Η Εθνική Πινακοθήκη παρουσιάζει έκθεση με έργα του Γιάννη Μόραλη με τίτλο «Τιμή στον Γιάννη Μόραλη» η οποία θα εγκαινιαστεί την …

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011 στις 20.00 το βράδυ.

Σε συνέντευξη Τύπου που παραχωρήθηκε σήμερα Τρίτη 9 Μαΐου, η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα είπε μεταξύ άλλων πως ο Μόραλης ήταν ο νεότερος καθηγητής που εκλέχθηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τα έργα που παρουσιάζονται είναι από τη δωρεά του ίδιου μετά από τη μεγάλη αναδρομική έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης το 1988 μαζί με 14 έργα από ιδιωτικές συλλογές. Σε αυτά τα σημαίνοντα έργα είναι συμπυκνωμένη η πορεία του.

Να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο πως το Regency Casino Mont Parnes δανείζει από τη συλλογή του το έργο «Σύνθεση» του Γιάννη Μόραλη στην έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης.

Για την έκθεση

Η Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου οργάνωσε το 1988 την πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση του Γιάννη Μόραλη. Μια έκθεση που φώτισε την δημιουργική του πορεία και ανέδειξε την υψηλή ποιότητα και την συνέπεια του έργου του. Τον ίδιο χρόνο ο Γιάννης Μόραλης πραγματοποίησε μια γενναία δωρεά από 113 έργα προς την Εθνική Πινακοθήκη.

Ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, το Μουσείο μας θεώρησε υποχρέωσή του να τιμήσει  τον μεγάλο καλλιτέχνη με μια σημαίνουσα παρουσίαση του συνόλου της δωρεάς του. Ο Γιάννης Μόραλης είναι μια εμβληματική μορφή δημιουργού, που προσδιόρισε με το έργο του και με τον διδακτικό του ρόλο στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, την ταυτότητα της νεότερης ελληνικής τέχνης.

Η έκθεση που αφιερώνεται στον καλλιτέχνη έχει ως κεντρικό άξονα τη μεγάλη δωρεά του προς το μουσείο και περιλαμβάνει ζωγραφικά έργα, σχέδια και χαρακτικά. Έξι δημιουργικές δεκαετίες, από το 1930 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980, αποτυπώνονται στα έργα των συλλογών της Εθνικής Πινακοθήκης

Στόχος της έκθεσης είναι να επαναφηγηθεί την καλλιτεχνική διαδρομή του Γιάννη Μόραλη, όπως ο ίδιος θέλησε να την ορίσει μέσα από τα έργα της δωρεάς του προς την Εθνική Πινακοθήκη, «θησαυροφυλάκιο της νεότερης ελληνικής τέχνης». 

Συνειδητά παραστατικός, λάτρης του μέτρου, ο Γιάννης Μόραλης αφομοίωσε με τον δικό του τρόπο το μάθημα του μοντερνισμού, συνδυάζοντάς το με μια σύγχρονη ανάγνωση της παράδοσης και ιδιαίτερα της αρχαίας τέχνης.

Επίγονος της Γενιάς του Τριάντα, ο Γιάννης Μόραλης διεκδικεί τον τίτλο ενός κλασικού του 20ού αιώνα. Οργανωμένο σε ενότητες με βάση τις ιστορικές εκθέσεις του καλλιτέχνη, το έργο του Γιάννη Μόραλη πλαισιώνεται από το ομόχρονο υλικό υποδοχής του, άρθρα στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, τα οποία σκιαγραφούν τον ιστορικό ορίζοντα προσδοκίας κοινού και κριτικής, σε σχέση διαλόγου με τα έργα τη στιγμή της εμφάνισής τους. 

