Από την Πέμπτη 23 Μαΐου η θεατρική ομάδα Indigo παρουσιάζει για δεύτερη χρονιά το έργο «Υγρά Μάτια» του Κωνσταντίνου Παππά σε σκηνοθεσία του ιδίου.

 Από τη Φωτεινή Τσαρδούνη

Δύο άνθρωποι, ξένοι μεταξύ τους, συναντιούνται τυχαία στην βραδινή Αθήνα. Διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικές οι επιλογές τους, τα ναι και τα όχι στα θέλω τους που όμως όταν γνωρίζονται λίγο καλύτερα, γεννιέται ένα έρωτας μεταξύ τους. Έρωτας γεμάτος εμπόδια, που τελικά δεν έχει και τόσο αίσιο και ρομαντικό τέλος.

Συνήθης μυθοπλαστική γραμμή. Πάμε πάλι.

Δύο άνθρωποι, ο Λουκάς  και ο Γιώργος, ξένοι μεταξύ τους, συναντιούνται τυχαία στην βραδινή Αθήνα. Ο πρώτος, προερχόμενος από  ένα μικρό νησί έχει ενσωματώσει στα θέλω του τα όρια που επιβάλλει μια μικρή και συμβατική κοινωνία – εν προκειμένω δηλώνει ετεροφυλόφιλος, ενώ διαφορετικοί είναι οι καταπιεσμένοι πόθοι του. Ο Γιώργος από την άλλη πλευρά, είναι συμφιλιωμένος με την σεξουαλική του ταυτότητα, κάνει την πρώτη κίνηση και δείχνει τη ερωτική έλξη που του ασκεί ο Λουκάς. Μετά τα πράγματα μπαίνουν στη συνήθη πολύπλοκη πορεία τους. Εσωτερικές συγκρούσεις, κινητήριος δύναμη τα θέλω και τα πρέπει, προσωπικά και κοινωνικά, επιλογές και τέλος αυτοκαταστροφή ή εξιλέωση.

Το κείμενο δεν παρουσιάζει κάποια καινοτομία, ωστόσο έχει ενδιαφέρον η αντιστοιχία που μπορούμε να δούμε σε ανάλογα κείμενα, θεατρικά ή κινηματογραφικά παλιότερων εποχών, τριάντα, εβδομήντα ή και παραπάνω  χρόνων, αντίστοιχα των κοινωνιών που τα γέννησαν.  Παλαιότερα (όχι ότι τώρα έχουν εξαλειφθεί αυτές οι ιδέες, αλλά τυπικά έστω οι δυτικές κοινωνίες θεωρούμε ότι έχουν προχωρήσει) οι άνθρωποι πάλευαν για να έχουν λόγο για το ποιον θα παντρευτούν, να τον έχουν γνωρίσει πρώτα, να τον έχουν ερωτευτεί πρώτα και όχι απλά να προικοδοτήσει η μία οικογένεια την άλλη. Τα «Υγρά Μάτια» κεντράρουν στην πάλη πολλών ανθρώπων σήμερα, να είναι ελεύθεροι στην επιλογή του ερωτικού συντρόφου τους, αφού ουσιαστικά μια ομοφυλοφιλική σχέση έχει τον ίδιο αντίκτυπο στους ανθρώπους όσο και μια ετεροφυλόφιλη.

Η αλήθεια είναι ότι πήγα λίγο καχύποπτη στην παράσταση και αυτό λόγω του εικαστικού μέρους της προώθησής της. Αφίσα, φυλλάδια και λοιπό προωθητικό υλικό είχε τους δυο πρωταγωνιστές γυμνόστηθους να μας κοιτούν. Και αναρωτιέμαι, γιατί ο έρωτας πρέπει να διαφημίζεται μέσα από το γυμνό; Ο έρωτας μας ξεγυμνώνει ούτως ή άλλως. Γιατί , ειδικά στο θέμα της ομοφυλοφιλίας που θεωρείται από πολλούς μη φυσιολογικός* – άρα κατακριτέος –  προβάλλεται το γυμνό (το οποίο είναι δυσκολοχώνευτο για αρκετούς) που στην τελική είναι κάτι πολύ λίγο σε σχέση με την ουσία του όλου περιεχομένου του έργου; Θα δηλώσω το κλασσικό «δεν έχω πρόβλημα με το γυμνό» και πως  παρ’όλο που το βρήκα, ναι όντως,  δικαιολογημένο μέσα στην παράσταση, και την βία που άσκησε από την μια, αλλά και την αθωότητα  και ειλικρίνεια που έβγαλε σε άλλη στιγμή, μέχρι και αναγκαίο ίσως για να εξοικειώσει με κάποιο τρόπο το κοινό με την ιδέα ότι ναι, η ομοερωτική έλξη υπήρχε και υπάρχει στον πλανήτη από γεννησιμιού του, νομίζω ότι μεταφέρει άλλα μηνύματα  για το έργο και την παράσταση, γιατί κατ’ουσία για την ελευθερία του ατόμου μιλά, όπως και πολλά άλλα έργα πριν από αυτό.

