Έρχεται η ώρα κάποτε να αναμετρηθεί κανείς με το μεγαλείο δημιουργών όπως ο Κωνσταντίνος Καβάφης και τότε το εγχείρημα προσέγγισής του – γιατί περί προσέγγισης πρόκειται και όχι ανάλυσης που είναι κάτι πολύ βαθύ και δεν έχω αυτή την δικαιοδοσία – είναι μία δύσκολη αποστολή αλλά ταυτόχρονα και μία γοητευτική δράση.

Ο Δημήτρης Παπανικολάου με το βιβλίο αυτό μας φέρνει πιο κοντά στο έργο του Αλεξανδρινού ποιητή που τόσο έχει υμνηθεί αλλά και τόσο πολύ κατακριθεί λόγω των σεξουαλικών του προτιμήσεων. Έτσι, ο συγγραφέας με δέος και ευλάβεια στο μεγαλείο του ανδρός, επιχειρεί να αναδείξει την ομοφυλοφιλική πλευρά του Καβάφη και πόσο αυτή η απόκρυφη πτυχή του χαρακτήρα του επηρέασε το έργο του, τον ανακούφισε γιατί το κατέθεσε, τον απελευθέρωσε από τα εσωτερικά του δεσμά. Ανακοίνωσε ουσιαστικά μία ολόκληρη σχολή ομοφυλοφιλικών τάσεων στην λογοτεχνία, την μουσική και τις τέχνες γενικότερα, η οποία προηγουμένως δεν είχε τόση δύναμη και τόλμη για να εκφραστεί ανοιχτά και να δημιουργήσει στα πλαίσια της δικής της ιδιαίτερης έμπνευσης. Αυτήν την ομοφυλοφιλική προτίμηση για την οποία ο Όσκαρ Ουάιλντ λοιδορήθηκε, στήθηκε στο απόσπασμα της κριτικής και καταδικάστηκε από τους σύγχρονούς του, ο Καβάφης την μετουσιώνει σε στίχους και εκεί την φυλάσσει σαν κάτι πολύτιμο που μόνο εκείνος μπορεί να αποκωδικοποιήσει, όλοι οι υπόλοιποι απλά υποψιάζονται και διαβλέπουν.

Σεμνός, αθόρυβος, εσωστρεφής και μοναχικός άνθρωπος ο Καβάφης εισβάλει με την ποίησή του στους πνευματικούς κύκλους της Αλεξάνδρειας και γίνεται αποδεκτός γιατί δεν βουτάει στην κοσμική ζωή ολόκληρος αλλά μέχρι εκεί που εκείνος επιλέγει να εκτεθεί. Κρατάει τα προσχήματα, τα οποία ξεδιπλώνει με ορμή και ένταση μέσα στα γραπτά του εκεί όπου χρησιμοποιώντας και το αρχαίο στοιχείο υμνεί Θεούς και ήρωες της Αρχαίας Ελλάδας για να εκδηλώσει την δική του εξάρτηση από το ανδρικό σώμα και την ομορφιά που μας περιγράφει. Ο συγγραφέας προσπαθεί σε όλη την διάρκεια του βιβλίου αυτού να απενοχοποιήσει και να παραδώσει έναν Καβάφη που με ορμητήριο την σεξουαλικότητά του μας ανοίγει τις πόρτες μίας άλλης γραφής που διδάσκει ιστορία, επαναφέρει την μυθολογία στο προσκήνιο, ενέχει στοιχεία στωικότητας. «Ο Καβάφης είναι πιστεύω ποιητής του μέλλοντος αιώνος, ποιητής υπερ-μοντέρνος», είχε πει ο ίδιος ο Καβάφης όταν ρωτήθηκε για την άποψη που είχε ο ίδιος για το έργο του.

