Ποίηση «δρόμου»

Γεννημένος και μεγαλωμένος στις γειτονιές του αθηναϊκού κέντρου, ο Τάσος Λειβαδίτης είχε την ευκαιρία να γνωρίσει εκ των έσω την αληθινή ζωή που κρύβεται στις έντονες αντιθέσεις της πόλης. Άδικο και δίκαιο, πλούσιοι και φτωχοί, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι. Ο ποιητής, δεν άργησε να διαλέξει μεριά. Από νεαρή ηλικία έκανε φανερές τις κομμουνιστικές και ανθρωπιστικές του ιδέες. Εκείνες τις ιδέες που θέλουν τους ανθρώπους ίσους, να γελούν, να αγαπούν και να ερωτεύονται.

Λέγεται πως η νύχτα της Κατοχής, τον βρίσκει στην Νομική Σχολή όπου και φοιτούσε. Μετά την αποτρόπαια είδηση, μαζί με τους συντρόφους του γυρνούν όλα τα στενά και τα δρομάκια της πόλης γράφοντας συνθήματα κατά της ανελευθερίας του πολιτεύματος, για να πάρουν δύναμη όλα τα ζευγάρια καθαρών ματιών που θα τα αντικρίσουν, δημιουργώντας έτσι αυτό που εμείς ονομάζουμε «ποίηση δρόμου»…

Μια ζωή γεμάτη κόκκινο

Το κόκκινο συμβολίζει το πάθος για τη ζωή, για την επανάσταση, για τον έρωτα. Δεν θα μπορούσαμε λοιπόν να βρούμε ακριβέστερη στάλα λέξεων να περιγράψει την ζωή του ποιητή. Ο Τάσος Λειβαδίτης πάντοτε πιστός στο κόκκινο, οργανώνεται στην κομμουνιστική νεολαία του ΕΑΜ ώστε να αντισταθεί στην βαρβαρότητα. Διώκεται και εξορίζεται για τις πεποιθήσεις του, στο Μούδρο, στη Μακρόνησο, στον Αϊ Στράτη. Η επιστροφή του από την εξορία έμελλε να είναι καθοριστική για αυτό που σήμερα ονομάζουμε αείμνηστη ελληνική ποίηση. Το 1952 λοιπόν, τον ερχομό του συνοδεύουν και οι ποιητικές του συλλογές, “Μάχη στην άκρη της νύχτας” και “Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας”, όπου γνωρίζουν μεγάλη απήχηση από την προοδευτική αριστερά.

Ένα χρόνο μετά, το 1953, δημοσιεύει το «αριστερό ευαγγέλιο» με τίτλο ¨Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου¨. Γι’αυτό του το έργο, το Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία του απονέμει το πρώτο βραβείο ποίησης, ενώ αντίθετα στην Ελλάδα θεωρείται επικίνδυνα φιλειρηνικό ( άκουσον, άκουσον…) οδηγώντας τον στο ειδώλιο του κατηγορουμένου. Η δίκη του συγκλονίζει την Ευρώπη και κύματα αλληλεγγύης προς τον ποιητή κάνουν την εμφάνιση τους. Η ευσυναισθησία που κρύβει κάθε ζευγάρι λέξεων του έργου του, τον αθωώνει.

Τα ανέγγιχτα από χρόνο ποιήματα

Τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη, μεταφράστηκαν σε 10 γλώσσες και μελοποιήθηκαν από σπουδαίους συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης στους δίσκους «Πολιτεία», «Της εξορίας» ,«Πολιτεία Γ’» – Οκτώβρης ΄78» «Τα Λυρικά» «Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο», από τον Μάνο Λοΐζο στο δίσκο «Για μία ημέρα ζωής» και τραγουδήθηκαν από σπουδαίους καλλιτέχνες όπως τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και το συγκρότημα Ονάρ.

Τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη, τα οποία ανέκαθεν έκαναν την κοινωνία ολάκερη καλύτερη, σύμφωνα με έρευνα η οποία προβλήθηκε από την ΕΡΤ, ο σημερινός άνθρωπος ταυτίζεται πλήρως με την ανάγκη φυγής από την σκληρή ζωή και την φυσική ροπή προς την καταπιεσμένη ανάμνηση της παιδικότητας που «περιγράφεται» στα ποιήματα του.

