Το έργο

Υπάρχουν άραγε «καλά» και «κακά» παιδιά; Και αν ναι, ποιος το ορίζει; Το σχολείο; Η οικογένεια; Τα άλλα παιδιά; Και αρκεί ένα «καλό παιδί» να είναι «καλό» ή πρέπει και να φαίνεται;

Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα, τα οποία διερευνά ο σκηνοθέτης της παράστασης. Με λιγοστό, αλλά έντονα σημειολογικά φορτισμένο κείμενο, δίνοντας μεγαλύτερη βαρύτητα στο σωματικό θέατρο, ο Αντώνης Νάσιος, με πενταμελή θίασο, θέτουν τον δάκτυλον υπό τον τύπο των ήλων προκειμένου να εντοπίσουν τα σημεία νόσησης της σημερινής εκπαίδευσης. Η ενδοσχολική βία, η σεξουαλική αγριότητα, ο νοσηρός ανταγωνισμός, η βαθμοθηρία, η απουσία ουσιαστικών εκπαιδευτικών προτύπων, ο γονεϊκός υπερπροστατευτισμός είναι μερικά από αυτά.

Η παράσταση βασίστηκε στο αναγνωστικό «Αλφαβητάριο» του Επαμεινώνδα Γεραντώνη, αλλά και στην αναθεωρημένη έκδοση που επιμελήθηκαν αργότερα οι Ι.Κ. Γιαννέλης και Γ.Σακκάς, το οποίο γαλούχησε τις γενιές των Ελλήνων κατά τις δεκαετίες του 1950, 1960 και 1970 έως και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1981. 

Η παράσταση

Πέντε παιδιά, απροσδιορίστου ηλικίας, πηγαίνουν στο σχολείο τους κάθε μέρα. Ήδη, προτού περάσουν την πόρτα του, διαγκωνίζονται για το ποιος θα μπει πρώτος. Από την ώρα που παίρνουν τις θέσεις τους μέσα στην τάξη, αρχίζει ένας ανηλεής αγώνας προκειμένου να είναι αρεστοί και αποδεκτοί από τον δάσκαλο. Αυτός άλλωστε αποτελεί την «εξουσία», αλλά και το εισιτήριό τους προς την αριστεία, η οποία θα ικανοποιήσει και τους γονείς τους. Είναι άριστοι στην παπαγαλία, αλληλέγγυοι όταν τους κοιτά ο δάσκαλος και τρομακτικά πειθήνιοι μπροστά του. Για όλους αυτούς τους λόγους, ενδύονται μπροστά του το προσωπείο του «καλού παιδιού», που είναι φρόνιμο, υπάκουο και τακτικό. Μόλις όμως απομακρυνθεί από το οπτικό τους πεδίο, απελευθερώνουν τα καταπιεσμένα και, ενίοτε, απαγορευμένα συναισθήματα και ένστικτά τους και μεταμορφώνονται, εν ολίγοις,  σε κακέκτυπα των γονιών τους: παιδιά μοχθηρά, ανταγωνιστικά, με βίαιες εκρήξεις και αχαλίνωτα πάθη, ικανά να χτυπήσουν μέχρι θανάτου, να βιάσουν, όντας πλέον ψυχικά αποκτηνωμένα.

Ο σκηνοθέτης έντυσε και τα πέντε παιδιά με στολές, οι οποίες παρέπεμπαν περισσότερο σε φασιστική νεολαία, παρά σε σχολική στολή. Ντυμένα και χτενισμένα το ίδιο, η σκηνοθεσία θέτει το ζήτημα της κοινωνικής εξίσωσης μέσω της εμφάνισης, η οποία όμως δύναται να οδηγήσει και στην εκμηδένιση του ατόμου. Ως απόρροια αυτής της ισοπεδωτικής λογικής εμφανίζονται η έντονη αντιδραστικότητα, αλλά και η βίαιη εκτόνωση. Έτσι, τα παιδιά αποκτούν σωματικά τικ ή διακατέχονται από παθογόνα απάθεια ή ακόμα εκτονώνονται σε βάρος συμμαθητών τους. Αποκορύφωμα αποτελεί η βιντεοσκόπηση ενός βιασμού μέσα στην τάξη, ενώ όλοι οι άλλοι συμμαθητές στέκονται αμέτοχοι και απλώς παρακολουθούν. Όπως σχολιάζει ο σκηνοθέτης μέσω της παράστασης, τα παιδιά ξεκινούν να τρώνε για κολατσιό, κάθε μέρα, μια φέτα ψωμί και καταλήγουν να τρώνε ολόκληρη τη φρατζόλα το καθένα. Όμως η πείνα (κυριολεκτική, αλλά κυρίως μεταφορική) των παιδιών είναι αδύνατον να ικανοποιηθεί, καθώς εθίζονται ολοένα και περισσότερο στη βία, την απάθεια και την ασυδοσία.

