«Στην Εθνική με τα Μεγάλα», του Μιχάλη Βιρβιδάκη, παρουσιάζεται στο θέατρο 104, στο Γκάζι, εικοσιδύο χρόνια μετά το πρώτο του ανέβασμα. Πρόκειται για ένα σύγχρονο δραματικό έργο σε σκηνοθεσία του Σταύρου Ράγια. Έχει αποσπάσει παγκόσμιες διακρίσεις και ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο θέατρο Νέα Σκηνή, του Λευτέρη Βογιατζή. Αναφέρεται στην εμβριθή αναζήτηση του εαυτού μας, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, στοιχείο που ενισχύει την πολιτική διάσταση του θεατρικού συγγράμματος.

Υπόθεση

Η ιστορία επικεντρώνεται στη ζωή τριών νεαρών, καθώς βρίσκονται μπλοκαρισμένοι στα γρανάζια μιας πτωχής και εκπτωτικής σε όλα τα επίπεδα κατάστασης. Αναζητούν απελπισμένα τα κομμάτια του εαυτού που έχασαν και όσα δεν πρόλαβαν να αναπτύξουν. Το ζητούμενο είναι τόσο η ατομική όσο και η συλλογική ταυτότητα, που θα διασφαλίσει το αίσθημα του ανήκειν. Η ελληνική οικογένεια, μικρογραφία της κοινωνίας, ξεδιπλώνει τις νοσηρές εκείνες πτυχές που την καθιστούν ανάπηρη να πάει μπροστά. Βουτηγμένη στη δίνη ενός «ένδοξου» παρελθόντος, πορεύεται με το διχασμό να τη συντροφεύει. Δύο αδέλφια που τα έχουν χάσει όλα, και η φίλη του μικρού, παλεύουν με τα φαντάσματα μιας ζωής περιθωριακής και ρημαγμένης. Τα τραύματα πολλά και ανεπούλωτα, απειλούν, εκβιάζουν, ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Σε μια παράγκα κάπου στην εθνική οδό, σκονισμένη και ετοιμόρροπη, όπως τα όνειρά τους, παραπαίουν ανάμεσα στο εφιαλτικό «τότε» και το στραγγαλιστικό «τώρα».

Εθνική ενηλικίωση

Η πραγματικότητα στηρίζεται στην αυτογνωσιακή δυνατότητα που παρέχει στο άτομο, το κοινωνικό / πολιτικό γίγνεσθαι και όχι σε «εθνικές» φαντασιώσεις. Η τύφλωση που προκαλείται από τα φώτα μιας κατά συρροή ψευδεπίγραφης εθνικής ταυτότητας, που αποδεικνύονται παραπλανητικά, είναι επικίνδυνη και διαλυτική. Φρικτή γίνεται η αγωνία να διακρίνει κανείς το αληθινό από το ψεύτικο, το μικρό από το μεγάλο, το δίκαιο από το άδικο. Αυτή η εκθαμβωτική λάμψη παραλύει κάθε πρόθεση αποκαθήλωσης του παρελθόντος και απεγκλωβισμού από ένα θανατηφόρο παρόν. Μέσα σε αυτό το χάος της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης στενεύουν τα περιθώρια του ονείρου, του αγώνα, της πολιτικής συνείδησης και ενός έντιμου κοσμοπολιτισμού. Η ξέφρενη πορεία των οχημάτων που τρέχουν στη λεωφόρο της ζωής, δημιουργεί ένα γκροτέσκο κλίμα που υπηρετεί με εντέλεια την τραγικότητα των ηρώων. Η ατομική ενηλικίωση συνδέεται άρρηκτα με τη συλλογική συνείδηση.

Συντελεστές

Η γραφή του συγγραφέα Μιχάλη Βιρβιδάκη, οξεία, σαν μαχαίρι ( ύφος knife), διαπερνά και κόβει μέχρι το κόκκαλο, όποια φοβική ψευδαίσθηση αιωρείται. Αρτίστικο σκηνικό και κατάλληλα κοστούμια Ανδρέας Γεωργιάδης, ανάγλυφη / υποβλητική μουσική επιμέλεια Κων/νος Παντζόγλου, αριστοτεχνικά σωστοί φωτισμοί Απόστολος Τσατσάκος, παραγωγή θεατρική εταιρία, Κάτοπτρον. Οι Μιχάλης και Παντελής Καλογεράκης, μελοποίησαν στίχους που υπάρχουν στο κείμενο. Παίζουν οι ηθοποιοί Περικλής Ασημακόπουλος, Βασίλης Λιάκος και Νεφέλη Παπαδερού,αποδίδοντας ένα σύμπλεγμα ρεαλιστικών ενσαρκώσεων.

