Το Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου και το Μουσείο Μπενάκη παρουσιάζουν την έκθεση με τίτλο Thomas Chimes. Εν λευκώ / Into the White στο Κτήριο της οδού Πειραιώς, τη Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013 και ώρα 20:00.
 

Ο Thomas Chimes (1921-2009) είναι ελληνοαμερικανός ζωγράφος δεύτερης γενιάς, με ιδιαίτερο στίγμα και γραφή και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της γενιάς του στη Philadelphia των ΗΠΑ. Το  Philadelphia Museum of Art τον τίμησε το 2007 με μια μεγάλη αναδρομική, στην υλοποίηση της οποίας συνέβαλε και το Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου.

Αν και ο καλλιτέχνης ξεκίνησε ως συνεχιστής της γνωστής σχολής «παραστατικών ζωγράφων της πόλης», η φήμη και η αναγνώρισή του οφείλεται κυρίως στην αναφορά του στη διανόηση και τα κινήματα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Ειδικότερα η φιγούρα του Alfred Jarry, που ενσάρκωνε το μύθο του «καταραμένου» και σημάδεψε την αλλαγή του 20ού αιώνα, έγινε κατά μια έννοια η δεύτερη φύση του καλλιτέχνη.

Από το 1980 ξεκίνησε τη σπουδαιότερη, για τους περισσότερους, σειρά έργων του, τη σειρά των «λευκών έργων». Αυτή η ενότητα βασίζεται στη χρήση κατ’ αποκλειστικότητα του λευκού και του μαύρου χρώματος, σπανίως αναμεμειγμένων με άλλα, ο συνδυασμός των οποίων καταλήγει σε έργα σχεδόν μονοχρωματικά. Το αποτέλεσμα μοιάζει με θολή φωτογραφία προσώπων ή τοπίων, σαν μηχανικά μεταφερόμενο, «αχειροποίητο» ίχνος.

Μικρότερα έργα της ίδιας σειράς πραγματεύονται οντολογικά προβλήματα, άλλοτε εύγλωττα, με τη χρήση αποσπασμάτων από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, και άλλοτε ερμητικά μέσα από ελλειπτικά σχήματα.

Η ατομική αυτή έκθεση που συστήνει για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό έναν μεγάλο ζωγράφο, υλοποιώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την επιθυμία του να εκθέσει στη χώρα καταγωγής του, θα διαρκέσει έως τις 17 Νοεμβρίου 2013.

Η ζωγραφική ως κάθαρση

Ο Thomas Chimes, σημαντικός καλλιτέχνης και  ιδιαίτερα γνωστός στη Philadelphia των ΗΠΑ, είναι Ελληνοαμερικανός δεύτερης γενιάς που έλκει την καταγωγή του από τα Καλάβρυτα, από την πλευρά του πατέρα του  Δημήτρη Τσάμη, και τη Σπάρτη, από την πλευρά της μητέρας του  Αγλαΐας Κολοκύθα.

Η γνωριμία μας με το έργο του έγινε το 2005, ενόψει μιας μεγάλης αναδρομικής έκθεσης που προετοιμαζόταν από το Philadelphia Museum of Art και για την οποία ζητήθηκε η συμβολή του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου. Η έκθεση πραγματοποιήθηκε τελικά το 2007 και απεκάλυψε στο κοινό του αμερικανικού Μουσείου έναν ιδιαίτερο καλλιτέχνη, συνεχιστή κατά μια έννοια της σημαντικής «σχολής παραστατικών ζωγράφων» της παραδοσιακά φιλότεχνης  Philadelphia, που ξεκινά τον 18ο αι. Παράλληλα, απεκάλυψε και σε μας στην Ελλάδα το έργο ενός μεγάλου ζωγράφου, τον οποίο οι περισσότεροι αγνοούσαμε. Με την έκθεση αυτή,  το  έργο του Th. Chimes παρουσιάστηκε σ’ ένα μουσείο που διαθέτει μια εξαιρετική συλλογή και, μεταξύ άλλων, φιλοξενεί ένα από τα πιο εμβληματικά και μυστήρια έργα σύγχρονης τέχνης, το “Etant donnés” του Marcel Duchamp.   Η παρουσίαση σ’ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία των ΗΠΑ του έργου ενός ακόμη σημαντικού ελληνοαμερικανού καλλιτέχνη προλείανε το έδαφος για μια έκθεσή του και στην Ελλάδα, γεγονός που και ο ίδιος επιθυμούσε ιδιαίτερα και πράγματι υλοποιείται σήμερα  με τη φροντίδα του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου και του Μουσείου Μπενάκη.

