Η παράσταση “Πέρσες”, σε σκηνοθεσία Βαρβάρας Δούκα, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Διεθνές Φεστιβάλ  ΙΙFUT, στα φαρσί, έρχεται στη Θερινή Αυλαία για μία μόνο παράσταση στις 9 Ιουλίου 2014.

Στη φετινή εκδοχή, έξι νέοι άντρες ηθοποιοί, 5 Έλληνες και ένας Ιρανός, υποδύονται όλους τους ρόλους στο επικό έργο του Αισχύλου, Πέρσες, στην ιστορική μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά.

Η Άτοσσα ερμηνεύεται από τον ηθοποιό Κώστα Μητρόπουλο , ο οποίος επωμίζεται και τον ρόλο του Ξέρξη. Στη θέση του φαντάσματος του Δαρείου  ο Ιρανός ηθοποιός Αράς Χαμεντιάν, αποδίδει το ρόλο του στα φαρσί.

Η πρώτη εκδοχή της παράστασης ανέβηκε στην Τεχεράνη, τον Μάιο του 2011,  με 14 Ιρανούς ηθοποιούς στο Διεθνές Φεστιβάλ  ΙΙFUT, στα φαρσί, στην μετάφραση του πέρση ποιητή Fuad Rouhani. Ελληνική της εκδοχή παίχτηκε με επιτυχία στην Αθήνα, στο θέατρο ‘ Εν Αθήναις’ από τον Σεπτέμβριο ως το Δεκέμβριο του 2012.

Η τραγωδία «Πέρσες», το σπουδαιότερο αντιπολεμικό έργο του Αισχύλου, θεωρείται η παλαιότερη σωζόμενη τραγωδία και είναι επίσης είναι η πρώτη που αντλεί τη θεματολογία της από ιστορικά γεγονότα και πραγματεύεται την οδύνη των Περσών όταν πληροφορούνται για τη συντριπτική ήττα.

Το μέγεθος της δύναμης που χρησιμοποίησε ο Ξέρξης για αυτή την εκστρατεία, καθώς και η ευφυής λύση που επινόησε προκειμένου να περάσει τα στενά του Ελλήσποντου το πολυπληθές στράτευμα, την προέλευση του οποίου παραθέτει με κάθε λεπτομέρεια ο χορός των γερόντων, μοιάζει τη μια στιγμή να τον κάνει υπερήφανο για την ελληνική νίκη, ενώ την άλλη να τον τρομάζει και να τον προβληματίζει. Ο Αισχύλος φαίνεται προβληματισμένος και επιφυλακτικός απέναντι σε ό,τι συνδέεται με την υπερβολή και την αλαζονεία, χαρακτηριστικά τόσο του Ξέρξη όσο και των ενεργειών του, καθώς γνωρίζει ότι η άτη παγιδεύει τον άνθρωπο και τον ωθεί στην τιμωρία.

Συντελεστές

Μετάφραση: Παναγιώτης Μουλλάς

Σκηνοθεσία: Βαρβάρα Δούκα

Δραματουργία: Τζωρτζίνα Κακουδάκη

Μουσική Επιμέλεια: Μάκης Φάρος

Σκηνογραφία- Κοστούμια: Άννα Μαχαιριανάκη

Φωτισμοί: Κυριάκος Ελευθεριάδης

Βοηθός Σκηνογράφου: Γεωργία Τοουλάκου

Φωτογραφίες: Αγγελική-Ειρήνη Μήτση , Ηλίας Φλωράκης

Αφίσα: Sugahtank Γιάννης Ρουμπάνης

Παίζουν: Κλεάνθης Βαρσαμούλης, Απόστολος Κουτσιανικούλης, Γιώργος Πέππας, Πέτρος Τσαπαλιάρης, Κωνσταντίνος Μητρόπουλος, Αράς Χαμεντιάν

