Θυμάμαι, από τα πρώτα μου κιόλας χρόνια στην Αθήνα, άκουγα τους μεγαλύτερους να μιλάνε για το βιβλιοπωλείο της Πολιτείας σαν να επρόκειτο για έναν ιερό χώρο που μόνο οι αυθεντίες  της λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα, γνώριζαν και τολμούσαν να επισκεφτούν…

Πέρασαν έτσι, ομολογώ, πολλά χρόνια μέχρι να τολμήσω να κάνω την πρώτη μου επίσκεψη εκεί, να εξοικειωθώ με το χώρο, να καταλάβω την σπουδαιότητα του, να τον αγαπήσω, να συναντήσω  στα ράφια του τα αγαπημένα μου εξώφυλλα, να νιώσω την εμπειρία του να φεύγεις από την Πολιτεία με ένα βιβλίο στο χέρι.

Νέος και εγώ στο χώρο των γραμμάτων, η δεύτερη μεγάλη συγκίνηση για εμένα προσωπικά, ήταν το να βλέπω τα δικά μου βιβλία διακριτικά τοποθετημένα στα ράφια της και να ακούω τους περισσότερους φίλους μου να θέλουν να τα προμηθευτούν από εκεί. Το να έχεις ως «οικοδεσπότη»  το βιβλιοπωλείο της Πολιτείας να «φιλοξενεί» τα βιβλία σου, είναι σαν να γίνεσαι και εσύ ένα μικρό κομμάτι  μια ιστορίας, που γράφεται εδώ και 27 χρόνια, στην ίδια πάντα γειτονιά, στους μονούς  αριθμούς 1-3 της οδού Ασκληπιού.

Η Πολιτεία δεν έχει φανταχτερό περιτύλιγμα και λαμπερές βιτρίνες. Η Πολιτεία έχει  πολύτιμο περιεχόμενο και προσωπικό με γνώσεις. Αν ψάχνεις «δήθεν» συμπεριφορές και ψεύτικες «υποκλίσεις» πας απλά παρακάτω. Εδώ υπάρχει μόνο η ουσία, που είναι τα βιβλία, οι δημιουργοί τους και όσοι  τους στηρίζουν πραγματικά…

Σχεδόν με δέος, τόλμησα να ζητήσω δύο μήνες πριν μια συνάντηση στους χώρους του βιβλιοπωλείου (υπολογίζοντας σε μια πιθανή αρνητική απάντηση), και κατέληξα να δεχτώ μια ενθαρρυντική, θετική απάντηση, που μου υπενθύμισε ότι η ουσία και η απλότητα είναι  ο πιο άμεσος τρόπος επικοινωνίας.

Στο χώρο με υποδέχτηκε ο Γιώργος Θωμόπουλος, που έχοντας διακρίνει την αρχική μου αμηχανία, κατάφερε με την «φιλοξενία» του να με κάνει να αισθανθώ άνετα και να μπορώ ελεύθερος να κινηθώ στο χώρο για τους σκοπούς αυτής της συνάντησης. Ανάμεσα στα όσα είπαμε, περιμένοντας την καλεσμένη μας συγγραφέα, και που πραγματικά μου άφησε μια πολύ γλυκιά αίσθηση, είναι ότι πολλοί πελάτες συνήθιζαν να έρχονται εδώ μόνοι τους, στη συνέχεια κάνοντας οικογένειας ερχόντουσαν με τα παιδιά τους, ενώ στο παρόν, τα ίδια εκείνα παιδιά επιστρέφουν εδώ ως φοιτητές πλέον ή λίγο πριν εκείνοι ξεκινήσουν τη δική τους οικογένεια.

Έναν τέτοιο άνθρωπο που επιστρέφει ξανά και ξανά σε αυτόν το χώρο ήμουν και εγώ έτοιμος να υποδεχτώ με τη σειρά μου απόψε, και ομολογώ πως αυτήν την συνάντηση την περίμενα με πολύ ανυπομονησία.

Από την πρώτη στιγμή που την είχα δει στη τηλεόραση στην πολύ πετυχημένη σειρά «Καρέ της Ντάμας» την συμπάθησα και μαγεύτηκα από την οικειότητα που απέπνεε ο ρόλος και η προσωπικότητα της. Όταν όμως για πρώτη φορά είδα το θεατρικό έργο «Ποιος ανακάλυψε την Αμερική» το οποίο και έχει γράψει, τότε ήταν που θαύμασα το πολύπλευρο ταλέντο της, που ζήλεψα τη γραφή της και που για πρώτη φορά σκέφτηκα πως αυτό το έργο θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ. Η συγγραφέας και ηθοποιός Χρύσα Σπηλιώτη αποδείχτηκε και από κοντά,  το ίδιο εκείνο δροσερό άτομο που είχα θαυμάσει στην οθόνη και είχα ζηλέψει  ως συγγραφέα.