Η καλλιτεχνική διαδρομή του Th. Chimes τον έφερε αρχικά στη Νέα Υόρκη, όπου σπούδασε και ήρθε σε επαφή με τον αμερικανικό εξπρεσιονισμό. Μετά από μια σχετικά μικρή περίοδο διαμονής εκεί, επέστρεψε οριστικά στην πόλη που γεννήθηκε.  Αρχικά, φιλοτέχνησε έργα που έμοιαζαν με μικρά τεχνολογικά κουτιά. Στη δεκαετία του ’70 έκανε μια νέα αρχή με το βλέμμα στραμμένο σε προσωπογραφίες από εκκεντρικές φιγούρες της διανόησης, της ποίησης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας του τέλους του 19ουκαι των αρχών του 20ου αι.  Σε αυτή την ενότητα οφείλει και την ενασχόλησή του με ζητήματα που θα ορίσουν τη θεματολογία του μέχρι το τέλος και συνδέονται άμεσα με επιστημονικές θεωρίες, καλλιτεχνικά κινήματα και φυσιογνωμίες της λογοτεχνίας. Το θέμα, όμως, που επεξεργάστηκε κυρίως στην τελευταία ενότητα έργων του είναι οι δυνατότητες της ίδιας της ζωγραφικής μέσα από τη σχέση της με άλλες εκφράσεις της τέχνης, όπως η φωτογραφία, και με τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Με την οπτική αμφισβήτηση της ζωγραφικής τεχνικής, αφού το αποτέλεσμα μοιάζει περισσότερο με φωτογραφία,  επιβεβαιώνει  τη δύναμη της ζωγραφικής δια της αυτοαναίρεσής  της. Αναφέρομαι φυσικά στη σειρά των «λευκών» έργων που ξεκίνησαν στη δεκαετία του ΄80 και που αποτελούν και τον κεντρικό άξονα της παρούσας έκθεσης.

Ίσως το καθοριστικό κυρίαρχο λευκό  χρώμα των έργων, που αποτελούν και την τελευταία και, κατά γενική ομολογία, σημαντικότερη ενότητα της δουλειάς του Th. Chimes, να συνδέεται με την κάθαρση, διαδικασία γνωστή από την αρχαιότητα και σχετιζόμενη με λατρείες και μυστήρια.  Ανεξάρτητα από εποχές και θρησκείες, η κάθαρση επέρχεται μέσα από την επικοινωνία με το επέκεινα και τον βαθύτερο εαυτό μας. Η διαδικασία αυτή, αργή και συχνά επώδυνη, προϋποθέτει αυτοσυγκέντρωση, απάρνηση και απομόνωση. Φαίνεται ότι ο T. Chimes πέρασε πολλές ώρες δουλεύοντας για να αποκτήσουν οι πίνακές του αυτό το παράδοξο γκρίζο ίχνος φιγούρας, αδρού σχήματος ή γραφής που οπτικά προβληματίζει ακόμα και ως προς το «χειροποίητο» της εκτέλεσής τους και την μοναδική υφή της ζωγραφικής επιφάνειας.  Αυτό το χρώμα – στην πραγματικότητα μη χρώμα, αφού πρόκειται για αποκλειστική χρήση του λευκού και του μαύρου, ενίοτε αναμεμειγμένων με μικρή ποσότητα άλλων χρωμάτων, που ο συνδυασμός τους δίνει μιαν απόχρωση σχεδόν γαλάζια,  χρώμα προσιδιάζον σε αυτό που «δανείζονται» στα επιστημονικά εργαστήρια τα αόρατα στοιχεία για να καταστούν ορατά – παραπέμπει σε μια άλλη πραγματικότητα και διάσταση. Παράλληλα, το υλικό μέρος του πίνακα κατακτά την τρίτη διάσταση, ως οφθαλμαπάτη, αφού το θέμα μοιάζει να προβάλει από το βάθος σαν να είναι καλυμμένο με πάχνη.