Η κα. Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα γράφει για την έκθεση

Γιάννης Μόραλης: Ένας κλασικός του 20ού αιώνα

«Αγαπώ τον κανόνα που διορθώνει τη συγκίνηση». Ο Γιάννης Μόραλης θα προσυπέγραφε το αξίωμα του Μπρακ, ενός ζωγράφου που θαύμαζε, ενός κλασικού της μοντέρνας τέχνης. Ο Μόραλης είναι κλασικός. Όχι κλασικιστής. Ποια η διαφορά; Μικρή και ιλιγγιώδης. Ο πρώτος συναντά οργανικά τους νόμους της κλασικής μορφής, από εσωτερική αναγκαιότητα. Από μια άποψη τους εφευρίσκει˙ ύστερα τους επαληθεύει πάνω στα μεγάλα πρότυπα. Ο δεύτερος τους αποστηθίζει και τους μιμείται.

Ο Γιάννης Μόραλης διαμορφώνεται και ωριμάζει μέσα στη δεκαετία του ’30. Μαθητής στη Σχολή Καλών Τεχνών από δεκαπέντε χρονών (1931), κατακτά μια στέρεη καλλιτεχνική παιδεία. Δύο από τους δασκάλους του, οι πιο μοντέρνοι, ο Παρθένης και ο Κεφαλληνός, καλλιεργούν, ο καθένας με τον τρόπο του, ένα κλασικό ιδανικό.

Ο πρεσβύτερος είναι λιγομίλητος, μακρινός, μυστηριώδης. Ο νεώτερος, κοσμοπολίτης, διανοούμενος, προοδευτικός, φλέγεται να μεταδώσει στους μαθητές του γνώσεις και πληροφορίες˙ να τους βαφτίσει στον αέρα του Παρισιού. Στον Κεφαλληνό χρωστάει ο Μόραλης δυο απ’ τις πρώιμες «αγάπες» του: τον Αντρέ Ντεραίν, του Μεσοπολέμου, τον μετακυβιστικό, τον κλασικό, και τον Έλληνα ομόλογό του, τον Δημήτρη Γαλάνη.

Δεσπόζουσες φυσιογνωμίες της εποχής είναι ο Κόντογλου, ο Πικιώνης, ο Παπαλουκάς, ο Γκίκας και οι νεαροί ανατέλλοντες αστέρες, μαθητές και ακόλουθοι: ο Τσαρούχης, ο Διαμαντόπουλος, ο Εγγονόπουλος, ο Βασιλείου κ.α. Το Τρίτο Μάτι, όργανο της πρωτοπορίας, διαβάζεται άπληστα. Γηγενή και ξένα θεωρητικά κείμενα συγκλίνουν προς την «ουτοπία» ενός ελληνικού ιδεώδους, που αναζητά αισθητικά και μορφικά ερείσματα τόσο στην παράδοση όσο και στην πρωτοπορία.

Το καλλιτεχνικό μικροκλίμα της Ελλάδας του μεσοπολέμου ερμηνεύτηκε συχνά ως εθνική ιδιοτυπία. Πολυάριθμες έρευνες και εκθέσεις έχουν, ωστόσο, αποδείξει το εύρος του φαινομένου. Το διπλό και αμφίσημο σύνθημα «επιστροφή στην τάξη», «επιστροφή στην παράδοση» αντήχησε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη την επαύριο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, εκφράζοντας τη σπουδή για αναστήλωση των ερειπίων και, κυρίως, των αξιών.

Στην Ελλάδα, η επιστροφή στην παράδοση, την επομένη της Μικρασιατικής συμφοράς, είχε άλλο χαρακτήρα. Το διαμελισμένο σώμα του ελληνισμού αναζητούσε την ενότητά του μέσα στην τέχνη. Άλλωστε, οι εγγύτερες παραδόσεις – η βυζαντινή και η λαϊκή – όχι μόνο θύμιζαν τις χαμένες πατρίδες, αλλά επαλήθευαν τις ίδιες τις αρχές της μοντέρνας τέχνης δίνοντάς τους πιστοποιητικό ιθαγένειας. Ο Μεταξάς θα βρει την ελληνότροπη πρωτοπορία έτοιμη, διαμορφωμένη, και θα την ενθαρρύνει, αναγνωρίζοντάς της «υγιή» εθνικό προσανατολισμό. Εκεί όμως εξαντλείται η σχέση «ελληνικότητας» και δικτατορίας.

