Χώρισαν τους ανθρώπους ταξικά, φυλετικά, μορφωτικά. Εκείνοι, παλεύουν να επιβιώσουν κρατώντας το βαρύ φορτίο που τους δόθηκε. Ελπίζουν, αγωνιούν και λυπούνται.

Η κυνική πραγματικότητα, οι κοινωνικές αντιθέσεις, το μίσος, η αδικία ελλοχεύουν. Πως θα καταφέρουν οι άνθρωποι να ζήσουν; Και όταν λέμε να ζήσουν, τι πραγματικά εννοούμε; Απλά να αναπνέουν ή να χαίρονται τις πνοές τους;

Η επαναστατική πένα της Μαρτίνα Μάγιοκ παντρεύεται ρηξικέλευθες ερμηνείες και την σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου και πλάθει ιστορίες για να βρούμε την στέρεη αλήθεια μας ως απάντηση στην ερώτηση.


-Φέτος πρωταγωνιστείτε στην ρηξικέλευθη παράσταση «Πόσο κοστίζει να ζεις», σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου. Αρχικά, θα θέλατε να μας μιλήσετε για το έργο και το τι πραγματεύεται;

Το έργο της Μαρτίνα Μαγιόκ είναι ένα σύγχρονο αμερικανικό στιγμιότυπο μεταξύ δύο ζευγαριών, όπου ένας εκ του καθενός φέρει μια σημαντική σωματική αναπηρία, ενώ ο άλλος, ο αρτιμελής είναι ο φροντιστής και βοηθός του. Παρόλα αυτά, το έργο δεν επικεντρώνεται στη σωματική αναπηρία. Αντιθέτως, την ορίζει σχεδόν ως κανονικότητα και επικεντρώνεται σε άλλες μεγαλύτερες διαφορές, κοινωνικές, ταξικές, μορφωτικές και συναισθηματικές παθογένειες που μας κρατάνε απομονωμένους. Μέσα σ’ έναν κυνικό και εχθρικό κόσμο, το κόστος της ζωής είναι πολύ μεγαλύτερο για κάποιους ανθρώπους και κυρίως πολύ μεγαλύτερο και διαφορετικό το τίμημα που πρέπει να πληρώσει ο καθένας, απ’ όσο φανταζόμαστε.

-Ποιες θα λέγατε πως ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις του ρόλου σας;

Δουλεύοντας πάνω στο έργο έναν χρόνο τώρα και υπό τη συνεχή καθοδήγηση του Θωμά Μοσχόπουλου η δόμηση του ρόλου δεν απέκτησε χαρακτηριστικά πρόκλησης. Είναι τόσο μεθοδευμένος ο τρόπος προσέγγισης που προτείνει ο Θωμάς Μοσχόπουλος, που αρκεί να τον ακολουθήσεις πιστά και με αφοσίωση στη δουλειά, για να ανθίσει ερήμην σου σχεδόν ο χαρακτήρας. Οι προκλήσεις του ρόλου αφορούσαν την πολυπραγμοσύνη μου ως ηθοποιού. Αφορούσαν και αφορούν κυρίως, δηλαδή, το πρακτικό κομμάτι της φροντίδας ενός ανθρώπου με εγκεφαλική παράλυση, την τρυφερή μεθοδικότητα που κλήθηκα να εφαρμόσω στο άγγιγμα, το ντύσιμο, το μπάνιο, το ξύρισμα κ.ο.κ. Παράλληλα βέβαια, κλήθηκα να αναμετρηθώ και με την αντιμετώπιση ενός ανθρώπου με αναπηρία ως πραγματικά ισότιμου. Δουλεύοντας μέσα στον χρόνο, ομολογώ πως συνειδητοποίησα πόσο προκατειλημμένη ήμουν απέναντι στην αναπηρία ενός ανθρώπου, ακόμα κι αν η προδιάθεσή μου αυτή ήταν θετική ή προστατευτική. Δεν έπαυε να είναι διαφορετικός τρόπος αντιμετώπισης. Αυτό είναι, ας πούμε, ένα στοιχείο που η ηρωίδα μου δεν έχει, ένα στοιχείο που κλήθηκα να νοηματοδοτήσω αλλιώς.

-Δεδομένου ότι η παράσταση θίγει ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα, νιώσατε την ανάγκη να προσεγγίσετε υποκριτικά τον ρόλο σας με μεγαλύτερη ευθύνη;

Δεν σκέφτομαι έτσι. Δεν προσεγγίζω με μεγαλύτερη ή μικρότερη ευθύνη έναν ρόλο, ανάλογα με το κοινωνικό του αποτύπωμα. Ανέλαβα την ευθύνη και το αντιμετώπισα με σοβαρότητα, ήδη όταν δέχτηκα να είμαι μέρος αυτής της δουλειάς. Επίσης, ένα τόσο καλογραμμένο έργο, που φέρνει στην επιφάνεια τόσο ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα, έχει αυταξία. Αρκεί λοιπόν να μην υπονομεύσεις τη δουλειά σου. Οπότε, προσωπικά, μεγαλύτερη ευθύνη φέρω όταν συμμετέχω σε μια παιδική παράσταση, σε έναν ρόλο κλασικού παραμυθιού λόγου χάρη, που γνωρίζω ότι μπορεί να επηρεάσει βαθιά μια, προς το παρόν, ακατέργαστη ψυχοσύνθεση, παρά όταν καλούμαι να υπηρετήσω ένα έργο που απευθύνεται ηδη σε ένα ενδεχομένως ευαισθητοποιημένο κοινό.

