Στον Συνταγματάρχη Σαμπέρ ο αναγνώστης θα ανακαλύψει ένα διήγημα πολλαπλών δράσεων και νοημάτων με την έννοια πως η γραφή του Μπαλζάκ είναι πολυεπίπεδη. Εδώ ο Μπαλζάκ εντρυφεί και επεξεργάζεται την λειτουργία του συναισθήματος ενός ανθρώπου που κινείται στα όρια φθοράς και αφθαρσίας αλλά τείνει προς την απόλυτη ευτυχία παρά την δυστυχία.

Με σαφείς πολιτικές και κοινωνικές νύξεις για τα πεπραγμένα των ανθρώπων που κινούσαν τα νήματα της εξουσίας εκείνη την εποχή και με αιχμηρά σχόλια για την απαξίωση αρχών και κανόνων που θα έπρεπε να διέπουν τον δημόσιο αλλά και ιδιωτικό βίο, ο Μπαλζάκ αποκαλύπτει πρώιμα τις προθέσεις του. Με την αφοσίωσή του από τόσο νωρίς στην ανθρώπινη ψυχή και τον εύθραυστο χαρακτήρα μεγαλουργεί και επιχειρεί να αναδείξει την αδυναμία, την απιστία, την ασωτία, το μίσος από την μία και την αγάπη, την συγχώρεση, την δύναμη, το σθένος και την γενναιότητα από την άλλη. Με αυτή την ενασχόλησή του στην ανθρώπινη ασθενική φύση ανακοινώνει εμμέσως πλην σαφώς τα μεταγενέστερα μυθιστορήματα αλλά και τα διηγήματά του, όπως για παράδειγμα την «Ανθρώπινη Κωμωδία» και την «Βεντέτα». Ο μεταφραστής Δημήτρης Στεφανάκης στον εξαιρετικά διαφωτιστικό πρόλογό του αναφέρει σχετικά πως «αυτή η ανθρώπινη ψυχή πρωταγωνιστεί εδώ με όλες εκείνες τις αντιφάσεις και τις βαθιές, αγεφύρωτες συγκρούσεις που τη χαρακτηρίζουν. Ο Συνταγματάρχης Σαμπέρ δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μάθημα ανατομίας για τον μικρόκοσμο του ανθρώπου».

Ο Μπαλζάκ στον Συνταγματάρχη Σαμπέρ θα καθρεφτίσει τον άνθρωπο που παρά τις αντιξοότητες καταφέρνει να ορθοποδήσει με βάση την δική του φιλοσοφία περί ανάτασης διότι ο κόσμος που τον περιβάλλει απλά δεν τον αφορά. Η ιστορία του Σαμπέρ είναι δραματική, ένας γενναίος πολεμιστής γυρνάει ζωντανός από τον πόλεμο όπου λόγω διάφορων συγκυριών τον είχαν θεωρήσει πεθαμένο. Επιστρέφοντας από την κόλαση έρχεται αντιμέτωπος με μία χειρότερη κόλαση, αυτήν της πραγματικής ζωής όπου κανένας δεν τον υπολογίζει, η γυναίκα του έχει ξαναπαντρευτεί και αποκτήσει παιδιά και εκείνος βρίσκεται στο έλεος της αδιάφορης ματιάς γνωστών και αγνώστων που τον περιφρονούν σαν ζητιάνο. Ο πρωταγωνιστής αν και εκλιπαρεί για βοήθεια στέκεται αγέρωχος μέσα του, θυμώνει αλλά ηρεμεί, επαναστατεί αλλά συλλογίζεται και ενώ αρχικά βυθίζεται στον κόσμο της απόγνωσης και της απελπισίας χωρίς καμία ελπίδα για να βρει το δίκιο του και να αναγνωριστεί η αξία του, στην πορεία και αντικρύζοντας την ανθρώπινη θρασύτητα και κουτοπονηριά στα μάτια της πρώην συζύγου του και των υπολοίπων, θα αλλάξει μέσα του. Και θα αφήσει στην άκρη την μάταιη ζωή που νόμιζε ότι ξαναβρήκε για να μεταβεί και πάλι στον χώρο των ζωντανών νεκρών, από εκεί που ήρθε δηλαδή και εκεί που τελικά έχει αποφανθεί πως ανήκει μια για πάντα. Γιατί λίγο έλειψε το πεδίο της μάχης να του στοιχίσει τη ζωή αλλά για ποια ζωή μιλάμε όταν τίποτα από αυτά που ο ίδιος ήλπιζε να βρει έχει πια χαθεί? Τελικά θα ευχόταν να είχε πεθάνει ηρωικά και πατριωτικά στο μέτωπο ανάμεσα σε στρατιώτες που τον τιμούσαν και τον σέβονταν παρά να σέρνεται έρμαιο σαρκίο των μοχθηρών και ανάξιων ανθρώπων που ούτε καν στρέφουν το βλέμμα τους για να του δώσουν σημασία. Ο ίδιος θα δηλώσει χαρακτηριστικά: «Δεν ξέρω να σας πω πως κατάφερα να διαπεράσω την επικάλυψη της ανθρώπινης σάρκας, αυτό τον φράχτη ανάμεσα σ’εμένα και τη ζωή». Και στην γυναίκα του, αυτήν που τον ατίμασε και φρόντισε να τον ενταφιάσει μια για πάντα στη λήθη θα απαντήσει με βροντερή φωνή: «Δεν αισθάνομαι καν την επιθυμία να σας εκδικηθώ. Δε σας αγαπώ πια. Δε θέλω τίποτα από σας. Ζήστε ήσυχη κι έχετε το λόγο της τιμής μου, που μετρά πιο πολύ από τα ορνιθοσκαλίσματα όλων των συμβολαιογράφων του Παρισιού…».

