Το έργο
Γραμμένο το 1952, στη μεταπολεμική Ευρώπη, το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι μια σύγχρονη ελεγεία για τον πόλεμο, την ανθρώπινη ύπαρξη και το χρόνο. Ο Ιρλανδός Σάμιουελ Μπέκετ, ο οποίος έζησε στο Παρίσι πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (σημ. εντάχθηκε στους κόλπους της Γαλλικής αντίστασης), έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο στα Γαλλικά και όχι στη μητρική του γλώσσα, τα Αγγλικά, απομακρύνοντας περιττούς συναισθηματισμούς και εστιάζοντας στα θεμελιώδη υπαρξιακά νοήματα.
Ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν (ή αλλιώς οι Ντίντι και Γκόγκο), είναι δύο περιπλανώμενοι φτωχοδιάολοι (=trumps). Περιφέρονται καθώς περιμένουν τον Γκοντό, μολονότι δεν είναι σίγουροι ούτε ότι τον γνωρίζουν, ούτε πότε ή που θα συναντηθούν μαζί του, ούτε εάν όντως έχουν συνεννοηθεί να βρεθούν. Αναμένοντας τον Γκοντό, αδυνατούν να φύγουν και έτσι βρίσκονται βαλτωμένοι, ανήμποροι – κατά δήλωσή τους – να απολαύσουν, να γευτούν και να βιώσουν τη ζωή τους, αναγκασμένοι σε μια αέναη προσμονή. Κατά τη διάρκεια του έργου, και ενώ οι δύο ήρωες περιμένουν τον Γκοντό, εμφανίζονται ο Πότζο με τον Λάκι, το Αγόρι, ξανά ο Πότζο και ο Λάκι, ξανά το Αγόρι. Κάθε Πράξη τελειώνει με τους ίδιους να ετοιμάζονται να φύγουν, αλλά, εν τέλει, να παραμένουν ακίνητοι, ασάλευτοι.
Ο Μπέκετ είχε ασχοληθεί από νωρίς με τη σημασία του χρόνου στη ζωή του ανθρώπου, μελετώντας διεξοδικά το Αναζητώντας το χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ. Ο χρόνος, στο έργο, μοιάζει αδρανοποιημένος, σταματημένος, βασανιστικός. Η αναμονή είναι αυτή που καθορίζει τους δύο ήρωες, οι οποίοι ενώ περιμένουν, έχουν χάσει την αίσθηση του χρόνου: τί μέρα είναι; τί ώρα είναι; τί ηλικία έχουν οι ίδιοι; πόσο χρονών είναι οι άλλοι; Όλα είναι σχετικά, όπως σχετικός είναι και ο ίδιος ο χρόνος, λόγω της υποκειμενικής του φύσης. Η υποκειμενικότητά του κατά την πρόσληψη άλλωστε, είναι αυτή που προσδίδει στο χρόνο διαφορετικά χαρακτηριστικά για τον εκάστοτε άνθρωπο. Το μόνο στοιχείο στο έργο που καθιστά αντικειμενικό το πέρασμα του χρόνου είναι τα φύλλα που βγαίνουν στο δέντρο από την πρώτη Πράξη στη δεύτερη.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Μπέκετ επέλεξε να ασχοληθεί με τη σημασία του χρόνου, και δή τον υποκειμενισμό του, αναδεικνύοντας τη ματαιότητά του. Λίγα μόλις χρόνια μετά τις θηριωδίες ενός παγκόσμιου πολέμου, ο Ντίντι αναρωτιέται, «Μήπως εγώ κοιμόμουν, ενώ οι άλλοι υπέφεραν;». Ο υποκειμενισμός κυριαρχεί παντού στο έργο, υπενθυμίζοντάς μας ότι στην ανθρωπότητα απουσιάζει ο αντικειμενισμός, τον οποίο τόσο αναζητούν οι δύο ήρωες και δή ο Βλαντιμίρ. Σπαρακτικά ο Ντίντι ζητά από το Αγόρι να επιβεβαιώσει ότι τους είδε, επιβεβαιώνοντας συνεπώς την ίδια τους ύπαρξη. Αλλά και το Αγόρι βιώνει τον υποκειμενισμό αυτής της ζωής, αφού αυτό είναι τυχερό σε σχέση με τον αδελφό του, μιας που ο Γκοντό του φέρεται καλά. Μήπως όμως και η ευτυχία ή η δυστυχία, τυχαίες δεν είναι; Έτσι, ο αφέντης-Πότζο της πρώτης Πράξης που σέρνει τον υποδουλωμένο Λάκι, στη δεύτερη Πράξη τυφλώνεται και έχει ανάγκη από την καθοδήγηση του μουγκού πλέον Λάκι. Ολόκληρη η ανθρωπότητα, σχηματικά, εμφανίζεται στους Ντίντι και Γκόγκο, ενώ αυτοί περιμένουν τον Γκοντό. Εμμονικά προσκολλημένοι στην αναμονή τους όμως χάνουν το χρόνο τους, και, κατά συνέπεια, τη ζωή, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Η παράσταση
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος έστησε μια άρτια παράσταση, στην οποία αναδύεται, εν πλήρη συνθέσει, η δραματουργία του Σ. Μπέκετ. Ο σκηνοθέτης απέδωσε με εκπληκτική μαεστρία τον υπαινικτικό, άλλοτε ελλειπτικό, αλλά πάντοτε πλήρη και μεστό νοημάτων λόγο του συγγραφέα. Αναμετρήθηκε επίσης απολύτως επιτυχώς με τις μπεκετικές σιωπές και παύσεις, δημιουργώντας σκηνικά μια απόκοσμα ήρεμη ατμόσφαιρα και παράλληλα αποδίδοντας τα νοήματα που κρύβονται σε αυτές.
