«Θέλω να μάθω ποιος είσαι και πώς κατέληξες σκλάβος, και από ποιο μέρος της Αφρικής κατάγεσαι και πώς ήταν η ζωή σου ως σκλάβος και πώς τα κατάφερες ως ελεύθερος άνθρωπος» αναφέρει η συγγραφέας Ζόρα Νιλ Χέρστον (Zora Neale Hurston) στη δια ζώσης συνάντησή της με τον Κούτζο Λούις, γνωστό ως Κοσούλα, τον τελευταίο έγχρωμο σκλάβο, στον οποίο και αφιέρωσε ένα ολόκληρο βιβλίο με τίτλο Barracoon. Η περίπτωση της Νιλ Χέρστον είναι από εκείνες που μένουν αταλάντευτες στον χρόνο τόσο με την αλήθεια των ιστοριών που η ίδια αφηγείται όσο και μέσα από το γεγονός πως η ίδια αποτέλεσε και αποτελεί μύθο της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας για την συνολική προσφορά της στη διατήρηση της λαϊκής παράδοσης. Αφιέρωσε τη ζωή της, εκτός από τα μυθιστορήματα, στην καταγραφή των λαϊκών μύθων και στη συλλογή αυτών ενώ παράλληλα έμεινε στην ιστορία ως μία γυναίκα που έδωσε αγώνα, μέσα από τα γραπτά της, για την προάσπιση της χειραφέτησης του γυναικείου φύλου σε μια δύσκολη περίοδο.

Ο αγώνας κατά του ρατσισμού και της αυταρχικότητας κατά των γυναικών δεν σταματά ποτέ

Αδιαμφισβήτητα, ζούμε σε μία εποχή όπου η στιχομυθία και η αναφορά περί ρατσισμού έχει δυστυχώς επανέλθει πολύ έντονα στο προσκήνιο. Τα κρούσματα ξενοφοβίας και επιθετικότητας έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια σε όλο τον κόσμο και κυρίως στην Ευρώπη, η οποία και πλήττεται σφόδρα λόγω και του μεγάλου προβλήματος του μεταναστευτικού. Παράλληλα, τα κινήματα της λαμβάνουν όλο και πιο αυξημένα ποσοστά στις ευρωπαϊκές χώρες, κάτι που είχε να συμβεί από την εποχή της ανόδου του ναζισμού και του φασισμού στην γηραιά ήπειρο τη δεκαετία του 1930. Μέσα σε αυτό το σκηνικό κοινωνικού πολέμου και αστάθειας, μέσα στη δίνη των φυλετικών διακρίσεων και του εκφοβισμού, τα μυθιστορήματα του παρελθόντος όπως αυτά που παρουσιάζονται εδώ έρχονται να μας θυμίσουν πόσο εύθραυστος είναι ο κοινωνικός ιστός και πως η ιστορία μπορεί και επαναλαμβάνεται με απρόβλεπτες συνέπειες.

Η λογοτεχνία, μέσω γνωστών ή λιγότερο γνωστών εκπροσώπων της, ανέκαθεν υπήρξε ένας μοχλός και ένας ουσιώδης τρόπος ανάδειξης των κοινωνικών ζητημάτων και οι συγγραφείς μέσα από τα γραπτά τους και την αφήγησή τους καθρεφτίζουν με γλαφυρό και έμμεσο τρόπο όλα αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία, ανταποκριτές της οι ίδιοι μας καλούν σε συστράτευση και σε συλλογισμό. Εμείς, ως αναγνώστες αλλά και ως ενεργοί πολίτες, δεν έχουμε παρά να μελετήσουμε το έργο τους, να αφουγκραστούν τον παλμό των ανησυχιών τους και να γίνουμε κοινωνοί των πιο μύχιων σκέψεών τους αναλογιζόμενοι έτσι και τον ρόλο μας σε αυτό το κλίμα αναταραχής. Αναμφίβολα, η ενεργή και δυναμική αντίδραση του καθενός μας απέναντι στο τέρας του ρατσισμού είναι κομβική και επιβεβλημένη, ειδικά στη σημερινή εποχή που το κλίμα αυτό βρίσκεται και πάλι στην κορύφωσή του.

Στο εξαιρετικά διαφωτιστικό όσο και πλούσιο σε πληροφορίες επίμετρο του βιβλίου, διαβάζουμε για το πρόσωπο της Νιλ Χέρστον μέσα από τη γραφή της επίσης πολύ σημαντικής Άλις Γουόκερ. Η τελευταία επιχειρώντας να βρει ίχνη της Νιλ Χέρστον στον τόπο όπου έζησε και έγραψε, ταξιδεύει σε μέρη οικεία προς την συγγραφέα όπου συζητά με ανθρώπους που την γνώρισαν και της μίλησαν, ανθρώπους που την είδαν και την έζησαν έστω και για λίγο. Αυτό το άρθρο της Γουόκερ που παρατίθεται εδώ ήταν και η αφορμή για να ανακαλυφθεί και πάλι η ξεχασμένη από το κοινό Νιλ Χέρστον κατά τη δεκαετία του 1970. Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου το γεγονός πως η περιπλάνηση της Γουόκερ στα μέρη όπου έζησε η συγγραφέας είναι μάλλον απογοητευτική μιας και κανείς δεν γνωρίζει επακριβώς πού ακριβώς θάφτηκε ενώ αγνοείται και το σημείο του τάφου της.

Η Γουόκερ, επίμονη και αποφασισμένη, βρίσκει ωστόσο κάποια από τα ίχνη της και έτσι μαθαίνουμε από κάποιον πολύ σημαντικό μάρτυρα τα εξής ενδιαφέροντα: «…Και ήταν φοβερή κηπουρός. Της άρεσαν οι αζαλέες κι εκείνες οι περικοκλάδες που ανθίζουν [καμπανούλες], και λάτρευε πραγματικά εκείνο το λουλούδι που μυρίζει νύχτα [γαρδένια]. Είχε κι έναν λαχανόκηπο που τον φρόντιζε όλο τον χρόνο. Καλλιεργούσε λαχανίδες και ντομάτες και τέτοια πράγματα. Οι πάντες σε αυτή την κοινότητα τη συμπαθούσαν την κυρία Χέρστον. Όταν πέθανε, όλοι οι άνθρωποι από την πάνω και την κάτω πλευρά του δρόμου έκαναν έρανο για την κηδεία της. Τη θάψαμε σωστά». Αυτή η μαρτυρία ουσιαστικά είναι πολύ σημαντική γιατί έτσι γνωρίζουμε τον άνθρωπο Νιλ Χέρστον πέρα από την συγγραφέα που διαβάζουμε.

Το μυθιστόρημα αυτό, ένα από τα λίγα που έγραψε, είναι συγκλονιστικό και αποτυπώνει τόσο γλαφυρά γεγονότα της εποχής εκείνης, μιας δύσκολης εποχής για την έγχρωμη κοινωνία, για την γυναίκα που παλεύει να βρει τη θέση της σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία με τόσα πολλά βάρβαρα στερεότυπα. Η Τζέινι, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, θα μπορούσε να είναι η ίδια η Νιλ Χέρστον, μια γυναίκα που αντέχει τη βαναυσότητα και την αγριότητα του πρώτου συζύγου, την άσχημη συμπεριφορά του και όταν έρχεται η ώρα του Μπισκότου, του δεύτερου άντρα συντρόφου εκείνη προσπαθεί και πάλι να γίνει κιβωτός καλοσύνης απέναντι σε έναν επίσης άστατο, παθολογικά ζηλιάρη και παραβατικό άντρα. Οι συνθήκες θανάτου του Μπισκότου την καθιστούν ύποπτη αλλά η δύναμη της αγάπης της μπορεί και διώχνει τις κακές σκέψεις που σχηματίζονται εις βάρος της. Ο κόσμος της Τζέινι, όπως και της Χέρστον, είναι ένας κόσμος σκληρός και ωμός, ένας κόσμος που πιστεύει στο κακό και έχει αλλεργία στην καλοσύνη. Πρόκειται για ένα σπουδαίο κείμενο με πολλές και πολυεπίπεδες αναγνώσεις που παρασέρνει τον αναγνώστη πίσω στον χρόνο ενώ τα μηνύματα έρχονται από κάθε κατεύθυνση.

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Τα μάτια τους κοιτούσαν τον θεό»:

«…η αγάπη δεν είναι κάτι σαν μυλόπετρα, που είναι το ίδιο πράγμα παντού και κάνει το ίδιο πράγμα σε ό,τι αγγίζει. Η αγάπη είναι σαν τη θάλασσα. Είναι κάτι που κινείται, αλλά, παρ’όλα αυτά, παίρνει το σχήμα της από την ακτή που συναντά – και είναι διαφορετική σε κάθε ακτή»

«Όλη σου τη ζωή τα έκανες όλα όπως ήθελες, να ποδοπατάς και να διαλύεις και να προτιμάς να πεθάνεις παρά να το ακούσεις»

Διαβάστε επίσης: 

Τα μάτια τους κοιτούσαν τον θεό: Το σπουδαίο μυθιστόρημα της Ζόρα Νιλ Χέρστον