Ο Στρίντμπεργκ, επηρεασμένος από τον Ζολά και το δοκίμιό του «Ο Νατουραλισμός στο Θέατρο», έγραψε το έργο «Δεσποινίς Τζούλια» το 1888, με σκοπό να μελετήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά που καθορίζεται από την Κληρονομικότητα και το Περιβάλλον. Οι χαρακτήρες του έργου είναι δομημένοι με βάση τις θεωρίες του Δαρβίνου: Τα όντα παλεύουν για να επιβιώσουν, προσπαθούν να επικρατήσουν, προσαρμόζονται ή οδηγούνται στον αφανισμό. Η Τζούλια, κόρη ενός κόμη, είναι προϊόν ταξικής μίξης καταδικασμένο να καταστραφεί σύμφωνα με τις απόψεις που είχε υιοθετήσει εκείνη την περίοδο ο Στρίντμπεργκ επηρεασμένος από τον Νίτσε. Το γενεαλογικό της δέντρο αποκαλύπτει ότι οι πρόγονοί της προήλθαν από τη συνεύρεση του βασιλιά με τη γυναίκα ενός μυλωνά. Ο πατέρας της κρατάει από αυτή τη γραμμή, ωστόσο ούτε εκείνος είχε φροντίσει για την «καθαρότητα» της τάξης του. Παντρεύτηκε μία γυναίκα αστικής καταγωγής, η οποία ανέλαβε τη διαχείριση του πύργου με καταστροφικές συνέπειες, δηλαδή, προς χάριν των ιδεών της περί ισότητας των δύο φύλων, εξανάγκασε τους άντρες να κάνουν τις γυναικείες δουλειές και τις γυναίκες να κάνουν τις αντρικές. Η μητέρα εφαρμόζει τις ιδέες της και στην ίδια την κόρη της: Τη μεγαλώνει σαν αγόρι. Συνεπώς η Τζούλια δεν είναι αμιγής ούτε ταξικά ούτε ιδεολογικά, εφόσον εμποτίζεται από τις απόψεις της μητέρας της, ούτε –κατά κάποιο τρόπο– σεξουαλικά. Την ελκύει ο Ζαν, όπως ελκύονται οι κτηνοβάτες από τα ζώα.

Αν και ο Στρίντμπεργκ δηλώνει αθεϊστής, η ιστορία που αναπτύσσει φαίνεται πως βρίσκει το παράλληλό της στην ιστορία των πρωτοπλάστων. Η κόρη του Κόμη, μετά από μία σειρά ερωτικών προκλήσεων προς τον υπηρέτη, συγκατανεύει να καταφύγει μαζί του στο δωμάτιό του, με το πρόσχημα εκείνου πως πρέπει να κρυφτούν από τους χωρικούς που έρχονται να τον βρουν. Κρυμμένοι εκεί κάνουν έρωτα, καταλύοντας τους κοινωνικούς φραγμούς. Η πράξη αυτή δημιουργεί στους δύο αταίριαστους εραστές ένα βαθύ αίσθημα ενοχής και φόβου, που διατρέχει τον υπόλοιπο κορμό του έργου, μέχρι το τέλος. Εδώ ο βιβλικός πειρασμός δεν έχει τη μορφή φιδιού. Έχουν συμβάλει η βραδιά του μεσοκαλόκαιρου, η γιορτή του Αϊ Γιάννη με τις φωτιές, το αλκοόλ, οι χοροί, το μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών, το ωραίο παρουσιαστικό του Ζαν, αλλά και η ακατανίκητη επιθυμία της Τζούλια να «πέσει» και του Ζαν να «ανέβει». Η πτώση της πρώτης και η άνοδος του δεύτερου είναι η στιγμή και το σημείο συνάντησής τους αλλά και η οριστική τους πτώση από το βασίλειο του Θεού.

Αλλά γιατί τιμωρούνται; Γιατί το ανθρώπινο ον είναι ένοχο αν δεν είναι παρά υποχείριο της Φύσης; Ή μήπως η ατομική ευθύνη σχετίζεται με την Ελευθερία της Βούλησης η οποία με όπλο της τη Λογική μπορεί να καταστείλει κάθε είδους ορμή; Όμως, υφίσταται ελευθερία όταν το άτομο υπογράφει την υποταγή του σε ένα σύνολο άνωθεν φυσικών, ηθικών ή κοινωνικών εντολών;

Διερευνώντας το έργο, αναρωτιέσαι κατά πόσο ο Ζαν –που υπνωτίζει τη Τζούλια και της βάζει το ξυράφι στο χέρι– είναι πράγματι εκείνος που την οδηγεί στον θάνατο. Μήπως οι τραγικές φιγούρες του έργου είναι o Ζαν και η Κριστίν; Μήπως πρέπει να αντιταχθούμε στον χαρακτηρισμό του Στρίντμπεργκ ότι πρόκειται για υπανθρώπους που θ’ αποτελέσουν την κοπριά από την οποία θα φυτρώσει η Αρία φυλή; Επομένως; Ποιος είναι ο Δήμιος; Η Τζούλια που παρασέρνει δύο αθώους ανθρώπους στην καταστροφή; Ή μήπως ο αθέατος Κόμης και η μητέρα της αλλά και η κοινωνία που αποτελεί δημιούργημα όλων;

Αυτά τα ερωτήματα αποτελούν μόνο ένα μικρό μέρος όσων εγείρονται κατά τη διερεύνηση και σκηνοθεσία αυτού του αριστουργήματος. Τελικά αποφασίζεις ότι το τέλος δεν πρέπει να οδηγεί στην αριστοτελική κάθαρση. Ότι ο θεατής πρέπει να συμμεριστεί την απόγνωση αυτών των ανθρώπων που μέσα σε μία βραδιά αντιλήφθηκαν τη μηδαμινότητά τους. Η οποία, ωστόσο, τους προσέδωσε Ανθρώπινη υπόσταση. Κάποιοι άλλοι θα οδηγούσαν τον θεατή σε άλλες σκέψεις, σε άλλα συναισθήματα. Και ίσως εκεί να κρύβεται το μεγαλείο του έργου: Στη δυνατότητα διαφορετικών προσεγγίσεων και ερμηνειών.

Διαβάστε επίσης:

Δεσποινίς Τζούλια, του Αυγούστου Στρίντμπεργκ σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Εσπίριτου στο Θέατρο 104