Σκηνοθετικό Σημείωμα

“Η παράσταση αυτή των Περσών, ξεκίνησε από την Περσία, στα φαρσί….και συγκεκριμένα από το Διεθνές Φεστιβάλ της Τεχεράνης IIFUT . Ξεκίνησε όπως και οι Πέρσες πριν από χιλιάδες χρόνια, με …κατακτητικές διαθέσεις, μιας ελληνίδας σκηνοθέτιδας σε ένα ‘θεοκρατικό’ σύστημα, που δεν ευνοεί ιδιαίτερα το θέατρο και τις γυναίκες. Όπως πάντα συμβαίνει, ο ‘δυτικός’ κατακτητής στο τέλος κατακτιέται από αυτό που επιπόλαια ονομάζουμε ‘μαγεία της ανατολής’ γιατί η Περσία μας κέρδισε με τον πλούτο της γλώσσας, με την αφοπλιστική κουλτούρα του θρήνου που έχει συντηρηθεί ατόφια, με τις ικανότητες των ηθοποιών και τη μουσικότητα του λόγου. Αυτή η μουσικότητα ταίριαξε υπέροχα  στην παλαιά μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά, από την ιστορική παράσταση των Περσών από τον Κουν και μας επέτρεψε να καταθέσουμε μία καινούρια δοκιμή, στα ελληνικά αυτή τη φορά , με εντελώς νέους ηθοποιούς , μαθητές μου όλοι, απόφοιτοι από τη σχολή Πρώτη Πράξη του Τάσου Χαλκιά , και με έναν εκπρόσωπο μόνο από την Περσία, τον νεαρό ηθοποιό , Αράς Χαμεντιάν.  Οχτώ άντρες ερμηνεύουν όλους τους ρόλους. Σε αυτή την πρώτη και τελευταία πράξη ,το έργο ενοποιείται σε έναν ατελείωτο εσωτερικό θρήνο πολέμου. Ο θρήνος πλέον στις μέρες μας δεν είναι εξωστρεφής. Μετά από τόσους πολέμους και τόσο αίμα στον κόσμο, έχει ενσωματωθεί η μοιραία πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Απλά ο χρόνος προχωρεί και γιατρεύει τις πληγές μέχρι να εμφανιστούν άλλες, και η Ιστορία αποδεικνύεται ένα ατελείωτο και επαναλαμβανόμενο ονοματολόγιο πολέμων , όπως το θλιβερό συναξάρισμα των χαμένων αρχηγών του στρατού των Περσών που μπορεί να το ακούσεις και να το καταλάβεις και στα ελληνικά και στα φαρσί. Οι δύο γλώσσες μοιάζουν όπως μοιάζει ο όλεθρος του πολέμου, χιλιάδες χρόνια τώρα….Ο Δαρείος δεν έρχεται ποτέ να ανακουφίσει τους γέροντες Πέρσες, που και εκείνοι με τη σειρά τους είχαν κάποτε πολεμήσει, γιατί όπως αποφαίνεται ο θρήνος  τίποτα δε μας διδάσκει, και ο άνθρωπος παραμένει ανεπανόρθωτα ίδιος στην αυτοκαταστροφή.”

Βαρβάρα Δούκα

Σημείωμα Δραματουργού

H συλλογική μνήμη ως παρόν

1. …όχι, δεν πιστεύω στα φαντάσματα. Έχω μεγαλώσει στον αιώνα του σώματος, σε έναν κόσμο που αναγνωρίζει μόνο την ύλη ως πραγματικότητα.

Γυρίζουν πίσω μόνο οι ζωντανοί…. Oι απώλειες πολέμου στους αιώνες που ζω είναι μόνο στατιστικοί αριθμοί και σπανιότερα αναπόδοτα ποσά αποζημίωσης του ενός λαού προς τον άλλο.

…και έτσι αποδείξαμε ότι οι ψυχές των ανθρώπων δεν παραμένουν πουθενά στον εδώ μας κόσμο αλλά χάνονται μέσα στους ομαδικούς τάφους, μένουν ανώνυμες, αβοήθητες και ανεπιβεβαίωτες, μένουν αποτυπώματα πάνω στους τοίχους της Χιροσίμα…

Αλλά ακόμα και στους χριστιανικούς μας αιώνες, όπου όλα επιτρέπονται, εξακολουθούν να εισχωρούν -αδιάκριτα και υποδηλωτικά- ιδέες άλλων,  αρχέγονων μετρήσεων για το τίμημα του δικαίου.

2.Στην αυλή του σχολείου, όπου τα παιδιά παίζουν με τανκς, εισβάλλουν ξανά και ξανά οι Πέρσες, όχι οι Πέρσες των σχολικών βιβλίων της ιστορίας, αλλά ως θύματα πολέμου, στο τότε και στο τώρα, ως αδικαίωτες ψυχές άλλων εποχών,  άλλων θεών θύματα και ανθρώπων αδικήματα, όντα πλέον του μύθου της επικράτησης εκείνης της Ελλάδας, αυτής της Δύσης στον πολιτισμό μετά τη μάχη του Μαραθώνα.

Φωνές του παρελθόντος, σώματα άκλαφτα με πρόσωπα παρόντα, απόηχος του θρήνου για την χαμένη πιθανότητα της αλληλεγγύης των λαών, το γεφύρωμα των πανάρχαιων καταγωγών μας και την αποδοχή της μακραίωνης ιστορίας της ανθρωπότητας ως κατάστασης ειρήνης στο παρόν.

Ο Δαρείος, το φάντασμα, ως υπενθύμιση του παλιού κόσμου, στέρεου στην κρίση, άυλου στην πραγματικότητα , στην παράστασή μας δεν υπάρχει πια. Τον αφαιρέσαμε, όπως ο πολιτισμός μας αφαίρεσε τη μνήμη, απαλλοτρίωσε την ευθύνη με το χρήμα, ξέχασε το πώς διδάσκει η ιστορία [αλλά δίδαξε ποτέ κάτι η ιστορία;]

Έμειναν οι απλοί πολίτες, ακέφαλοι και μόνοι, ρακένδυτοι και παραλυμμένοι να οικτίρονται για τα λάθη τους και ούτε καν να ακούγονται.

Εμείς ελπίζουμε ακόμα να τους ακούσουμε μαζί.