Η σκηνή του «Τσίλλερ» σείεται από ήχους βομβών, καθώς διαδραματίζεται μια κωμωδία που ο δημιουργός της, Νόελ Κάουαρντ, την εμπνεύστηκε ανάλαφρη και ξεκαρδιστική. Και είναι αλήθεια ότι υπάρχουν συμπτώσεις ανάμεσα στο πολεμικό κλίμα των ημερών και το μακρινό Μάιο του 1941, οπότε ο Βρετανός συγγραφέας και καλλιτέχνης έδωσε μορφή στην ευτράπελη ιδέα του. Ενώ το Λονδίνο σφυροκοπείται από τα ναζιστικά πυρά, ο Κάουαρντ, διάσημος δανδής του καιρού του, απολαμβάνει τις διακοπές του με την Τζόις Κάρεϋ στο Portmeirion της Βόρειας Ουαλίας. Εκεί θα συλλάβει την πλοκή του «Πονηρού Πνεύματος», το οποίο θα ολοκληρώσει μόλις σε έξι ημέρες ακατάπαυστης δουλειάς, αποδεικνύοντας ότι σε δυσμενείς συγκυρίες ο χρόνος του δημιουργικού οίστρου συστέλλεται με τρόπο αξιοθαύμαστο.

Το «Πονηρό Πνεύμα» υπήρξε μια από τις μεγάλες -και ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία- του Κάουαρντ, κάτι το οποίο ο ίδιος είχε προβλέψει από την πρώτη στιγμή. Ο λόγος είναι προφανής: στο θέμα του κρύβεται μια αχτίδα αισιοδοξίας που ξεπροβάλλει σαν αγαλλίαση μέσα από τα ζοφερά σύννεφα του πολέμου. Δεν παύει, όμως, να είναι ένα είδος μελαγχολικής χαράς, ένας κλαυσίγελως, που έρχεται όχι για να φτιασιδώσει την πραγματικότητα, αλλά για να σπείρει λιγοστές χίμαιρες ιλαρότητας και ελπίδας σε έναν κόσμο καθημαγμένο από τη φρίκη του θανάτου.

Στο έργο η αδόκητη εμφάνιση του φαντάσματος της πρώην συζύγου ενός συγγραφέα σε διαρκή κρίση προσωπική, δημιουργική και συζυγική έρχεται να αμβλύνει κάπως τα συναισθήματα από τη βίαιη πρόσκρουση των ανθρώπων με τη συνθήκη της απώλειας της ζωής. Μπον βιβέρ και κοσμοπολίτης, ελεύθερο πνεύμα, αλλά και με μια συνειδητή ελευθεριότητα, για τα αυστηρά δεδομένα της εποχής, ο Κάουαρντ με το «Πονηρό Πνεύμα» υπονοεί πόσο αδιόρατα και προσπελάσιμα είναι τα σύνορα ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία.

Μοχλός σε αυτό το έργο αναδείχθηκε ο ρόλος της Μαντάμ Αρκάτι, μιας ιδιόρρυθμης πνευματίστριας, που στο αρχικό πλάνο του δημιουργού ήταν σύντομος και προοριζόταν για μια παλιά δόξα του βωβού κινηματογράφου Κλέμενς Ντέιν. Όταν η παράσταση άνοιξε στο τραυματισμένο από τους βομβαρδισμούς «Πικαντίλι Θήατερ» του Λονδίνου τον Ιούλιο του 1941, αυτός ο ιδιαίτερος ρόλος που ανέδειξε και πολλά χαρίσματα για το στυλ γραφής του συγγραφέα, είχε γίνει πλέον πρωταγωνιστικός και ερμηνεύτηκε από την Μάργκαρετ Ράδερφορντ. Το αποτέλεσμα εγκωμιάστηκε τόσο διθυραμβικά από τους κριτικούς μέχρι που και ο ίδιος ο Αλαρντάις Νίκολ αναγνώρισε σε αυτό το πόνημα του Κάουαρντ ένα «μικρό κωμικό αριστούργημα του ελαφρότερου είδους». Είναι μάλιστα πολύ πιθανό το συγκεκριμένο έργο να άφησε το αποτύπωμά του στο κατοπινότερο και με παρόμοιο θέμα «Bell, Book and Candle» του Τζον βαν Ντρούτεν.

Η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες

Η σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό Θέατρο απάλλαξε το μπουλβάρ από τις αγκυλώσεις της ευθύγραμμης ανάγνωσης και των αισθητικών αναφορών του καλογυαλισμένου αστικού σαλονιού. Η γυμνή σκηνή του Τσίλλερ μετατρέπεται σε ένα χώρο ανοιχτό, παιγνιώδη, όσο και αινιγματώδη, που φλερτάρει ανοιχτά με τα εξπρεσιονιστικά μοτίβα, το γκροτέσκ, την τηλεγραφική εκφορά, τα στυλιζαρίσματα και τις ερμητικές περιοχές και όλα αυτά χωρίς να καταπιέζονται ή να εξαλείφονται η εξωστρέφεια, η δυναμική, η ενέργεια, το χιούμορ. Η σκηνοθετική γραμμή καθιστά σαφές αυτό που συνειδητά ή ασυνείδητα ο Κάουαρντ υπαινίσσεται για το δημιούργημά του, ότι δηλαδή πρόκειται για μια μαύρη κωμωδία που πραγματεύεται θλιβερά γεγονότα με ιλαρό τρόπο.

Σε αυτή την εκδοχή η Μαντάμ Αρκάτι της Αμαλίας Μουτούση δίνει το στίγμα μιας περσόνας που ταλαντεύεται ανάμεσα στον υπαρκτό κόσμο και σε ένα διφορούμενο μεταφυσικό σύμπαν. Η ηθοποιός χτυπά τη φλέβα του κωμικού ακριβώς στο σημείο όπου συναντιέται η δαιμονική μαεστρία με την αδεξιότητα, το ακατάληπτο των πνευμάτων με την αδήριτη πραγματικότητα. Η Ρουθ της Κωνσταντίνας Τάκαλου δίνεται χωρίς τα ρυτιδωμένα κλισέ του παραδοσιακού μπουλβάρ με τις ψυχαναγκαστικές νευρώσεις, αλλά με μια διαυγή κωμική στόφα. Στην ίδια γραμμή, ο Αργύρης Ξάφης, ως Τσαρλς, απεκδύεται τις σχηματικότητες του είδους και, χειραφετημένος από τα στεγανά μιας comme il faut ερμηνείας, ξεψαχνίζει τον χαρακτήρα, επιτρέποντάς του να κινηθεί εγκαρσίως. Η Άννα Μάσχα αποκρυσταλλώνει μέσα από τη φιγούρα του άτακτου πνεύματος μια παρουσία διάφανη και με σπινθηροβόλο λόγο, ως χαριτωμένο και αρκούντως εκλαϊκευμένο μεταφυσικό σχόλιο. Τέλος, ευάρμοστοι και αγαστά συντονισμένοι στη σκηνοθετική μπαγκέτα οι Γιώργος Γλάστρας, Κατερίνα Λέχου και Ειρήνη Λαφαζάνη.

Διαβάστε επίσης:

Πονηρό πνεύμα, του Νόελ Κάουαρντ στο Εθνικό Θέατρο
Η Κατερίνα Λέχου για το «Πονηρό πνεύμα» και την ανάγκη να ξορκίσουμε τον θάνατο