Οι Έλληνες ζωγράφοι της γενιάς του ’30 δεν συνιστούν λοιπόν ιστορική παρέκκλιση. Μιλούν ένα ιδίωμα που ανήκει στη γλώσσα του καιρού τους. Ποιο ιδίωμα; Μα φυσικά ελληνικά!  Ο Μόραλης, με τη λακωνική του ευθυβολία, συνόψισε το θέμα σε μια πρόταση: «η ελληνικότητα; Νομίζω πως το πρόβλημα αφορά τους φιλέλληνες, όχι τους Έλληνες». «Ο καλλιτέχνης εκφράζεται με τις πληγές της εποχής του», δήλωνε ο ζωγράφος τις παραμονές των εγκαινίων της αναδρομικής του έκθεσης στην Εθνική Πινακοθήκη την Άνοιξη του 1988. Ο Γιάννης Μόραλης δημιούργησε μέσα από τις «πληγές της εποχής του» ένα έργο σύγχρονο και κλασικό. Με τα συντρίμμια ξανάχτισε το ναό˙ και αποκατέστησε τη λατρεία του Ανθρώπου.

Ο Μόραλης φτάνει στο Παρίσι – μέσω Ρώμης – το 1937, ένα χρόνο-σταθμό. Ο νεαρός ζωγράφος προλαβαίνει να δει τη Διεθνή Έκθεση. Στο μοντέρνο περίπτερο της Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ισπανίας, η Γκερνίκα, νωπή ακόμη, τον κεραυνοβολεί, αλλά δεν τον επηρεάζει. «Δεινόν πέλωρον», το έργο – κραυγή του Πικάσο καταγγέλλει τη βαρβαρότητα του αιώνα. Μια άλλη έκθεση αποκαλύπτει στους Γάλλους και στον έκθαμβο Μόραλη, τον πιο «μοντέρνο» ζωγράφο που μας κληροδότησαν οι αιώνες: τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. «Στους δασκάλους μου πρόσθεσα τον Γκρέκο, τον Πικάσο, τον Μπράκ, τον Ματίς», ομολογεί ο καλλιτέχνης. Τι ανιχνεύεται απ’ όλα αυτά στο ώριμο έργο του; Ό,τι απομένει από την πρώτη ύλη στο οινόπνευμα, μετά τη διπλή απόσταξη: το άρωμα.

Όπως κάθε γνήσιος κλασικός, ο Μόραλης καλλιεργεί μια τέχνη ανθρωποκεντρική. Οι προσωπογραφίες της Κατοχής και του Εμφυλίου, καταφύγιο του χειμαζόμενου ανθρωπισμού, είναι από τα πιο αξιότιμα έργα του αιώνα μας. Πόζες ήρεμες, συγκεντρωμένες, μνημειακές. Φιλαλήθεια, απλότητα, οικειότητα και απόσταση μαζί επαληθεύουν το κλασικό αίσθημα του ζωγράφου. Μετωπικές ή ελαφρά γυρισμένες στα 3/4, για να μη σκάβουν το χώρο, οι μορφές του μας κοιτάζουν μ’ ένα βλέμμα υπνωτιστικά εναργές και μαζί απόμακρο. Το βάθος είναι ουδέτερο ή περιορισμένο από αυλαίες και επίπεδα. «Τη ζωγραφική την αντιλαμβάνομαι σαν ανάγλυφο», εξηγεί ο ζωγράφος. Τα νεκρικά πορτραίτα του Φαγιούμ και η ζωγραφική της Πομπηίας είναι τα ομολογημένα μακρινά πρότυπα της τέχνης του αυτή την εποχή.

Η γκάμα του είναι προσωπική, περιορισμένη: χρωματιστά γκρίζα, παλμώδη, ιριδίζοντα˙ πάνω τους τραγουδούν τα δυνατά, ακηλίδωτα κόκκινα, και τα μαύρα, τα υπέροχα μαύρα του Μόραλη, το πιο χρώμα από τα χρώματά του. Ο καλλιτέχνης χτίζει τη φόρμα με μεγάλα επίπεδα, με απλές και απόλυτα ελεγχόμενες χειρονομίες. Οι μορφές λούζονται στο φως˙ σ’ ένα αθόρυβο, χνουδωτό φως, που απορροφά τις ανακλάσεις. Οι ηχηρές λάμψεις είναι σπάνιες, και γι’ αυτό πολύτιμες.