Αυτή η ταύτιση είναι ένας από τους λόγους που βλέπουμε αρκετά τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη να δημοσιεύονται στα social media από πλήθος χρηστών. Θα τα λέγαμε λοιπόν διαχρονικά, καθώς ο χρόνος και οι αλλαγές πλησίασαν μα δεν τα ακούμπησαν, γιατί οι κοινωνικές συνθήκες μπορεί να μεταβάλλονται αλλά οι αισθήσεις και οι ανάγκες παραμένουν οι ίδιες.

Αποσπάσματα από τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη, γιατί έχουμε ακόμα δάκρυα μέχρι να στερέψουμε.

Σε περιμένω παντοῦ

Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ
ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.

Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.

Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες
μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν
ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο… ἐκεῖ θὰ
σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!

Κανείς δεν εἶναι μόνος

«Ἦρθα», ἔλεγες πάντα μπαίνοντας στὸ δωμάτιο, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν
……σὲ περίμενε κανείς.
Ὅμως ἀκριβῶς αὐτό σου ἔδινε μιὰ βαθύτερη ἀπάντηση.

Ἀλλά τα βράδια

Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,
μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες
Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο,
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη

μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ
σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει
παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!

Δῶς μου τὸ χέρι σου..
Δῶς μου τὸ χέρι σου

Αὐτός που σωπαίνει

Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
ποὺ ὁδηγοῦνε
ἄγνωστο ποῦ…

Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς
ποὺ ἀρνοῦνται
κλαῖνε λίγο
κι ὕστερα ἐνδίδουν
καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,
ἀερίζουν τὸ σπίτι
ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…

Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια
μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες
πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν
πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου
κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν
γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι
σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια

Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…
Γιατί δὲ μιλᾷς;
Πές μου!
Γιατί ἤρθαμε ἐδῶ;
Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;
Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
Τί θέλουν νὰ ποῦν;

Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…

Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…
δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,
τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…

Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο
τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει…

Αὐτό το ἀστέρι εἶναι για ὅλους μας

Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.

Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.

Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.

Περιμένοντας το βράδυ

Δὲν ξέρω πῶς, δὲν ξέρω ποῦ, δὲν ξέρω πότε, ὅμως τὰ βραδιὰ
κάποιος κλαίει πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα
κι ἡ μουσικὴ εἶναι φίλη μας – καὶ συχνὰ μέσα στὸν ὕπνο
ἀκοῦμε τὰ βήματα παλιῶν πνιγμένων ἢ περνοῦν μὲς
στὸν καθρέφτη πρόσωπα
ποῦ τὰ εἴδαμε κάποτε σ᾿ ἕνα δρόμο ἡ ἕνα παράθυρο
καὶ ξανάρχονται ἐπίμονα
σὰν ἕνα ἄρωμα ἀπ᾿ τὴ νιότη μας – τὸ μέλλον εἶναι ἄγνωστο
τὸ παρελθὸν ἕνα αἴνιγμα
ἡ στιγμὴ βιαστικὴ κι ἀνεξήγητη.

Οἱ ταξιδιῶτες χάθηκαν στὸ βάθος
ἄλλους τοὺς κράτησε γιὰ πάντα τὸ φεγγάρι
οἱ καγκελόπορτες τὸ βράδυ ἀνοίγουνε μ᾿ ἕνα λυγμὸ
οἱ ταχυδρόμοι ξέχασαν τὸ δρόμο
κι ἡ ἐξήγηση θὰ ᾿ρθεῖ κάποτε
ὅταν δὲν θὰ χρειάζεται πιὰ καμία ἐξήγηση

Ἄ, πόσα ρόδα στὸ ἡλιοβασίλεμα – τί ἔρωτες Θέε μου, τί ἡδονὲς
τί ὄνειρα,
ἂς πᾶμε τώρα νὰ ἐξαγνιστοῦμε μὲς στὴ λησμονιά.

Θα ήμασταν ψεύτες, εάν λέγαμε πως δεν έχουμε σιγοψιθυρίσει αργά την νύχτα κάποιον στοίχο του Τάσου Λειβαδίτη σε αυτόν που αγαπάμε. Εάν υποστηρίζαμε πως σε κάθε μάχη που δώσαμε για ένα κόσμο πιο όμορφο δεν σκεφτήκαμε σιγανά πως «Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων, εμείς καθόμασταν τα βράδια και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου. Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας».

Ευχαριστούμε Τάσο Λειβαδίτη, για την βαρβαρότητα την οποία μάθαμε από εσένα, να πολεμάμε πάντα, στον βωμό των σκιρτημάτων της καρδιάς μας και των απέραντων χαμόγελων μικρών και μεγάλων.

Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».