Στα χρόνια που ακολούθησαν την πρώτη μου ναυτολόγηση είχα γίνει κοινωνός άπειρων ανθρώπινων ιστοριών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το αλμυρό στοιχείο λειτουργούσε εξαγνιστικά, σαν την κολυμπήθρα του Σιλωάμ, για να ξεπλύνει ανομήματα και να γιατρέψει κουσούρια τα οποία, κακά τα ψέματα, όλους μάς ακολουθούνε σαν βαριές και σκοτεινές σκιές, που καταντούν εφιάλτες τα μοναχικά και στείρα νυχτέρια στη στενή κουκέτα.

Είχα την εντύπωση ότι μετά από μια τέτοια εξομολόγηση οι σχέσεις γίνονταν πιο απλές και συνάμα πιο ζεστές, πιο ανθρώπινες, γιατί παραχωρούσανε χώρο στην οικειότητα, έτσι όπως συνέβαινε εκείνα τα χλιαρά γλυκερά βράδια στις πρύμες των καραβιών, σαν πλέαμε στις ζώνες των τροπικών αραδιασμένοι απάνω στους μουσαμάδες του τέσσερα ή του τρία, ανάλογα από πού φύσαγε, για ν’ αποφεύγουμε το καυσαέριο της τσιμινιέρας. Ανταλλάσσαμε τις ιδέες και τα ντέρτια μας, γαρνιρισμένα με το καυσαέριο, γιατί τελικά δεν τ’ αποφεύγαμε, σαν επιδόρπιο του λιτού μας δείπνου.


Ο Γιώργος Κουλούρης, απόμαχος πλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού, γεννήθηκε στον Άγιο Μάρκο του Βροντάδου της Χίου το 1942 όπου και ζει μέχρι σήμερα. Τελειώνοντας το γυμνάσιο, ακολούθησε το δρόμο της θάλασσας. Έγινε υποπλοίαρχος και πλοίαρχος Α΄ τάξης και σ’ όλη τη θητεία του κυβέρνησε είκοσι ποντοπόρα πλοία διαφόρων τύπων. Από νωρίς ασχολήθηκε με το γράψιμο, δημοσιεύοντας κείμενά του –κυρίως ναυτικά διηγήματα– σε περιοδικά και εφημερίδες, μέχρι που εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Στον τροπικό του Αιγόκερω το 2010. Το Πρωτέας και Λεβιάθαν είναι το δεύτερο έργο του.