Εκεί όπου οι στρωτές και ζυγισμένες λέξεις ακόμα και οι μεταφορικές εκφράσεις  ή το επιτηδευμένο χιούμορ αποτυγχάνουν αναλαμβάνει τη σκυτάλη η χυδαιολογία. Όχι όμως με τρόπο σοκαριστικό και απωθητικό, αλλά υπενθυμιστικό και σίγουρα αποκαλυπτικό. Εδώ η αθυροστομία συνυφαίνεται αγαστά με τη μουσική και το ρυθμό της και όλα αυτά μαζί συμπλέκονται με την έξαρση της σωματικότητας, δηλωτική ενός βασανιστικού υπαρξιακού άλγους που λαμβάνει χώρα σε διαστάσεις «σπιρτόκουτου». Αιτίες; Κοινωνικός αποκλεισμός, καθήλωση, ματαιώσεις, έλλειψη προοπτικής, χαύνωση. Το πανόραμα του νεοελληνικού εαυτού σε όλο το μήκος και το πλάτος του: μια νόθα συνθήκη, ένας τοξικός πολτός από αναφομοίωτες πολιτισμικές παραστάσεις, άμορφες μάζες ενστίκτων, κλειστοφοβικές, βραδυφλεγείς  ατμόσφαιρες, παροξυσμοί, σαθρές ρουτίνες, στερεότυπα, κενότητα, απουσία επαφής.

Η ομώνυμη ταινία του Γιάννη Οικονομίδη φαίνεται να έχει βγει από το μέλλον ή ίσως από το διηνεκές της νεοελληνικής τραγωδίας, εκεί όπου η θέα προς τον ορίζοντα ανακόπτεται βίαια και αιωρείται το ερώτημα: ποιος φταίει για όλα αυτά; Το μόνο σίγουρο είναι πως οι αντιήρωες του «Σπιρτόκουτου» μοιάζουν πρωταγωνιστές σε μια κοινωνία αγνώστου πατρός. Μια κοινωνία μαζί θύμα και θύτης. Αυτό το οξύμωρο καλούνται να διαχειριστούν οι θεατές μπροστά από ένα τρομακτικό κάτοπτρο. Να αναγνωρίσουν τα ίχνη τους, την προσωπική τους ευθύνη. Αρχικά δείχνουν να διασκεδάζουν γελώντας. Παρότι το έργο του Οικονομίδη στη νέα του μορφή φαντάζει σκοτεινό και σαρκαστικό. Παρότι η μουσική (Γιάννης Νιάρρος, Αλέξανδρος Λιβιτσάνος) ανοίγεται σαν μια χοάνη που βυθοσκοπεί εξονυχιστικά. Γελώντας με γνώριμες εικόνες είναι σαν να ξορκίζουμε την αθέατη όψη της ζωής μας. Ωστόσο, κάποια στιγμή το γέλιο παγώνει, εκεί όπου η αλήθεια δείχνει απειλητικά τα νύχια της και μας δονεί εσωτερικά. Στο επίμαχο σημείο όπου καλούμαστε να επιλέξουμε τη συνθηκολόγηση ή το πέρασμα στην αντίπερα όχθη, κάπου στην ομορφιά των απλών πραγμάτων, μακριά από την οργή και το θυμό όπως έξοχα διατυπώνεται στο λιμπρέττο (Γιάννης Οικονομίδης, Δώρης Αυγερινόπουλος).

Το «Σπιρτόκουτο» της Στέγης εντέλει ευτύχησε. Γιατί μίλησε χωρίς προσχήματα και προκαταλήψεις, κυριολεκτικά στον ενικό,  για το ζόφο των αδιέξοδων μικρόκοσμών μας.  Και μαζί με το δυσώδες και το αποκρουστικό τους ανέσυρε και κάτι από τη θεαματικά φαιδρή όψη τους. Η σκηνοθεσία του Γιάννη Νιάρρου εξέπεμψε τη συμπιεσμένη ενέργεια του περίκλειστου χώρου, κατέστησε ανάγλυφα τα πρόσωπα και διάφανους τους ψυχισμούς, ενώ επέτρεψε και στις συγκρούσεις να αφήσουν ένα αποτύπωμα τραγικότητας.  

 Άλλοτε παιγνιώδης και πικρόχολη και άλλοτε βαθιά εξομολογητική, αυτή η σκηνική εκδοχή της ταινίας έδωσε το στίγμα μιας νέας απεύθυνσης του δημιουργού. Η εικαστικότητα της εικόνας έγινε ήχος, το σενάριο ρυθμολογία, τα σώματα μετατράπηκαν σε ζωντανές εκρήξεις με μια αύρα δανεισμένη από τον ηλεκτρισμό που εκπέμπει η σκηνή.

Ο Δημήτρης του Γιάννη Αναστασάκη ενσάρκωσε το τραγικό είδωλο της πατριαρχίας που καταρρέει, η Μαρία της Αγορίτσας Οικονόμου την πυρηνικά αδάμαστη γυναικεία φύση. Ο γιος του Γιώργου Κατσή ένα αφασικό πλάσμα που αυτοκαταναλώνεται μέσα από το σώμα του και η Κική της Νάνσυς Σιδέρη ένα ζωντανό κρεσέντο ρητορικής μίσους. Οι οπερατικές ερμηνείες των Μάριου Σαραντίδη και της Δάφνης Δαυίδ, σε συνδυασμό με τους προκλητικούς στίχους, ανέδιδαν έναν τόνο ειρωνείας προς τα αποκομμένα από την πραγματικότητα αισθητικά στεγανά του αστισμού. Με βαθιά γνώση των τεχνικών του μουσικού θεάτρου οι παρουσίες της Ελένης Μπούκλη και του Αποστόλη Ψυχράμη. Δραστήριο και εκφραστικό, όπως αρμόζει σε ένα κόρους για μιούζικαλ, το σύνολο που συμπληρώνει την ανθρωπογεωγραφία του «Σπιρτόκουτου» (Βασίλης Δημακόπουλος, Δανάη Μουτσοπούλου, Θεοδοσία Σαββάκη).

Διαβάστε επίσης: 

Το Σπιρτόκουτο – The Musical στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση