Ένα θέατρο που έχει τις ρίζες του στο προσωπικό βίωμα του δημιουργού μπορεί, αναμφίβολα, να εκπέμψει μια αυθεντικότητα. Σε αυτή την περίπτωση ανήκει και η δραματουργία της Πολωνο-αμερικανίδας συγγραφέως Martyna Majok, η οποία, έχοντας περάσει σε τρυφερή ηλικία από τη δοκιμασία της μετανάστευσης, επέλεξε να αφοσιωθεί σε μια γραφή που να φωτίζει αθέατες κοινωνικές πτυχές, ευαίσθητες ανθρωπογεωγραφίες και ακανθώδεις σχέσεις, και όλα αυτά σε συνάρτηση με την κλίμακα ενσυναίσθησης του κοινού και το βαθμό δεκτικότητάς του να ακούσει, να σκεφτεί και να νιώσει.

Τα έργα της Majok εντάσσονται σε μια φάση ωρίμανσης του in-yer-face θέατρου που επένδυσε επί μακρόν στα ακραία λεκτικά σχήματα και στην πρόκληση σοκ, με απώτερο σκοπό την αφύπνιση του σύγχρονου θεατή και το ξεβόλεμά του από την αδράνεια. Ειδικά το έργο της «Πόσο κοστίζει να ζεις» κέρδισε με τη δυναμική, και την, ομολογουμένως, απροσχημάτιστη τοποθέτησή του απέναντι στους ανθρώπους με αναπηρία μια αξιοπιστία και αποδοχή, στοιχεία ικανά για να του φέρουν ένα βραβείο Pulitzer. Με έντονες επιρροές από το ιδίωμα της Sarah Kane είναι πρόδηλη σε αυτό το πόνημα μια πύκνωση του ενδιαφέροντος στο βαθύτερο θεματολογικό πυρήνα, καθώς, πλέον, για τον σημερινό χειραφετημένο θεατή οι σκανδαλιστικές φραστικές κατασκευές δεν συνιστούν πρώτιστο ζητούμενο ή αφορμή για συναισθηματική έξαψη. Αυτό που ενδιαφέρει την συγγραφέα είναι περισσότερο η κατάδειξη του υπόγειου στρώματος των ανθρώπινων σχέσεων όταν το διακύβευμα είναι το διαφορετικό «άλλο», και μάλιστα όταν αυτό περιγράφεται με όρους ισοτιμίας έναντι της δεσπόζουσας εικόνας του κανονικού. Απηχώντας τη δική της εμπειρία, ως εργαζόμενη για λογαριασμό ατόμων με παράλυση, η Majok εξηγεί πώς η αδήριτη συνθήκη που φέρνει αυτά τα άτομα σε σωματική και ψυχική εγγύτητα με τους απαραίτητους βοηθούς τους μπορεί να καλύπτει τα κενά της μεγάλης εικόνας της κοινωνικής απομόνωσης και να αμβλύνει την προσωπική αίσθηση του αποκλεισμού σε μια τεράστια μερίδα που πάσχει από ψυχοκοινωνικά σύνδρομα. Από την άλλη, η πένα της δεν αποκρύπτει και τις κλίσεις της ανθρώπινης φύσης για αναποφασιστικότητα ή ακόμα και για υποχώρηση ενώπιον της υιοθέτησης μιας στάσης ηθικά ακέραιης κάθε φορά που απειλούνται ανέφελες ζωές και προσωπικές ευτυχίες. Αυτά τα συστατικά προσδίδουν στη γραφή της έναν ανθρώπινο τόνο, στο βαθμό που αντικρίζει όλες αυτές τις συμπεριφορικές ροπές χωρίς να τις χρωματίζει ή να τις διογκώνει.

Μια απουσία του ιστορικού αποτυπώματος του θεάτρου σε νέες δραματουργίες

Είναι προφανές ότι το βραβείο Pulitzer, τουλάχιστον ως προς τη συγγραφή θεατρικού έργου, μολονότι εξακολουθεί να παραμένει μια κορυφαία αναγνώριση, έχει διαρρήξει προ πολλού τους δεσμούς με όλη τη σημειολογία και το ειδικό βάρος έργων συγγραφέων όπως του Eugene O’Neill, του Tennessee Williams ή του Arthur Miller που παγιώθηκαν στο πέρασμα των χρόνων ως «κλασικά» και τα οποία έτυχαν αυτής της σημαντικής διάκρισης. Ο λόγος είναι, κυρίως, η αξιωματική στάση των νέων δραματουργών για μια μετωπική θεώρηση των θεμάτων τους, καθώς αντιπαρέρχονται χαρακτηριστικά γύρω από τα οποία περιστρέφονταν για πολύ καιρό οι εντυπώσεις μιας θεατρικής εμπειρίας, όπως τη ζωηρή θεατρικότητα, την ποιητικότητα ή τον παλαιάς κοπής ρεαλισμό. Αυτή η δραματουργία των καθαρών, λιτών γραμμών και της αφοπλιστικής αμεσότητας που πυροδοτεί το μέσο θυμικό στηρίζεται επάνω στην επίδραση των νέων μέσων και της ωσμωτικής συνύπαρξής τους με τη σκηνή. Κινηματογραφικής λογικής μυθοπλασία, τεχνική μοντάζ στη διάρθρωση των σκηνών και σεναριακή δομή διαλόγων έχουν μετατοπίσει τη σύγχρονη δραματουργία πλησιέστερα στην 7η Τέχνη και στα προϊόντα της ψηφιακής κουλτούρας, γεγονός που δεν είναι ούτε καινοφανές ούτε επιλήψιμο και μάλλον συνιστά μια επιταγή για τη σύγχρονη τέχνη. Ωστόσο, αν κάτι διακρίνει το νέο αίμα συγγραφέων τις τελευταίες δεκαετίες είναι η αποσύνδεση από τον ομφάλιο λώρο του ιστορικού φαινομένου «θέατρο», η απουσία ενός αποτυπώματος που να παραπέμπει στις απαρχές και στην αυτοτέλεια αυτής της τέχνης, στις σταθερές εκείνες που διαμόρφωσαν την αρχιτεκτονική και εξέλιξή της. Άραγε δεν είναι αλήθεια ότι ο O’Neill εμπνεύστηκε από την αισχυλική «Ορέστεια» το «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα»; Ο Miller δεν επαναδιατύπωσε την έννοια του τραγικού ήρωα για τον σύγχρονο άνθρωπο-άθυρμα των κοινωνικοπολιτικών συστημάτων; Και ακόμα, πόσες φορές ο Williams στα γραπτά του δεν αναφέρθηκε στην ενότητα χρόνου, τόπου και μύθου της αρχαιοελληνικής τραγωδίας που τόσο τον γοήτευε;