-Εσείς, σε προσωπικό επίπεδο, πως κρίνετε τη στάση της πολιτείας απέναντι στα άτομα με αναπηρία;

Η Ελλάδα και ιδίως η Αθήνα είναι ένα μέρος ελάχιστα προσβάσιμο στα άτομα με αναπηρία. Μια βόλτα στο κέντρο της πόλης είναι ο πιο εύκολος τρόπος να το αναγνωρίσεις, ακόμα και αν έστω παρατηρήσεις πόσα άτομα με αναπηρία κυκλοφορούν. Η πολιτεία μοιάζει να αγνοεί και ως εκ τούτου να αποκλείει απο τον δημόσιο χώρο τα άτομα με κινησιολογική αναπηρία, με προβλήματα όρασης ή ακοής. Χωρίς να θέλω να απομειώσω τις προωτοβουλίες των τελευταίων ετών, που αφορούν στην προσβασιμότητα και τη συμπερίληψη των αναπήρων, πιστεύω πως η κλίμακα της προσπάθειας αυτής είναι αρκετά περιορισμένη είτε σε επίπεδο χρηματοδότησης είτε σε επίπεδο αποτελεσματικότητας. Η πολιτεία μπορεί να μεριμνήσει περισσότερο και να επενδύσει σε απλές λύσεις, που θα δώσουν στους ανάπηρους χώρο και ορατότητα. Από τα σχολεία, τα ΜΜΕ, τα ΜΜΜ, τον εργασιακό χώρο, τους χώρους πολιτισμούς κοκ υπάρχει ακόμα μεγάλη απόσταση να διανύσουμε ως κράτος και ως πολίτες, αρχής γενομένης από τη γνώση, την ενημέρωση και τον σεβασμό και ξεκινώντας από βασικά πράγματα: μεγαλύτερα πεζοδρόμια και ελεύθερες ράμπες αναπήρων.

-Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του σωματείου «Τα βιβλία παίζει» μόνο το 2,5% των παιδικών βιβλίων έχουν ως κεντρικό ήρωα ΑΜΕΑ, πρόσφυγα ή Ρομά. Θα θέλαμε το σχόλιο σας.

Πολύ μικρό το ποσοστό, αν και με κάποιο τρόπο αναμενόμενο. Ζούμε χρόνια τώρα σε μια κοινωνία που εξυμνεί το “κανονικό”, το συμμετρικό, το τέλειο. Μια δυτική φυσικά κοινωνία, που μπορεί να έχει a priori κάποια πλεονεκτήματα και τα οποία προτάσσει τελικά ως κριτήριο. Οι συνειδήσεις διαμορφώνονται από νωρίς και τα παιδικά βιβλία παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του “καλού” και του “κακού”. Αυτό όμως τείνει να εξομαλύνεται τελευταία με την τάση του diversity να έχει εισχωρήσει παντού, από τη μόδα, την πολιτική μέχρι τα παιδικά παιχνίδια. Υπάρχουν πια όλων των ειδών κούκλες για παιδιά και θεωρώ την εξοικείωση από την παιδική ηλικία, το πιο σημαντικό βήμα για την αποδοχή. Οφείλουμε να μαθαίνουμε στα παιδιά ότι ο καθένας είναι ξεχωριστός και όχι να εστιάζουμε στο πού διαφέρει. Έτσι θα αγαπήσουν τον συμμαθητή τους με οποιαδήποτε αναπηρία, από όπου κι αν έρχεται, ανάλογα με τις αξίες του και τη στάση του και όχι ανάλογα με την αρτιμέλεια και τα φυσικά χαρακτηριστικά.

-Η παράσταση θέτει το ερώτημα αν τελικά ή ζωή είναι μόνο επιβίωση ή πόλλά παραπάνω. Εσείς, τι πιστεύετε πως είναι;

Η ζωή είναι και επιβίωση και πολλά παραπάνω. Δεν αρκεί η κάλυψη των βασικών αναγκών μόνο για να ζήσει κανείς ανθρώπινα. Όχι ότι η επιβίωση σήμερα είναι απλή υπόθεση, κάθε άλλο. Η ζωή όμως δεν είναι μόνο ύλη. Δεν αρκεί να θρέψεις το σώμα, αλλά και την καρδιά. Υπάρχουν μάλιστα στιγμές που αρκεί να θρέψεις μόνο την καρδιά. Έχουμε μάθει να ζούμε για να καταναλώνουμε και να ταΐζουμε το σώμα μας καθετί “νέο”, αποφεύγοντας να σταθούμε και να κοιτάξουμε μέσα μας και δίπλα μας, τον Άλλο άνθρωπο. Η ζωή όμως πάντα ήταν και θέλω να ελπίζω πως θα είναι ο άλλος άνθρωπος, η ουσιαστική σύνδεση, η αγάπη, οι αξίες και τα ιδανικά μας. Αποδεικνύεται περίτρανα από την ιστορία ολόκληρης της ανθρωπότητας και του σύγχρονου κόσμου. Ο άνθρωπος επιβίωσε από διάφορες μελανές στιγμές της ιστορίας, αλλά έζησε ανθρώπινα, μόνο όταν η επιβίωση δεν ήταν αποκλειστική ανάγκη, όταν έζησε μαζί με τους ανθρώπους και για αυτούς.

Διαβάστε επίσης:

Πόσο κοστίζει να ζεις, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου στο Θέατρο Πόρτα