Για το “Skeleton Tree”, το 16ο άλμπουμ στην πορεία του Nick Cave και των Bad Seeds θα έχετε ίσως ήδη διαβάσει αρκετές κριτικές , δημοσιευμένες σε εφημερίδες και site τόσο της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού. Δεν είναι η πρόθεση μου μέσα από αυτή τη στήλη να γράφω κριτικές κι ούτε σκοπεύω να αρχίσω να το κάνω τώρα. Υπάρχουν άλλοι πιο κατάλληλοι και πιο δοκιμασμένοι σε αυτό από εμένα.

Άλλωστε το παρόν κείμενο  είναι γραμμένο από την πλευρά του συνθέτη και όχι του μουσικού δημοσιογράφου. Δεν είναι καν γραμμένο από τη μεριά του μουσικόφιλου. Ως εκ τούτου – και φυσιολογικά – έχει πολύ διαφορετική οπτική γωνία. Η οποία  θέλω να πιστεύω ότι προσθέτει κάτι στην φιλολογία που αναπτύσσεται, ήδη από την πρώτη  μέρα κυκλοφορίας του άλμπουμ. Το κείμενο γράφτηκε  την Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016. Κατόπιν της προβολής  του  ντοκυμαντέρ “One More Time With Feeling” και μετά τις (λίγες) πρώτες  ακροάσεις  του  “Skeleton Tree”.

Από συνθετικής άποψης (και όχι από άποψη ενορχήστρωσης, παραγωγής ή άλλης) τα τραγούδια του άλμπουμ είναι in limbo. Βρίσκονται δηλαδή σε αυτήν την άλλη διάσταση όπου στέκουν ημιτελή περιμένοντας να τα ολοκληρώσει  ο συνθέτης τους ή (αν αυτός το αμελήσει) περιμένοντας να ωριμάσουν, να ολοκληρωθούν από μόνα τους, και κατόπιν να παρουσιαστούν – έτοιμα – στον συνθέτη τους.

Ο Cave παρουσιάζεται σε αυτό το άλμπουμ ως συνθέτης που δεν ενδιαφέρεται καν, να μπει στη διαδικασία να  ολοκληρώσει τα τραγούδια του. Τα  ηχογραφεί άγουρα, ωμά, χωρίς να τον ενδιαφέρει τι θα συμβεί, που θα οδηγηθούν, που θα οδηγηθεί.  Είναι μια θεραπευτική διαδικασία για αυτόν.

Στα κουπλέ των περισσότερων τραγουδιών δεν έχει μπει στη διαδικασία να καταλήξει σε μία στιχουργική φόρμα ή/και σε μία ξεκάθαρη μελωδική γραμμή. Τα ρεφρέν κατά κανόνα έρχονται με έναν τρόπο που δεν τα ξεχωρίζει ιδιαίτερα από τα κουπλέ. Στην πρώτη ακρόαση λειτουργούν περισσότερο σαν γέφυρες και αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό το τμήμα που άκουσες  είναι το ρεφρέν όταν το ξανακούσεις παρακάτω στο τραγούδι. Η δε εναλλαγή τους (κουπλέ-ρεφρέν) είναι ασύμμετρη. Και αυτό δεν γίνεται με τρόπο επιτηδευμένο. Δεν πρόκειται για επιλογή από άποψη αλλά μάλλον για …παραίτηση. (;)

Στο “I need You”  θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό εκφράζεται ακόμη και στιχουργικά: “Nothing really matters, not even today, no matter how  I try”.

Το ότι η  ημιτελής φύση της πρώτης ύλης (των τραγουδιών)  αφήνεται, όχι μόνο να επηρεάσει, αλλά και να καθοδηγήσει ολόκληρη την διαδικασία ηχογράφησης δεν είναι απαραίτητα η προφανής επιλογή. Θα μπορούσε να είχε γίνει μία προσπάθεια (αν όχι από τον ίδιο τον Cave τότε από τον Warren Ellis ή/και τους υπόλοιπους Bad Seeds) να λειανθούν οι αιχμές, να στρογγυλέψει το αποτέλεσμα. Αντ’ αυτού εκτιμώ ότι οι μουσικοί αφήνονται να παρασυρθούν από τα συναισθήματα, αφήνονται να παρασυρθούν από την  ίδια την μουσική δημιουργία, τη μεταξύ τους μουσική επικοινωνία επειδή προσβλέπουν (αλλά όχι απαραίτητα αποσκοπούν) στην υπέρβαση.

Και αυτή η υπέρβαση επιτυγχάνεται. Τα τραγούδια του “Skeleton Tree” ακούγονται σαν ζωντανοί οργανισμοί οι οποίοι με έναν μεταφυσικό τρόπο έχουν «φωτογραφηθεί» σε ταυτοχρονία:  τη στιγμή δηλαδή που λαμβάνει χώρα η σύλληψη τους, η κυοφορία τους, ομού με τη στιγμή της γέννησης τους. Τα τραγούδια του  “Skeleton Tree” είναι  ζώντα όντα που παλεύουν με την ίδια τη ζωή.

Το τελικό αποτέλεσμα στα μάτια μου (ή πιο σωστά στα αυτιά μου) είναι ένα μνημείο του σε ποια κορυφή είναι δυνατόν να φτάσει μία ομάδα πολύ  ικανών μουσικών, εξαιρετικά έμπειρων, που έχουν επικοινωνία μεταξύ τους, που έχουν μοιραστεί  ατελείωτες ώρες κοινής πράξης. Σε ποια κορυφή μπορούν δυνητικά να φτάσουν αυτοί οι μουσικοί όταν μπουν στο στούντιο συναισθηματικά φορτισμένοι από μια ακραία κατάσταση, με μοναδικό σκοπό να εκφραστούν κι όταν το τελικό αποτέλεσμα είναι το τελευταίο πράγμα που τους απασχολεί.

Το “Skeleton Tree” – άμα την κυκλοφορία του – προσωπικά το εισέπραξα ως άλμπουμ αναφοράς . Όχι μόνο για τον Nick Cave και τους Bad Seeds (αυτό είναι προφανές) αλλά για την ποπ-ροκ κουλτούρα εν γένει. Ένα instant classic που δεν θα μπορέσει να αντιγραφεί στο μέλλον, ούτε καν από τους ίδιους τους δημιουργούς του, επειδή το αποτέλεσμα προέκυψε μέσα από ένα  πολύ συγκεκριμένο σύνολο καταστάσεων  που περιλαμβάνει ακραία συναισθηματική φόρτιση, την ατομική αντίδραση σε αυτή τη φόρτιση, τη συλλογική αντίδραση στην ίδια αυτή φόρτιση, την συνεπαγόμενη αλληλαντίδραση και αλληλεπίδραση, τις συνειδητές αλλά και ασυνείδητες αποφάσεις που πάρθηκαν νωρίς στη διαδικασία και τις ανάλογες που ακολούθησαν στην πορεία κλπ. Ένα σύνολο «ειδικών συνθηκών» που είναι αδύνατον να επαναληφθεί.