Οι ηθοποιοί

Πέντε νέοι ηθοποιοί ενσαρκώνουν τους ρόλους των «καλών παιδιών». Πρόκειται για τους Θάνο Κόνιαρη, Πολυξένια Κωνσταντίνου, Σίλια Μπαξεβάνη, Ελιάννα Παπαυγέρη και Χρήστο Στεφανή. Και οι πέντε βρίσκονται στη σκηνή σαν κουρδισμένα, αλλά άψυχα παιχνίδια, παρατηρώντας, παλεύοντας για το Άριστα, ετοιμοπόλεμοι και αδιάφοροι για τον διπλανό τους. Το συναίσθημα απουσιάζει, καθώς έχουν μεταμορφωθεί σε ανθρωποειδείς υπάρξεις που στόχο έχουν την επιτυχία στο σχολείο, ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Αυτά τα «καλά παιδιά» αποδεικνύονται μάλλον δυστυχή. Με εξαιρετικά σωματικά εκφραστικά μέσα, οι πέντε ηθοποιοί αποτυπώνουν με αγωνιώδη και ασφυκτικό τρόπο την καθημερινότητα των σημερινών παιδιών.

Εν κατακλείδι

Ο σκηνοθέτης κατάφερε να φέρει στο προσκήνιο και να αναδείξει τις παθογένειες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, οι οποίες ανιχνεύονται ήδη από τη σχολική ηλικία των μικρών παιδιών. Βασισμένος κυρίως στο σωματικό θέατρο, ο Αντώνης  Νάσιος έστησε μια παράσταση η οποία είναι γροθιά στο στομάχι του θεατή. Ένας νέος θίασος συνδιαλέγεται με το μέλλον των νέων ανθρώπων με τρόπο απλό, σαφή και εξαιρετικά έντονο. Στο τέλος, όταν ζητείται από τους μαθητές να εκφραστούν γραπτώς στο μάθημα της «Ελεύθερης Έκφρασης», έρχονται στο φως οι κοινωνικές παθογένειες που έχουν ενσκήψει σαν κατάρα στα «καλά παιδιά»: η ενδοοικογενειακή βία, η σεξουαλική κακοποίηση από μεγαλύτερους αλλά και συνομηλίκους, η βαθμοθηρία που πηγάζει από το ανικανοποίητο «εγώ» των γονιών, η αδιαφορία και η απουσία των γονιών από τη ζωή των παιδιών τους. Μοναδική λύση, στο τέλος, η εκτέλεση όλων των παιδιών, τα οποία θυσιάζονται για να λυτρώσουν (ή μήπως απλώς για να απαλλάξουν) τους ενήλικες που αποδείχθηκαν εξαιρετικά ανεπαρκείς στις περιστάσεις.

Ο Αντώνης  Νάσιος προσπάθησε να μιλήσει, μέσω του αναγνωστικού εγχειριδίου του περασμένου αιώνα, για τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής εκπαίδευσης και κοινωνίας. Αυτό που κατάφερε όμως ήταν να μιλήσει, μέσω του σωματικού θεάτρου, μια παγκόσμια γλώσσα και να αναδείξει ότι οι παθογένειες αυτές, δυστυχώς, δεν συναντώνται μόνον στη χώρα μας. Η παράσταση ανέδειξε ότι η παιδεία, και, κατά συνέπεια, συλλήβδην η σύγχρονη νέα γενιά νοσεί λόγω του κακοποιητικού και νοσηρού κοινωνικού παρελθόντος από όπου και αν προέρχεται… 

Photo Credit: Αλέξης Εφραιμίδης 

Διαβάστε επίσης:

Τα Καλά Παιδιά, του Αντώνη Νάσιου στον Τεχνοχώρο Φάμπρικα