετικό μέλλον καθώς η Βάλια επιθυμεί να τους εξασφαλίσει μια καλύτερη και πιο ευτυχισμένη ζωή μακριά από πολέμους και επώδυνα συναισθήματα. Αυτός είναι και ο λόγος που στα μετασοβιετικά χρόνια λαμβάνει την απόφαση για μετανάστευση προς την Ευρώπη και συγκεκριμένα την Γερμανία. Αυτή όμως η απόφαση είναι ένα δύσκολο στοίχημα και μια επίπονη εμπειρία γιατί η Βάλια οφείλει να αναλάβει όλο το βάρος της μετεγκατάστασης. Είναι το τίμημα της φυγής για ένα καλύτερο αύριο σε έναν κόσμο πολλές φορές αδυσώπητο. Η συγγραφέας αποτυπώνει στο μυθιστόρημα όλο το χρονικό και όλο το ιστορικό των εμπειριών με τα παιδιά της σε μια προσπάθεια να δώσει στον αναγνώστη να κατανοήσει την εποχή.

Δεν θα διστάσει να ξετυλίξει το κουβάρι του δύσκολου ταξιδιού, της ανασφάλειας, της αγωνίας αλλά και του φόβου, σαν ένα σύννεφο να έχει καθίσει πάνω και κανείς να μην γνωρίσει αν προμηνύεται συννεφιά ή έντονη καταιγίδα. Για αυτό και η Βάλια θα ξεσπάσει, θα νιώσει η ίδια πως αποτελεί όλο αυτό ένα βάρος που ενδεχομένως να δυσκολεύεται να σηκώσει στις πλάτες της. “Η Βάλια δεν ήθελε να βάλει τα κλάματα, δεν ήθελε να κάνει τίποτα, οι σκέψεις της ακολουθούσαν ένα σπιράλ προς τα μέσα, στα σπλάχνα της. Οι ώμοι της έπεφταν προς τα κάτω, είχε ξαφνικά την αίσθηση ότι είναι από μπετόν, από μπετόν που μαλακώνει, χύνεται και γίνεται πάλι στέρεο, ίσως να είναι καούρα, σκέφτηκε και προσπάθησε να αντέξει το βλέμμα της κόρης της, η οποία καθόταν πάλι στην άκρη τους τραπεζιού της κουζίνας, που της φαινόταν απίστευτα μακρύ”.

Οι αναμνήσεις και οι μνήμες ξυπνούν έντονα χρόνια μετά όταν έχουν περάσει οι καιροί και ξανάρχονται οι εμπειρίες μιας ζωής σαν ταινία που ξαναπαίζεται ίσως για να επουλωθούν οι πληγές και να κλείσουν τα ανοιχτά τραύματα. Η συγγραφέας περιγράφει με μοναδικό τρόπο όλο αυτόν τον κυκεώνα γεγονότων και αναδεικνύονται στιγμές και πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στο διάβα του χρόνου. Και πολλές φορές από τον λόγο της Ζάλτσμαν διαχέεται και αναδύεται μία έντονη ποιητικότητα που προσδίδει στο μυθιστόρημα και μια άλλη αύρα. Σε αυτό έχει συμβάλλει σαφώς και η εξαιρετική μετάφραση της Γιώτας Λαγουδάκου. “Τα αποδημητικά πουλιά έχουν μια πυξίδα στο ράμφος που προσανατολίζεται σύμφωνα με το μαγνητικό πεδίο της Γης, αναγνωρίζουν πράγματα με κλειστά μάτια, αναγνωρίζουν τα πάντα, όσο δεν τους σπας το ράμφος. Τα εμπιστευόμουν λοιπόν, τα άφησα να πετάξουν και τα ακολούθησα και σκέφτηκα ότι πρέπει να είναι σωστό, πιο σωστό απ’ οτιδήποτε θα μπορούσα να επινοήσω, αν καθόμουν κι έψαχνα να βρω λόγια”.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

“Διαισθανόμουν ανέκαθεν ότι όσα μου συμβαίνουν γίνονται για το καλό μου”

“Το να μιλήσω για τον εαυτό μου ήταν τόσο παράξενο όσο και το να ρωτήσω τον Δανιήλ και την Έμμα γιατί είχε αποτύχει ο σοσιαλισμός, υπάρχουν πράγματα για τα οποία δεν μιλάει κανείς”

Διαβάστε επίσης:

Εκτός εαυτού: Το βιβλίο της Σάσα Μαριάννα Ζάλτσμαν από τις εκδόσεις Πατάκη