Πλάι στις προσωπογραφίες, που συνοδεύουν πάντα, το κύριο έργο του Μόραλη, μερικές νεκρές φύσεις – όπως το μετακυβιστικό Τραπέζι του 1947 – και κάποια τοπία δεν μεταφράζουν άμεσα την παρατήρηση. Θα τα έλεγα αναδύσεις μέσα από τη μνήμη. Η διάφωτη «επιδερμίδα» του χρώματος, κληρονομιά του Παρθένη, εντείνει την πνευματικότητά τους.

Γύρω στο ’50 η θεματική του Μόραλη λαγαρίζει, αποκρυσταλλώνεται. Αν ο Τσαρούχης έπλεξε τον ύμνο του μελλέφηβου και του νέου, ο Μόραλης θα τραγουδήσει το ερωτικό μέστωμα του κοριτσιού. Στην αρχή θα «ψηλαφίσει» το άγουρο σώμα «υφαίνοντας» με κρουστές πινελιές τη σάρκα. Ύστερα θα πετύχει το αδύνατο: να χωνέψει τον όγκο μέσα στο περίγραμμα, να μεταφράσει τη γλαφυρή σωματικότητα σε μια πάμφωτη φόρμα, χωρίς σκιά, χωρίς τονικό πλάσιμο.

Κόρες που κάθονται αντικριστά ή που αναπαύονται, σχεδιάζοντας «αρχαίες» στάσεις πλάι σε παραστάδες, μπροστά σε πόρτες. Τα σώματά τους, τα μέλη τους αρθρώνουν μιαν αρχιτεκτονική γνώριμη. Ο ζωγράφος την είχε μελετήσει στις ναόμορφες στήλες του Κεραμεικού ή του Εθνικού Μουσείου, όπου πετιόταν ακόμη και στο διάλειμμα από τη Σχολή, μαζί με τον φίλο του τον Νικολάου, έναν άλλο «κλασικό». Τα σώματα προβάλλονται και κάποτε αναδύονται από το σκοτεινό φόντο, όπως στην ερυθρόμορφη αγγειογραφία ή στην ζωγραφική της Πομπηΐας.

Ο Μόραλης ζυγίζει τις φωτεινές και τις σκοτεινές ζώνες. Οργανώνει τη σύνθεση γεωμετρικά, ρυθμικά, χωρίς βάθος. Ο κλασικός κανόνας, «συμφωνία των μερών προς άλληλα και προς το όλον», επαληθεύεται αδιάκοπα. Η γκάμα περιορίζεται στα γαιώδη, στις ώχρες, στις σιένες, στα μπλε, στα μαύρα, σε κάποια ασβεστώδη λευκά. «Είναι τα χρώματα του Πολύγνωτου», σχολίαζε ο ζωγράφος. Η τρίλια του κόκκινου, του κίτρινου είναι σπάνια, γι’ αυτό δραστική.

Τα «Επιτύμβια» και τα «Επιθαλάμια», ο θάνατος και ο έρωτας, η εξίσωση της ζωής, κορυφώνουν αυτή την αναζήτηση στη δεκαετία του ’60. Σιγά-σιγά ο όγκος υποχωρεί, δίνοντας το πρωτείο στο περίγραμμα που τεντώνεται δυναμικά «όκωσπερ τόξου και λύρας», για να υποβάλει τη λανθάνουσα τρίτη διάσταση. Η χρωματική κλίμακα περιορίζεται στα «εραλδικά» κόκκινα, (rouge anglais ή κεραμιδί) στο μπλε του βραδινού ουρανού, στην ώχρα, στο λευκό, το μαύρο και το γκρίζο.