Δεν θα ξεχάσω πως την πρώτη φορά που είδα την παράσταση «Ποιός Ανακάλυψε την Αμερική», καλεσμένος της φίλης μου σκηνογράφου Μαρίας Λαλιώτη σε ένα μικρό θέατρο εκτός Αθηνών, ήταν και η πρώτη φορά που δάκρυσα βλέποντας θέατρο στην Ελλάδα. Ήταν επίσης  και η πρώτη φορά που είδα μια παράσταση  δύο φορές, όταν αυτή ανέβηκε ξανά στην Αθήνα με άλλο θίασο, και πάλι τα συναισθήματα που μου δημιουργήθηκαν ήταν ακριβώς τα ίδια.

Αναζήτησα λοιπόν το ομότιτλο βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σοκόλη και δεν απόρησα που είχε εξαντληθεί…

Μα σήμερα ήμουν τυχερός γιατί το «Ποιος ανακάλυψε την Αμερική» θα ήταν στα χέρια μου στην νέα του έκδοση και επιπλέον  θα είχα λίγο χρόνο με τη συγγραφέα του Χρύσα Σπηλιώτη.

Πολύ φιλική, φρέσκια, χαμογελαστή, με μια αξιοπρόσεχτη ηρεμία, ήρθε συνεπής στο ραντεβού μας και με εξέπληξε με την προσαρμοστικότητα και την ευγένεια της.

Δεν ξέρω πόσο κλισέ θα φαινόταν, αλλά ήθελα να ξέρει ότι σχεδόν την φλέρταρα  από την τηλεόραση ως ηθοποιό αλλά την ερωτεύτηκα από τη γραφή της ως συγγραφέα.

Της περιγράφω την εμπειρία μου από την παράσταση του έργου της,  στην πρώτη, εκτός Αθηνών παράσταση, και νιώθω να μοιράζεται μαζί μου την ίδια χαρά.

«Είναι πάντα πολύ όμορφο όταν με ενημερώνουν ότι σκοπεύουν να ανεβάσουν ένα έργο μου  σε κάποιο θέατρο εκτός Αθηνών και ιδιαιτέρως από ανθρώπους που πρώτα διάβασαν το βιβλίο και στη συνέχεια θέλησαν να μεταφέρουν το συναίσθημα που τους δημιουργήθηκε και στους άλλους…».

 

Γνωστή στο κοινό πρωτίστως ως ηθοποιός, αναρωτιέμαι πως μπορεί να ξεκίνησε αυτή η τόσο διακριτική, ανοδική και ζηλευτή πορεία.

«Θυμάμαι πως πάντα μου άρεσε η τέχνη. Μου άρεσε να γράφω γενικά και να παίζω σε παραστάσεις ως μαθήτρια. Ως φοιτήτρια άρχισα να γράφω τα πρώτα μου ολοκληρωμένα σκετσάκια ενώ όσον αφορά την ηθοποιία, φαίνεται πως η επιθυμία μου να ασχοληθώ με το θέατρο,  άρχισε να γίνεται πιο έντονη όταν παρακολούθησα την  παράσταση «Ο Υπάλληλος»  του Χουρμούζη,  από τα παιδιά του Κολεγίου Αθηνών».

 

Ένιωθε άραγε όταν έγραφε το «Ποιος ανακάλυψε την Αμερική» πως θα γινόταν τόσο μεγάλη επιτυχία, δυσκόλεψε αυτό τη συνέχεια της συγγραφικής της καριέρας και πως νιώθει για τους γρήγορους ρυθμούς και τις απαιτήσεις που έχει ο καλλιτεχνικός χώρος;

«Όταν έγραφα την Αμερική ομολογώ πως δεν φανταζόμουν πως θα είχε τέτοια αποδοχή και επιτυχία. Στην συνέχεια ακολούθησαν και άλλα συγγραφικά έργα όπως το Φωτιά και νερό το 2007, το Ποιος κοιμάται απόψε το 2012 και Η αληθινή σου ιστορία -κυκλοφορούν και τα τρία από τις εκδόσεις Σοκόλη– και που είχαν εξίσου θετική αποδοχή από το κοινό. Η αναγκαιότητα του να είσαι πάντα στο επίκεντρο είναι ίσως η μοναδική δυσκολία αυτού του χώρου. Προσωπικά όμως γράφω όχι για μία ακόμα επιτυχία, αλλά γιατί έτσι μπορώ να επικοινωνήσω με τους άλλους. Το να ξέρω πως οι θεατές φεύγουν χαρούμενοι μετά το τέλος  μια παράσταση που έχω γράψει, είναι για εμένα μια πολύ μεγάλη απόλαυση».

Η συζήτηση με τη Χρύσα Σπηλιώτη στο βιβλιοπωλείο της Πολιτείας είναι από την άλλη η δική μου μεγάλη απόλαυση. Είχα πάντα την επιθυμία να συνομιλήσω με μία συγγραφέα, πόσο μάλλον γνωστή ηθοποιό, που να είναι πάνω από όλα ανθρώπινη και γήινη. Σε μια Ελλάδα που έχει κουραστεί από τα γυαλιστερά «περιτυλίγματα» και την «φασαρία» δίχως λόγο, χαίρομαι να ξέρω πως υπάρχουν καλλιτέχνες που σέβονται το κοινό και πάνω από όλα σέβονται τον εαυτό τους.