Ο Θ. Μοσχόπουλος ισορρόπησε επίσης ανάμεσα στον γραπτό και παραστασιακό κόσμο του Μπέκετ, αποδίδοντας τις υπαρξιακές αγωνίες του συγγραφέα ιδωμένες μέσα από τον, φαινομενικά, κωμικό, αλλά ουσιαστικά θλιβερό, κόσμο του βαριετέ και του τσίρκο. Συνυπάρχει λοιπόν το έντονα κλόουνεσκ στοιχείο, με τα gangs και τα slapsticks των ηρώων, με τα άγχη, την απελπισία και την απόγνωση του ανθρώπου απέναντι στο άγνωστο, στο ανεξήγητο, στο υπέρτατο.
Οι Ηθοποιοί
Εξαιρετικός ο Εστραγκόν τον οποίο υποδύθηκε, με μοναδική, φαινομενική, αφέλεια, αλλά και μεστή θλίψη ο Τάσος Ροδοβίτης, ισορροπώντας επιτυχώς ανάμεσα στο κλόουνεσκ και τον υπαρξισμό. Καλός ο παρτενέρ του, ο Πάνος Παπαδόπουλος ως Βλαδίμηρος, μολονότι υπήρξε αρκετά φορμαλιστικός στην ερμηνεία του. Πολύ καλός ο Πότζο του Γιάννη Σαμψαλάκη, ο οποίος έπαιξε με μαεστρία μεταξύ κωμωδίας και αυταρχισμού, σκιαγραφώντας μια πολύ σύγχρονη φιγούρα της εξουσίας. Εξίσου καλός ο Λάκυ του Γιάννη Βαρβαρέσου, ο οποίος απέδωσε την απελπισία του ήρωα, ειδικά μέσω της υπέροχης κινησιολογίας του. Τέλος, καλός ήταν και ο Πέτρος Δημοτάκης, ως Αγόρι.

Συντελεστές
Αρχικά, η καλή και σύγχρονη μετάφραση της Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου αποτέλεσε την πρώτη ύλη στην οποία πάτησε η εξαίρετη σκηνοθεσία του Θ. Μοσχόπουλου. Ιδιαίτερα σημειολογικά φορτισμένα τα σκηνικά, αλλά και τα κοστούμια (Βασίλης Παπατσαρούχας). Ο απόκοσμος, γεμάτος φθορές, δρόμος, αποτυπώνει την απόγνωση και το κενό των ηρώων, οι οποίοι βρίσκονται μπροστά σε ένα αδιέξοδο. Ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν. Τα σκονισμένα, παλιά, φθαρμένα κοστούμια των ηρώων, μαρτυρούν την πολυετή τους παρουσία στη γη, υποδηλώνοντας την ηλικία τους. Παράλληλα, επί σκηνής ζωντάνεψαν οι χαρακτηριστικές αρβύλες, σήμα κατατεθέν των μπεκετικών ηρώων, καθώς και τα μεσοπολεμικά τους καπέλα. Εξαιρετικά χαρακτηριστικό επίσης το κοστούμι του Αγοριού, το οποίο μοιάζει με στολή φυλακής, υπονοώντας ότι βρίσκεται φυλακισμένο στην ίδια του τη ζωή. Τέλος, οι φωτισμοί (Νίκος Βλασόπουλος) είναι ανυπέρβλητοι, ειδικά όταν χαμηλώνουν προκειμένου να φανερώσουν ένα ολόγιομο φεγγάρι, που συνοδεύει τη μοναξιά των ηρώων, και κυρίως τη μοναξιά της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης.
Εν κατακλείδι
Το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι ένα εμβληματικό κείμενο της σύγχρονης παγκόσμιας δραματουργίας. Διαχρονικό και διαρκώς επίκαιρο, προσεγγίζει τη ζωή, τον άνθρωπο και το χρόνο ο οποίος ορίζει και τα δύο. Η παράσταση πετυχαίνει με λυρισμό, αλλά και ωμότητα να μιλήσει για τα μεγαλύτερα και βαθύτερα θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Στη σημερινή εποχή, η οποία απ-ανθρωπίζει τα πάντα και τους πάντες, το Περιμένοντας τον Γκοντό αποτελεί υπενθύμιση του πώς να είμαστε άνθρωποι.
Photo Credit: Πάτροκλος Σκαφίδας
Διαβάστε επίσης:
Περιμένοντας τον Γκοντό, του Σάμιουελ Μπέκετ σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου στο Θέατρο Πόρτα