Μια πρόσφατη έρευνα Ολλανδών μελετητών καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ανάγνωση έργων μυθοπλασίας (fiction) βελτιώνει την ικανότητά μας για ενσυναίσθηση, φτάνει ο αναγνώστης να συμπαρασύρεται στον μυθοπλαστικό μικρόκοσμο και να ταυτίζεται με τους ήρωές του. Αντίθετα, στην ομάδα ελέγχου (όπου μελετήθηκαν κείμενα δοκιμιακά) δεν παρατηρήθηκε καμιά αλλαγή στην ενσυναίσθηση.*

Η κομψότητα ενός έξυπνα σχεδιασμένου επιστημονικού πειράματος δεν παύει να με γοητεύει γιατί φωτίζει, με μαθηματική σχεδόν διαύγεια, πράγματα αυτονόητα και μη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η έρευνα πυροδοτεί χίλιους συλλογισμούς για τη λογοτεχνία, την εκπαίδευση, την κοινωνία, τις ανθρώπινες σχέσεις. Εγώ όμως, από συγγραφικό μάλλον βίτσιο, κολλάω σε μια λέξη: «ενσυναίσθηση» – που ο υπολογιστής μου επιμένει να την υπογραμμίζει ως ανορθόγραφη, λανθασμένη ή για κάποιο λόγο μη επιτρεπτή. Δεν την ξέρουν ούτε τα έγκριτα λεξικά. Ανύπαρκτη στου Μπαμπινιώτη, στου Τριανταφυλλίδη, του Δημητράκου ή του Βυζάντιου που έχω στο σπίτι. Λέξη καινούργια, βεβιασμένη θαρρείς. Θυμάμαι πως πρώτη φορά την άκουσα πριν δέκα δεκαπέντε χρόνια και ξαφνιάστηκα. Λέξη σπουδαία, αμήχανη όμως. Πόσο πιο φιλικό το «empathy», σκέφτομαι, που ανήκει στο λεξιλόγιο του κάθε αγγλόφωνα πάνω από εκατό χρόνια τώρα. Ενώ εμείς; Δική μας λέξη στην ουσία – δικά μας τα φώτα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό… Πώς εξηγείται η τόσο όψιμη ανακάλυψή της; Πώς εξηγείται η τόσο επίμονη σήμερα χρήση της στις καθημερινές μας κουβέντες, ακόμα κι απ’ αυτούς που ουδεμία σχέση έχουν με το «άθλημα»; Λέξη νεόκοπη, της μόδας ξαφνικά. Γιατί;

Άσχετος συνειρμός: Περπατώ στη Σόλωνος. Το πεζοδρόμιο, ως γνωστόν, είναι στενό. Από την αντίθετη κατεύθυνση πλησιάζουν δυο νέοι, πιασμένοι απ’ το χέρι. Αναγκάζομαι να πατήσω στον δρόμο γιατί κανείς τους δεν μοιάζει να σκέφτεται πως δεν χωράμε τρεις. Δεν εισπράττω την ακάθεκτη προέλευσή τους ως κάτι το επιθετικό. Δεν διακρίνω κανένα κίνητρο επιβολής ή μαγκιάς. Απλούστατα δεν με έχουν «δει». Η όρασή τους φυσικά λειτουργεί μια χαρά, όμως σαν να απουσιάζει η αυτόματη θέα του κόσμου μέσα από τα μάτια του άλλου.

Άσχετη πληροφορία: Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που παρατηρείται σε άτομα με αυτισμό είναι η αδυναμία αντίληψης και αποκωδικοποίησης σκέψεων, πράξεων, συναισθημάτων ή προθέσεων των άλλων. Το αυτιστικό άτομο αγνοεί την ύπαρξη ενός ξένου νου, μη προσβάσιμου στις αισθήσεις του.

Άσχετα ερωτηματικά (αντί συμπεράσματος): Μήπως η έννοια «μπαίνω στα παπούτσια του άλλου» ήταν τόσο αυτονόητη για μας τους Έλληνες, που τόσα χρόνια δεν σκεφτήκαμε καν να την παγιδεύσουμε σε κάποιο απρόσωπο ουσιαστικό; Μήπως η πρόσφατη εμφάνιση της λέξης «ενσυναίσθηση» υποδηλώνει την ανάγκη να επιβεβαιώσουμε και να μελετήσουμε κάτι που πλέον μας διαφεύγει; Μήπως η περιπέτεια της επίμαχης λέξης είναι η άλλη όψη της βαθύτερης αγωνίας μας να αποτρέψουμε την πορεία προς μια κοινωνία αυτιστική;

* P. Matthijs Bal&MartijnVeltkamp: How Does Fiction Reading Influence Empathy? An Experimental Investigation on the Role of Emotional Transportation. http://journals.plos.org/plosone/article?id=10.1371/journal.pone.0055341

Info:

H Τατιάνα Αβέρωφ γεννήθηκε το 1954 στην Αθήνα. Σπούδασε ψυχολογία στην Αθήνα και στο Λονδίνο και εργάστηκε είκοσι χρόνια ως ψυχολόγος. Σήμερα διευθύνει την Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ στο Μέτσοβο, διδάσκει σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής και εξοικονομεί όσο περισσότερο χρόνο μπορεί για να γράφει. Έχει εκδώσει δύο βιβλία για την εκπαίδευση, τα «Μαθαίνοντας τα παιδιά να συνεργάζονται» (1983) και «Συνεργασία στη μάθηση» (1990) και πέντε μυθιστορήματα: «Το Ξέφωτο» (2000), «Αύγουστος» (2002), «Ανοιχτή Γραμμή» (2005), «Θράσος» (2009) και «Δέκα ζωές σε μία» (2014).

* Αναδημοσίευση από το περιοδικό Culturenow Mag, τεύχος 32