Λίγο πριν το τέλος της συνάντησης μας, ρωτάω να μάθω τη σχέση της με την Αθήνα, με την νεολαία, τη κρίση , το θέατρο…

«Μου αρέσει η Αθήνα. Μου αρέσει η ζωντάνια που αποπνέει. Μου αρέσει το κέντρο της γιατί μπορώ να είμαι κοντά στη δουλειά μου, μπορώ να κινούμαι εύκολα, μπορώ να βρίσκομαι κοντά στο θέατρο και τις παραστάσεις που θέλω να παρακολουθώ. Ένας από τους φόβους μου την περίοδο που διανύουμε είναι μη τυχόν και εξαφανιστεί η Ελλάδα και μαζί τα όσα πρεσβεύει. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι υπάρχει ελπίδα, υπάρχει αλληλεγγύη και πιστεύω πολύ στους νέους. Η νεολαία μπορεί να  είναι δυσκολεμένη, μπορεί το ιντερνέτ να μας κάνει να χάνουμε την επαφή με τη γλώσσα μας, μπορεί η πληροφόρηση να είναι τελικά μεγαλύτερη από την ουσιαστική  γνώση, αλλά πιστεύω πως την αλλαγή θα την φέρουν οι νέοι. Για αυτό και μου αρέσει να δουλεύω με νέους ανθρώπους και ίσως στο μέλλον να ήθελα να σκηνοθετήσω μια παράσταση με μια ομάδα νέων ηθοποιών…»

 

Καθώς σε λίγο οι πόρτες της Πολιτείας θα κλείσουν, είναι ώρα ο οικοδεσπότης και η συγγραφέας να διαλέξουν το δικό τους αγαπημένο βιβλίο στο χώρο.

Ο Γιώργος Θωμόπουλος διάλεξε «Το κουτσό», του Χούλιο Κορτάσαρ, εκδόσεις Εξάντας,  ένα εν μέρει αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα για το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας είχε πει «Αν δεν έγραφα αυτό το βιβλίο εκείνη την εποχή, μάλλον θα έπεφτα στο Σηκουάνα». Η Χρύσα Σπηλιώτη επέλεξε το  «Θάνατο του Ιβάν Ίλιτς» του Τολστόι, από τις εκδόσεις Ροές, μια νουβέλα που αποτελεί το αδιαμφισβήτητο αριστούργημα της ύστερης δημιουργίας του και συγκινεί μέχρι σήμερα το αναγνωστικό κοινό. Με τη σειρά μου, διάλεξα το «Νάρκισσος και Χρυσόστομος» από τις εκδόσεις Καστανιώτη του αγαπημένου μου Έρμαν Έσσε, όπου τα δίδυμα έρως-θάνατος, ομορφιά-ασχήμια, δικαιοσύνη-αδικία, ειρήνη-σφαγή αποτελούν τον κεντρικό άξονα ενός ακόμη γοητευτικού μυθιστορήματος που διάβασα στα 18 μου και που ακόμα παραμένει ένα από τα λίγα που κατάφεραν να με επηρεάσουν τόσο έντονα.

Αφήνοντας πίσω μου τη Χρύσα Σπηλιώτη και την  πόρτα της Πολιτείας, έμεινα με μία βασική διαπίστωση στο μυαλό μου. Πως η ουσία των πραγμάτων, η σεμνότητα, το ταλέντο, το μεράκι και το αληθινό, δεν έχουν ανάγκη από λαμπερές βιτρίνες και φωτεινά γράμματα. Αντιθέτως είμαστε εμείς που τα έχουμε ανάγκη, για να μας θυμίζουν την σπουδαιότητα  τους, και τη σημασία του να είμαστε αυθεντικοί και ανθρώπινοι…

Το «Ποιος ανακάλυψε της Αμερική» είναι  η καινούρια έκδοση του πολύ γνωστού θεατρικού έργου της Χρύσας Σπηλιώτη το οποίο έχει μεταφραστεί σε έξι γλώσσες και εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου στην Κροατία.
«Δύο κορίτσια ανακαλύπτουν τη ζωή προσπαθώντας να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Τις συναντάμε σε όλους τους κύκλους της ζωής τους, να αλλάζουν μορφές, πρόσωπα, ρόλους, και ανάμεσά τους ο αιώνιος άντρας, σύζυγος, εραστής και προδότης
…»

Το καινούριο θεατρικό έργο «Πόρτες» της Χρύσας Σπηλιώτη, σε σκηνοθεσία Αυγουστίνου Ρεμούνδου, έχει ξεκινήσει τις παραστάσεις στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα» (Σατωβριάνδου 36, Ομόνοια, Τηλ. 210 5242211) κάθε Δευτέρα και Τρίτη και για 12 μόνο παραστάσεις.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Ευχαριστώ θερμά τον Γιώργο Θωμόπουλο για την υποδοχή, το βιβλιοπωλείο της Πολιτείας για την φιλοξενία, τις εκδόσεις Σοκόλη για την συνεργασία και φυσικά τη Χρύσα Σπηλιώτη για αυτήν την όμορφη εμπειρία και γνωριμία.