Η μορφή ή η φιγούρα  που συνήθως απεικονίζεται -όταν δεν πρόκειται για μια σχεδόν μίνιμαλ, πολύ αφαιρετική σύνθεση που θυμίζει τοπίο στην ομίχλη- είναι «κατάλοιπο» της ενότητας με τα πορτραίτα των διανοουμένων και λογοτεχνών του 19ου αιώνα. Φαίνεται ότι ο Th. Chimes επέλεξε τελικά τη φιγούρα του Alfred Jarry, μιας προσωπικότητας που ενσάρκωνε το μύθο του «καταραμένου» και που σημάδεψε, ωστόσο, με μοναδικό τρόπο την αλλαγή του αιώνα, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ της παλιάς και της νέας τάξης πραγμάτων, μεταξύ συμβολισμού και σουρεαλισμού, παλιού και σύγχρονου θεάτρου, ενώ θεωρήθηκε πρόδρομος της λογοτεχνίας του παραλόγου. Στα λίγα χρόνια της ζωής του, ο Α. Jarry κατάφερε να επηρεάσει και να εμπνεύσει πολλούς σημαντικούς καλλιτέχνες μέσα από την καρικατούρα του σύγχρονου ανθρώπου, του Ubu, ή από τη θεωρία Pataphysics  του Δρ Faustroll, αρχής γενομένης από τον Joan Miro και φθάνοντας μέχρι τις ημέρες μας στον William Kentridge, περνώντας από τον Guillaume Apollinaire, τον Marcel Duchamp, τον  John Cage.  Οι λόγοι αυτής της επιλογής  δεν μπορεί να είναι για μας παρά υποθετικοί. Αν όμως συνδυάσει κανείς αυτά τα έργα με τα επίσης λευκά μικρά μονόχρωμα έργα του καλλιτέχνη σε ξύλο, ζωγραφισμένα μεταξύ 1995 και 2006, γνωστά ως Entropy paintings, τότε σίγουρα αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει μια συνάφεια.

Αυτά τα μικρά έργα μοιάζουν με κωδικοποιημένα μηνύματα. Σαν να επιθυμεί κάποιος να καταγράψει σε  μικρή κλίμακα το ουσιώδες ενός μυστικού που, όταν αποκωδικοποιηθεί, θα οδηγήσει σε μια αποκάλυψη. Σε αυτά είναι πιο εμφανείς οι αναφορές του στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αλλά και τη νουμερολογία και τα σύμβολα διαμέσου μιας παιγνιώδους διαθέσεως που τoν συνδέει ξανά με τον A. Jarry. Πολλά εξ’ αυτών φέρουν ανάγλυφα ελληνικά γράμματα που παραπέμπουν σε στοιχεία της φύσης, όπως πυρ, αήρ, ύδωρ, γαία, ενώ άλλα πάλι έχουν συστατικά ή ολόκληρη την λέξη entropy / εντροπία απ’ όπου και η ονομασία της σειράς.