Στα «Υγρά Μάτια» οι δυο ηθοποιοί προσπαθούν να εξοικειωθούν με τους ρόλους τους. Σε άλλες στιγμές τα καταφέρνουν, σε άλλες τους νικά η αμηχανία τους, αν και η αμηχανία ελλοχεύει και στους ίδιους τους χαρακτήρες του έργου, ιδιαίτερα του Λουκά. Υπάρχει μία συνεχής κίνηση και ένταση στα σώματα των ηθοποιών και ο καλοπροαίρετος ζήλος τους να μας πουν την ιστορία τους δεν μας άφηνε να αναπνεύσουμε, μας άγχωνε. Έλλειπαν οι δυναμικές  σιωπές και παύσεις και αυτό το κενό δεν μπόρεσαν να τ’ αναπληρώσουν ούτε τα γουρλωμένα μάτια ούτε οι σπαστικές κινήσεις. Κέρδιζε έδαφος  η ενέργεια των ηθοποιών και  ο εκσφενδονισμός των χιουμοριστικών ατακών από την μια, αλλά από την άλλη ήταν πολλές οι στιγμές που θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν, είτε κινησιολογικά (π.χ. αλλαγές σκηνικών, πολλά πήγαινε-έλα) είτε ως νοήματα (το αναφέρω καθαρά επειδή συγγραφέας και σκηνοθέτης ταυτίζονται στην συγκεκριμένη παράσταση).

Τα βίντεο (Τάσος Καφές και Δημήτρης Τσατσούλης) και η ηλεκτρονική μουσική (Σταύρος Μαρκόνης) έδωσαν το σύγχρονο αποτύπωμα του έργου και συγχρώτισαν τις διαθέσεις των θεατών με αυτών των χαρακτήρων. Λειτουργούν συμπληρωματικά και συμβάλλουν και στην απόδοση ενός χαρακτήρα στην παράσταση. Τα σκηνικά (Φανή Παλιούρα) αρκετά απλά και πρακτικά, διαθέσιμα για οποιαδήποτε χρήση στα χέρια των ηθοποιών με σημείο αναφοράς τη σιωπηλή κούκλα που στέκει σαν άλλος , απαγορευμένος εαυτός-καθρέφτης σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.

Γιατί να πάει κάποιος στην παράσταση;  Διάφοροι οι λόγοι. Από την διαφήμισή του και μόνο μπορεί κάποιος να θελήσει να πάει γιατί προφανώς θα έχει γυμνές σκηνές (όχι ότι τις στερούμαστε από άλλα μέσα, αλλά το θέατρο έχει την γοητεία της κλειδαρότρυπας). Άλλος μπορεί να πάει, γιατί είναι ομοφυλόφιλος και θέλει να δει πως παρουσιάζεται μια ιστορία που τον αφορά άμεσα. Έμμεσα θα θεωρήσει ότι τον αφορά η παράσταση  κάποιος που είναι ετεροφυλόφιλος. Στην τελική για την εξύψωση και την πτώση του έρωτα μιλά το έργο, μια εκδοχή της έστω, άρα τους αφορά όλους. Άλλοι μπορεί να την προτιμήσουν, γιατί απλά θέτει επί τάπητος και με χιούμορ απλές καθημερινές επαφές που γίνονται δύσκολες για τους διαφοροποιημένους από αυτά που λέμε ότι είναι κοινωνικά αποδεκτά. Παράλληλα, η παράσταση έχει ως περιεχόμενο μια συγκεκριμένη πτυχή του κοινωνικού ρατσισμού, οπότε λίγο πολύ οι περισσότεροι από εμάς έχουμε να πάρουμε μαθήματα εξοικείωσης με το μη-οικείο. Αν και πάλι , δεν μπορώ να καταλάβω το πως ένας άνθρωπος  που τον έχεις ζήσει, ως συνάδελφο, ως φίλο, ως γείτονα, ως παιδί σου μετατρέπεται αυτόματα σε «μη-οικείος» όταν μαθαίνεις την σεξουαλική του προτίμηση, αφού ούτως ή άλλως δεν ήσουν μέρος της σεξουαλικής του ζωής, αλλά συμμετείχες στην ζωή του ως συνάδελφος, φίλος, γείτονας ή γονιός!

*Καλό θα ήταν όλοι να διαβάσουμε λίγα πράγματα για τις έρευνες του Κίνσεϋ και την κλίμακά του, όπου ουσιαστικά  δεν υπάρχουν παντοτινά στεγανά στην σεξουαλική έλξη που νιώθουν οι άνθρωποι για τους άλλους ανθρώπους)