Ο Μπαλζάκ ενώνει τον κόσμο των νεκρών με τον κόσμο των ζωντανών προσδίδοντας στο διήγημά του και μία φιλοσοφική διάσταση, την οποία θα βρούμε και στην «Σεραφίτα» γιατί πάνω από όλα ο άνθρωπος του Μπαλζάκ δεν παύει να προβληματίζεται, να αναρωτιέται, να αυτοανακαλύπτεται και να γεύεται την ίδια του την απορία. Ο Σαμπέρ, είναι η προσωποποίηση της ψυχής που αντιστέκεται στα εμπόδια, ανασυγκροτείται αφού πρώτα έχει αυτομαστιγωθεί για να βρει την λύτρωση. Το γεγονός πως «ενώ αρχικά εμφανίζεται αποφασισμένος να διεκδικήσει εκ νέου τη θέση του σε πείσμα θεών και ανθρώπων, αρχίζει σιγά σιγά να χάνει το εκτόπισμά του στην ιστορία, και στο τέλος ουσιαστικά αυτοεξορίζεται από τον κόσμο των ζωντανών», θα μας πει ο Δημήτρης Στεφανάκης. Και είναι πραγματικά μία συνεχής δοκιμασία για τον ίδιο αυτό το πήγαινε έλα από την ζωή στον θάνατο και τούμπαλιν. Νιώθει να ατιμάζεται και να αποδιώχνεται αλλά αυτή η μάχη του – γιατί έχει μάθει να παλεύει με θηρία – με τους εχθρούς ουσιαστικά μετατρέπεται σε δύναμη ψυχής. Αρωγός του σε αυτό τον αγώνα που διάγει με τόσο ζήλο και ζέση είναι από την μία η αλήθεια του και η πίστη για δικαιοσύνη και από την άλλη ο δικηγόρος Ντερβίλ που από την αρχή μέχρι το τέλος ποτέ δεν τον εγκατέλειψε και τον βοήθησε ειλικρινά να ατενίσει το μέλλον που εκείνος όρισε ως μία σχεδία παραδείσου. Έτσι το τέλος που προκύπτει για τον ίδιο δεν είναι μία δυστυχής συγκυρία ούτε μία λυπηρή κατάληξη, είναι η απόδειξη πως ο ίδιος βγήκε νικητής από την λάσπη μέσα στην οποία κολυμπούν δίχως σωτηρία όλοι αυτοί που θέλησαν το κακό του και θεωρούν πως θα μπορούσαν να τον αφανίσουν με μέσα άνομα και ανήθικα. Ο Σαμπέρ απαντά στους σφετεριστές και «βασανιστές» του με ένα ηχηρό όχι στην κακία τους και με πνεύμα καλοσύνης και αποστασιοποίησης βαδίζει στην εξής φιλοσοφία: «Καλύτερα να είσαι ευγενής στα αισθήματα παρά στα ρούχα που φοράς». Είναι βέβαιο πως αυτό που ο Στεφανάκης επισημαίνει για τον Μπαλζάκ είναι ένα θέσφατο: «Ο Μπαλζάκ είναι αυτός που μας διδάσκει ότι χωρίς αδρούς και ολοκληρωμένους χαρακτήρες δε νοείται μεγάλη λογοτεχνία».

«Έχω καταληφθεί ξαφνικά από μία αρρώστια, την αποστροφή μου για την ανθρωπότητα»

«Μερικοί άνθρωποι έχουν ψυχή ικανή να αφοσιωθεί με μοναδική ανταμοιβή την ευτυχία του αγαπημένου τους προσώπου»

«Η αλήθεια ποτέ δεν εκφράζεται ολοκληρωμένα, παραλείπει πάντοτε κάτι, για να το μαντέψει κανείς»

Το βιβλίο του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Συνταγματάρχης Σαμπέρ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έναστρον.