Κάθε υπαινιγμός φωτοσκίασης που υποβάλλει τον όγκο εξοβελίζεται, το χρώμα είναι απόλυτα επίπεδο, πλακάτο. Το παράδοξο με τον Μόραλη είναι ότι όσο γινόταν πιο μοντέρνος, τόσο γινόταν πιο κλασικός, «πιο αρχαίος» και ακόμη, όσο γινόταν πιο αφηρημένος, τόσο γινόταν πιο αισθησιακός. Οι αντίπαλες καμπύλες των νεανικών σωμάτων συμπυκνώνουν πάντα στα ώριμα έργα του το ιδεόγραμμα του έρωτα. Με αυτό το παντοδύναμο ξόρκι ο ζωγράφος αντιμετώπισε νικηφόρα το γήρας και τον θάνατο.

H έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης είναι αφιερωμένη στον αείμνηστο Δάσκαλο, στον ευπατρίδη που έφυγε από την ζωή σεμνά και αθόρυβα όπως έζησε τις παραμονές των Χριστουγέννων του 2009. Το έργο του, αυστηρό, γοητευτικό και βαθιά ελληνικό, βρίσκεται σε απόλυτη ομολογία με το ήθος του ανθρώπου και το ύφος της ζωής του.

Αυτό το πλούσιο έργο και η γενναία δωρεά του στην Εθνική Πινακοθήκη είναι η ανεκτίμητη κληρονομιά που μας άφησε. Για όσους όμως ευτυχήσαμε να τον γνωρίσουμε από κοντά, ο Γιάννης Μόραλης, ο «αριστοκράτης» και ταπεινός, ο γεμάτος μειλίχια αλληλεγγύη προς τους ομοτέχνους και τους μαθητές του, με το χαρίεν και το λεπτό χιούμορ του, θα μας λείπει παντοτινά. Η προσωπικότητά του, το ήθος, το έργο, η ανεκτίμητη διδακτική προσφορά του στη Σχολή Καλών Τεχνών, η παιδαγωγική του βλέμματος που άσκησε σε όλους τους Έλληνες άφησαν την ανεξίτηλη σφραγίδα τους όχι μόνο στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής τέχνης αλλά και στην ίδια τη ζωή μας.

Οι δημιουργοί, οι μεγάλοι δημιουργοί, έχουν ένα μοναδικό προνόμιο: όταν μιλάμε γι’ αυτούς χρησιμοποιούμε αυθόρμητα τον ενεστώτα χρόνο, σα να ήταν ακόμη και για πάντα ζωντανοί. Ο ενεστώτας είναι η επιβεβαίωση της διάρκειας, που ήταν πάντοτε ο ιδανικός στόχος των καλών έργων.

Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα
Ομότιμη Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης
Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης –
Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου 

Έργα-λεζάντες: Μέσα: 1. Μία από τις δέκα ζωγραφικές συνθέσεις-σχόλια για τη συλλογή Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη (εκδόσεις Ίκαρος, 1965) Μέσα 2. 6794 Ερωτικό, 1982 (ενυπόγραφο) Ακρυλικό σε μουσαμά, 200 x 230,4 εκ. Αγορά ΕΠΜΑΣ από τον καλλιτέχνη (1983) Μέσα 3. Έγκυος γυναίκα, 1948 (ενυπόγραφο) Λάδι σε μουσαμά, 102 x 65 εκ.Δωρεά του καλλιτέχνη. Εκτίθεται στη μόνιμη έκθεση της ΕΠΜΑΣ από το 2000 Μέσα 4. Επιτύμβια σύνθεση Γ’, 1958–1963 (ενυπόγραφο) Λάδι σε μουσαμά, 150 x 150 εκ.Δωρεά του καλλιτέχνη. Εκτίθεται στη μόνιμη έκθεση της ΕΠΜΑΣ από το 2000 Μέσα 5. Επιτύμβιο, 1958 (ενυπόγραφο) Λάδι σε μουσαμά, 204 x 223 εκ. Αγορά ΕΠΜΑΣ από τον καλλιτέχνη (1961) Εκτίθεται στη μόνιμη έκθεση της ΕΠΜΑΣ από το 2000