Γνωστή για το έργο της, τους φεμινιστικούς της αγώνες, την ακτιβιστική της ταυτότητα και τη φιλοσοφία της η Σιμόν ντε Μποβουάρ καταθέτει σ’ αυτό το πολύ μικρό, μόλις 136 σελίδων, βιβλίο μια ελεγεία για την απώλεια και τον θάνατο, ένα συνταρακτικό. Λιτά γραμμένο χρονικό προς το οριστικό τέλος.

Εκκινώντας από το ατύχημα της μητέρας της στο μπάνιο και μέχρι την τελική της φυγή, τη νοσηλεία της και τη μοιραία διάγνωση καρκίνου στο έντερο η Μποβουάρ αντιλαμβάνεται τη φθαρτότητα του ανθρώπου, τη θνητότητά του και το πεπερασμένο του βίου και αυτό αφήνει να διαφανεί στο κείμενό της με έναν αφηγηματικά τρόπο που συγκλονίζει για την τρυφερότητά του και τις αλήθειες που ανασύρει.

Παράλληλα, φέρνει στην επιφάνεια τις σχέσεις της μητέρας και κόρης, τους προαιώνιους δεσμούς που τις συνδέουν, τις πιθανές ενοχές, παραδοχές, αποδοχές, όλα όσα χωρίζουν ή ενώνουν τις δύο πλευρές, τον τρόπο που διαχειρίζονται και οι δύο τις ομοιότητες και τις διαφορές τους.

Με μεγάλη φιλοσοφική ενάργεια και εκλεπτυσμένη γραφή η Μποβουάρ συνθέτει ένα κείμενο στο οποίο εξετάζει και ταυτόχρονα κρίνει την πορεία θανάτου, τη μοναχικότητα του ανθρώπου απέναντι στον τελικό κριτή του χρόνου, την αδυναμία απέναντι στην οδύνη, το οδυνηρό του εξευτελισμού από την αρρώστια και τη διαχείριση της γνώσης πως όλα τελειώνουν συχνά με επώδυνους και ηχηρούς κραδασμούς και περιγράφει με λεπτομέρεια το επερχόμενο βιολογικό τέλος της μητέρας της.

Η Μποβουάρ μετατρέπει το προσωπικό της συναίσθημα σε φιλοσοφικό στοχασμό. Στοργικά και με ευαισθησία αναδεικνύει τις πτυχές μιας ζωής που καθόρισε τη δική της αλλά τώρα πια τελειώνει με «μια παράλογη, βίαιη πράξη», αφού «δεν υπάρχει φυσικός θάνατος.[…] Για κάθε άνθρωπο ο θάνατός του είναι ένα δυστύχημα». Μένουν μόνο οι μνήμες μιας σχέσεις που επαναπροσδιορίζουν την ίδια τη ζωή. Και το πάθος να προχωρήσεις όντας ζωντανός πέρα από τη φθορά της απώλειας.

Σε μια βαθιά ανθρώπινη στιγμή η Μποβουάρ βλέπει τη μητέρα της εξαντλημένη και σωματικά αποδυναμωμένη, μια μητέρα που έχει περάσει μια ζωή περιορισμένη, να προσπαθεί να διατηρήσει μια νότα αισιοδοξίας πριν τον ολέθριο χαμό, την ελπίδα της επιβίωσης στην απόγνωση του τέλους και συμφιλιώνεται μαζί της, όπως συμφιλιώνεται με τον ίδιο τον χρόνο και τη μοιραία κατάληξή του. Η Μποβουάρ καταφέρνει να δικαιολογήσει τη δυσκολία των δικών της παιδικών χρόνων, αποτέλεσμα της δύσκολης μοίρας της μητέρας της, νιώθει την ανάγκη της να αγαπήσει τη ζωή, την κατανοεί ακόμα και για την αγωνία της μπροστά στις δικές της επιλογές. Με βαθιά ενσυναίσθηση καταλαβαίνει ότι είναι πολύ δύσκολο να ζει κανείς ενάντια στην προσωπικότητα του και επιτέλους συμπονά τη μητέρα της καθώς «Την έμαθαν να σφίγγει μόνη της, και πολύ σφιχτά, τα λουριά. Μέσα της επιβίωνε μια γυναίκα όλο φλόγα και πάθος, αλλά παραμορφωμένη, ακρωτηριασμένη και ξένη προς τον εαυτό της».

Οι αναμνήσεις, η καταπίεση της εφηβείας, η αγάπη και ο ανάπηρος βίος μετατρέπονται πια σε οίστρο ζωής. Και η Μποβουάρ υπογράφει ένα σημαντικό κείμενο για τη μοναχικότητα του θανάτου, για τη σχέση ενός ανθρώπου με τον θάνατο των γονιών του αλλά και για τον τρόπο που βιώνει αυτόν τον θάνατο με την ενδόμυχη γνώση ότι η φθορά, η απώλεια, ο θάνατος έρχεται κάποτε για όλους και όλοι είμαστε ανοχύρωτοι απέναντί τους, κυρίως όμως είμαστε μόνοι. Μόνοι βαδίζουμε στο οριστικό μονοπάτι, όπως ίσως τελικά σε όλη μας τη ζωή.

Ένα συγκλονιστικό, τρυφερό, αυτοβιογραφικό κείμενο από μια εμβληματική μορφή της Γαλλικής και της παγκόσμιας διανόησης του εικοστού αιώνα.

Διαβάστε επίσης:

Σιμόν Ντε Μποβουάρ – Ένας πολύ γλυκός θάνατος: Ένα βιβλίο για το χρονικό του τέλους της μητέρας της συγγραφέως