Πρώτη σκηνοθετική απόπειρα

Ο Σταύρος Ράγιας στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, παράγει μία θεατρική δουλειά σύνθετη και συγκροτημένη. Με το αλληγορικό σκηνικό του Ανδρέα Γεωργιάδη, αναδεικνύει το συνεκτικό ιστό του θεματικού πυρήνα και φωτίζει τους συμβολισμούς ενός δηκτικού κειμένου. Με τις πολυεδρικές διαβαθμίσεις του λόγου, του συναισθήματος και της κίνησης, το έργο αγγίζει τα όρια του ψυχολογικού θρίλερ. Η εξαθλιωμένη παράγκα, τόπος γέννησης άλλοτε άγριων αντιδράσεων και άλλοτε υπερευαίσθητων διαθέσεων των προσώπων, παραπέμπει στην παράγκα ολόκληρης της Ελλάδας. Μια Ελλάδα που νοσεί σοβαρά, αποπροσανατολισμένη εδώ και χρόνια, επιλέγοντας το δρόμο της ευκολίας και του φαίνεσθαι, πριν και μέσα στην κρίση. Η πυξίδα του Σταύρου Ράγια κλίνει προς το μέτρο και τον ελεγχόμενο λυρισμό, χωρίς περιττές ακροβασίες και περίεργες μοντερνιές. Έτσι δεν αλλοιώνεται η κλασική φόρμα του δρώμενου και παράλληλα εξελίσσεται ομαλά η ροή. Μία ροή που εκφράζεται μέσα από το πλούσιο δραματικό υλικό του θεατρικού πονήματος, παράγοντας συμπαγή υποκριτική δραστηριότητα. Σαρκασμός, κυνικότητα, μαύρο χιούμορ, μυστηριώδες κλίμα, συναισθηματικές εκρήξεις, υποστηρίζονται με διακριτική ευχέρεια.

Ερμηνείες

Περικλής Ασημακόπουλος, (Λάκης), Βασίλης Λιάκος ( Λόλης) και Νεφέλη Παπαδερού (Λέλα), ερμηνεύουν αριστοτεχνικά, γοητεύοντας τους θεατές. Η μέθεξη που παράγεται, συγκινεί, προβληματίζει, «στριμώχνει» και προκαλεί. Η σωστά επιλεγμένη διανομή των ηθοποιών, επισφραγίζει την επιτυχία της παράστασης. Μεστός, ευθύβολος και ακμαίος ο Περικλής Ασημακόπουλος, μέσα στο ερμηνευτικό του κέντρο. Αυτοτελής, εύστοχος και πειστικότατος που σε βάζει μέσα στον ψυχισμό του ήρωα, ο Βασίλης Λιάκος, σε απαιτητικό ρόλο που εγείρει αξιώσεις από τον ηθοποιό. Η Λέλα της Νεφέλης Παπαδερού, μία περσόνα, χειριστική, προσπαθεί να ξεφύγει από την ασφυξία της μιζέριας, κόντρα στη μοίρα της. Η νεαρή ηθοποιός με ταλέντο και τσαγανό, κινείται με άνεση, αξιοποιώντας τα γνωρίσματα του χαρακτήρα που υποδύεται.

Και οι τρεις λειτουργούν μεταξύ τους αρμονικά, πράγμα που εκτινάσσει τη δραματική κορύφωση στα ύψη. Μιλάμε για υποκρίσεις πολύ ταιριασμένες μεταξύ τους, που θα συζητηθούν.

Συνεκτικότητα μοχλός αντίστασης

«Στην Εθνική με τα Μεγάλα», μία παράσταση με αξιοπρόσεκτη πυκνότητα νοημάτων και συμβολισμών και συνοχή εικόνων / ανατροπών που παραπέμπουν σε χορογραφημένη πλοκή. Ένα κλειστοφοβικού πνεύματος περιβάλλον σηματοδοτεί την ανάγκη της αυθυπαρξίας, ως εφαλτήρα για κάτι πιο καθολικά χειροπιαστό. Είναι πρόκληση στην εποχή της διεθνοποίησης, να διατηρηθούν κάποιες αξίες, ως ουμανιστική ασπίδα, απέναντι σε ένα χειμαρρώδες ρεύμα που τα σαρώνει όλα. Αν η ενότητα είναι αυτή που προβάλλεται ως νοηματική κατακλείδα στο έργο του Βιρβιδάκη, τότε η διαχρονικότητα του κειμένου νομιμοποιείται. Απότοκο αυτής της συνθήκης διαβίωσης αποτελεί η ώριμη τοποθέτηση και η συνειδητή οριοθέτησή μας σε ένα κόσμο που αλλάζει ανελέητα. Και αυτό είναι κάποιος οιωνός αισιοδοξίας.

Αποσπάσματα

Λάκης: «Εδώ κάτι γίνεται, πρέπει να το βρεις. Δεν μπορείς να χαραμίσεις τη ζωή σου.Πρέπει να ξεκολλήσεις τα πόδια σου από τη λάσπη».

Λόλης: «Ο δρόμος ….έχει κάτι….σε μαγεύει, όπως φεύγει κάτω από τα πόδια σου. Σου φτιάχνει λίγο λίγο ένα πράγμα στο στομάχι, μια γλύκα π´ανεβαίνει, την ακούς που βράζει , που φουσκώνει. Σαν τον καφέ!».

Σταύρος Ράγιας: «Το έργο δημιουργεί τους οδοδείκτες στη λεωφόρο, για να δούμε τους εαυτούς μας


Διαβάστε επίσης:

Στην Εθνική με τα Μεγάλα, του Μιχάλη Βιρβιδάκη στο Θέατρο 104