Συνυπολογίζοντας όλα τα δεδομένα ή, για την ακρίβεια, αυτά που επιλέγει ο καλλιτέχνης να αποκαλύψει, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η «Λευκή περίοδος» αποτελεί το  απαύγασμα μιας προσωπικής κοσμοθεωρίας που οδήγησε σε ένα πρωτότυπο λεξιλόγιο και μια προσωπική γραφή, που συγγενεύει, κατά τη γνώμη μου, αρκετά με αυτήν του Roman Opalka. Η οικονομία θεμάτων και χρωμάτων και η τεχνική με την οποία ζωγράφιζε τα έργα του ο Th. Chimes προδίδουν τη βαθιά σχέση και επικέντρωσή του στο «έργο χειρός» του και την επιθυμία του να το προικίσει με τα απαραίτητα εφόδια για να εκφέρει μια ιδέα. Η διαδικασία δε των αλλεπάλληλων επιστρώσεων στα αμιγώς ζωγραφικά του έργα σε καμβά και τα ανάγλυφα – που, επίσης, προκύπτουν αποκλειστικά από την επεξεργασία με επάλληλες επιστρώσεις των ελάχιστων χρωμάτων που χρησιμοποιεί για να εξασφαλίσει μονοχρωματικό αποτέλεσμα και διαφορετικά επίπεδα, με πυκνώσεις και αφαιρέσεις ύλης – μαρτυρούν την ύπαρξη μιας επαναλαμβανόμενης, τελετουργικού χαρακτήρα, πρακτικής. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ο καλλιτέχνης, περιορίζοντας τα εκφραστικά μέσα, αλλά εξαντλώντας τις δυνατότητές τους, επιδόθηκε σε μια «άσκηση» και επικέντρωσε την προσοχή του στη διαδικασία της δημιουργίας και τον τρόπο που η ιδέα, ο λόγος, μετουσιώνεται σε ύλη. Με τη βοήθεια μιας προσφιλούς του προσωπικότητας, με την οποία προφανώς ταυτίστηκε  -εν μέρει τουλάχιστον-  τον  A. Jarry,  κρατήθηκε γερά από μια σύγχρονη και ανατρεπτική θεωρία, που πήγαινε κόντρα όχι μόνο στο ρεύμα των πολλών , αλλά διαφοροποιήθηκε κι από αυτό των μικρών ομάδων. Ο Th. Chimes διατήρησε μια μοναχική διαδρομή, αν και είχε τη δυνατότητα να συμμετέχει σε τάσεις και σχολές, αφού γι’αυτό θα αρκούσε ίσως μόνο ένας εικαστικός προσδιορ-ισμός.

Η αναφορά στα έργα του σε αρχαία φιλοσοφικά κείμενα, έννοιες και συστατικά στοιχεία του σύμπαντος παραπέμπει με ελλειπτικό, συνοπτικό και ερμητικό τρόπο στο σύμπαν από όπου προερχόμαστε όλοι και στην κοσμογονία, της οποίας το αποτύπωμα βρίσκει κανείς, αν είναι προσεκτικός, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Η επιλογή ενός εκκεντρικού ήρωα, μιας φιγούρας, γίνεται το όχημα για την απόδειξη της ενεργούς συμμετοχής του ανθρώπου στη δημιουργία δια της πρόσληψης,  της έκφρασης και της προσφοράς. Η δημιουργία του κόσμου από το ελάχιστο στο μέγα και αντιστρόφως, από το άτομο στο όλο, είναι μια κυκλική διαδικασία. Ο  A. Jarry δημιούργησε συναισθανόμενος το πεπερασμένο της ύπαρξής του, αλλά και το αναγκαίο καταγραφής της τροχιάς του σ΄αυτό τον κόσμο, την καρικατούρα ενός ανθρώπου της νέας εποχής,  του Ubu, και την παραλλαγή/παρωδία μιας θεωρίας: της“pataphysics” («επί μετά τα φυσικά»), στον αντίποδα της κατά τον Αριστοτέλη μεταφυσικής («μετά τα φυσικά»). Ο Th. Chimes αφορμώμενος από αυτή την προσέγγιση δημιουργεί έργα, κλειδιά ανάγνωσης του κόσμου και αποστάγματα γνώσης και εμπειρίας.  Επιλέγει μια προσιδιάζουσα στην καλλιτεχνική του υπόσταση μέθοδο για να αποκαλύψει τη συνάφεια μεταξύ ιδέας και ύλης, θεωρίας και εμπράγματης έκφρασής της, και, αποστασιοποιούμενος από την επικαιρότητα, την εύκολη αναγνώριση και την σοβαροφάνεια, καθαίρεται.

Κατερίνα Κοσκινά*    
Δεκέμβρης 2012   

*Κείμενο δημοσιευμένο στον κατάλογο Thomas Chimes. Into the White.