Η νεωτερικότητά του είναι η ίδια του η αγάπη για το αρρενωπό, αυτή που ξεκλειδώνει τις φοβίες και τις ανησυχίες του διαφορετικού ανθρώπου και δεν υποκύπτει στην πουριτανική κοινωνία που δεν αποδέχεται την άλλη έκφανση της ανθρώπινης φύσης. Ο Καβάφης όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Παπανικολάου: «αντιλαμβάνεται σε τέτοιο βαθμό τις διαδικασίες διαμόρφωσης της εποχής του, ώστε ουσιαστικά να προοικονομεί συζητήσεις που γίνονται κατά τη διάρκεια όλου του μακρού 20ου αιώνα και αναλύουν ή εκφράζουν τον σύγχρονο άνθρωπο και την κρίση του». Ο Καβάφης, είναι μία αινιγματική σφίγγα όπως έχει ονομάσει και ένα βιβλίο του ο Σαράντος Καργάκος και αυτό προκύπτει εμφανώς από την όλη δραστηριότητά του στους κύκλους της Αλεξανδρινής διανόησης της εποχής γιατί εκεί ανέπνευσε την ελευθερία της πολυπολιτισμικότητας και του κοσμοπολιτισμού που δεν θα μπορούσε αλλού να λειτουργήσει για εκείνον. Σαν ένας Μέγας Αλέξανδρος του καιρού του καθιέρωσε την καβαφική γραφή ως ένα νέο είδος έκφρασης και όπως επισημαίνει πολύ εύστοχα ο Γλαύκος Αλιθέρσης ως προς την στρατηγική επιτυχία του καβαφικού έργου: «Η καθαρή αξία της προσωπικότητας του Καβάφη, νομίζω δε βρίσκεται τόσο στην ποίησή του, όσο στις «φήμες» που ο μεγάλος εκείνος ηθοποιός κατόρθωσε να δημιουργήση. Ο Καβάφης δημιούργησε φήμες για τη ζωή του και φήμες για την τέχνη του. Ο τρόπος της ομιλίας και η προφορά του, η στάση και η χειρονομία του, η απόκρυψη της ηλικίας και η φαινομενικά ιδιόρρυθμη και σαν αποτραβηγμένη από την κοινωνία ζωή του, από τη μία και από την άλλη, ο παράξενος ιστορισμός του με τα παράξενα θέματα και πρόσωπα που αγκαλιάζει ο στίχος του». Ο Καβάφης λειτούργησε εν ολίγοις σαν ένας ζωγράφος που ξεσκέπαζε τον πίνακα του μόνο όταν ο ίδιος επιθυμούσε γιατί πάντα κρατούσε κλειστές τις κουρτίνες για να προφυλάξει το έργο του και να προφυλαχτεί ο ίδιος από φερέφωνα και εχθρούς που ήταν έτοιμοι να του επιτεθούν και να τον κατασπαράξουν. «Η σεξουαλικότητα γίνεται για τον Καβάφη εργαλείο ποιητικής και μοχλός κατανόησης και της ιστορικής διαδικασίας, της διαχείρισης της εξουσίας, της βιοκοινωνικής επιθυμίας, της εκφοράς και της συναίσθησης του εγώ εντός ιστορικού χρόνου…».

Αυτό που δεν ομολογεί και αυτό που κρύβει κάτω από το χαλί είναι η μεγάλη του δύναμη και οι συναντήσεις του γίνονται πάντοτε πίσω από κλειστά παράθυρα προσέχοντας μην εκτεθεί εκεί που δεν πρέπει. Ο Παπανικολάου υπογραμμίζει πως «τον Καβάφη τον ενδιαφέρει να δείξει τη δομή της συναισθηματικής εμπειρίας μίας κατηγορίας ανθρώπων, τις σχέσεις της με τις δυνάμεις εξουσίας σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές και τη διαμόρφωση της έκφρασης της εντός ιστορικού χρόνου». Παραθέτει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία και κώδικες για το ξεκλείδωμα των σκέψεών του που τον οδήγησαν στην έξαρση των ποιητικών του χορδών ενώ συνδέει το έργο του με φιλοσόφους όπως ο Μισέλ Φουκώ, οι οποίοι και πάτησαν πάνω στην ιδιαίτερη φύση του Καβάφη για να στηρίξουν απόψεις και να αναπτύξουν τις δικές τους ιδέες. Ο οικουμενικός και διαχρονικός Καβάφης απέχει πολύ από το να ερμηνευτεί και να κατανοηθεί γιατί το ποιητικό βάθος και ο στοχασμός του ξεπερνούν το ανθρώπινο και αγγίζουν το υπερβατικό και το θείο. Μέσα όμως στον σκοτεινό αυτό θάλαμο του μυστήριου δωματίου που λέγεται Καβάφης, δοκίμια όπως αυτό εδώ καταφέρνουν, παρά το καταιγισμό πληροφοριών πολλές φορές πολύ εξειδικευμένων που κουράζουν το ευρύ κοινό, να διατρανώσουν τον καβαφικό ειρμό και να προσφέρουν την εξοικείωση με την Καβαφική παράδοση που επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει κινήματα, ανθρώπους και έργα. Συμπερασματικά, ο Καβάφης «μιλά για κοινωνίες της επιθυμίας – στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Και συνειδητοποιεί ότι η ηδονή, όπως και η οδύνη, μπορεί να έχει ριζοσπαστική δυναμική, κοινοτική και κοινωνική».

«Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ’ επήγα./ Στις απολαύσεις» – Από το ποίημα Επέστρεφε

«Τα Τείχη, που ο Καβάφης, όταν ήταν νέος, ένιωθε ότι ήταν φυλακή, έγιναν για αυτόν, λίγο λίγο, το φυσικό του περιβάλλον» – Κώστας Ουράνης

«Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να σ’ τον δώσω
τον έρωτα που ήθελα – τα μάτια σου με το ‘παν
τα κουρασμένα και ύποπτα – είχες να με τον δώσεις.
Τα σώματά μας αισθάνθηκαν και γυρεύονταν
Το αίμα και το δέρμα μας ενόησαν

Αλλά κρυφθήκαμε κ’ οι δυο μας ταραγμένοι.»
Από το ποίημα Στες Σκάλες

Το βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολάου, Σαν κ’ εμένα καμωμένοι, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.