Παρότι, λοιπόν, δεν είναι απολύτως σαφές κάτω από ποιες συνθήκες και μέσα σε ποιες ποιότητες ζυμώθηκε ο θεατρικός λόγος της Martyna Majok (καθώς το θέατρο δεν είναι μόνο ζήτημα τεχνικής αρτίωσης) το συνολικό τελικό αποτέλεσμα δεν φαίνεται να την προδίδει. Ίσως το γεγονός ότι παρουσιάζονται στη σκηνή άνθρωποι με ολική αναπηρία να μην αποδεικνύεται από μόνο του τόσο πρωτότυπο ή «ηχηρό» όσο η επιλογή για μια διαλεκτική δύο φαινομενικά αντίθετων κόσμων που καταλήγουν να αλληλοκαλύπτονται.

Η σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου και οι ερμηνείες

Η σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου δείχνει να συμπράττει σε μια περαιτέρω συμπλήρωση της αξίας του έργου. Ενσταλάζοντας τόνους λυρισμού σε ένα θέμα που ξεσκεπάζει με σκληρότητα οπίσθιες όψεις προβλημάτων, οικοδομεί μια εμπνευσμένη αντίστιξη ήχων και εικόνων που φιλτράρει νοήματα και ψυχισμούς από τα «ιζήματα» του ακραίου λόγου, των κυνικών τόνων, των επίπονων αναπαραστάσεων. Στο τέλος, όταν πια έχουν όλα ειπωθεί και όταν όλοι πλέον έχουν εκθέσει τις ορατές και μύχιες ανεπάρκειές τους, εκείνο που απομένει ως τελική πρόσληψη είναι η αποκαθαρμένη αύρα ενός χώρου όπου καθένας έχει κατοχυρώσει τη θέση του.

Ο Μελαχρινός Βελέντζας μεταφράζει την ευεπίφορη φύση του Έντυ, με τον ανερμάτιστο βίο και τις προβληματικές εκλάμψεις συνείδησης ως ένα μοντέλο απαρασκεύαστου από τους κοινωνικούς αυτοματισμούς ανθρώπου μπροστά στο ενδεχόμενο μιας συντριπτικής ανατροπής, τη στιγμή που προβάλλει απειλητικό το φάσμα της ανεπανόρθωτα τραυματισμένης εικόνας της ζωής.

Η Αμαλία Καβάλη, στο ρόλο της Άνι, με μια ερμηνεία άμεση, ανεπιτήδευτα ανακλαστική και χωρίς μεροληπτική ανάγνωση, έρχεται να υπενθυμίσει ότι η απώλεια μιας αρτιμέλειας δεν καθαγιάζει απαραίτητα το θύμα αλλά γεννά δαιδαλώδη συναισθήματα, αντιφάσεις και βασανιστικές εσωτερικές συγκρούσεις.

Ο Φώτης Στρατηγός οπλίζει τον παράλυτο Τζον με μια έντεχνα κατηγορηματική και στα όρια του νευρωτισμού, εκφορά λόγου, ως αντιστάθμιση της αδυναμίας του σώματος να κατακτήσει την κίνηση στο χώρο, αλλά και με λεπτές υφές που μαρτυρούν άλλοτε άμυνα και άλλοτε ελεγχόμενη παράδοση σε ζωτικά κελεύσματα.

Τέλος, η Ειρήνη Μακρή διαγράφει την προσωπικότητα της Τζες, της γυναίκας που μετατρέπεται σε μια νοητή προέκταση του εαυτού του Τζον, ακολουθώντας μια εγκάρσια διαδρομή, υπερπηδώντας προσχήματα και φαντασικά κατασκευασμένες επιθυμίες και αγγίζοντας στο τέλος τον πραγματικό στόχο της: το δρασκέλισμα ενός χάσματος ανάμεσα σε εκείνη και τον κόσμο γύρω της.


Διαβάστε επίσης:

Πόσο κοστίζει να ζεις, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου στο Θέατρο Πόρτα
Ειρήνη Μακρή: Ζούμε χρόνια τώρα σε μια κοινωνία που εξυμνεί το «κανονικό»