Η έκθεση, σε επιμέλεια της Αφροδίτης Οικονομίδου, αποτελεί έναν εικαστικό φόρο τιμής στο αδιαμφισβήτητο μεγαλείο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα περιοδικών εκθέσεων του Επιγραφικού Μουσείου (Τοσίτσα 1) από τις 21 Σεπτεμβρίου ως τις 26 Οκτωβρίου 2017.

Ο Paolo Morello, γεννημένος στο Παλέρμο της Σικελίας και μεγαλωμένος -όπως αφηγείται ο ίδιος- με τα Έπη του Ομήρου στη σκιά των αρχαίων ναών της Μεγάλης Ελλάδας, αποφάσισε το 2014 να αφιερώσει ένα μεγάλο κεφάλαιο της φωτογραφικής δουλειάς του στην τεκμηρίωση των σημαντικότερων ελληνικών αρχαιολογικών χώρων. Ξεκίνησε την έρευνά του με την πρόθεση να επανεξετάσει τις μυθικές, τις θεμελιώδεις γι’αυτόν τοποθεσίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού και, ώντας ιστορικός τέχνης, επέλεξε σαν συντρόφους του ταξιδιού του τον Όμηρο και τον Παυσανία.

Φυσικά, ο καλλιτέχνης, σαν καλός γνώστης της Ιστορίας, δεν θα μπορούσε να παραλείψει να αποτίσει φόρο τιμής και στα υπέροχα αρχαία μνημεία της Μεγάλης Ελλάδας που βρίσκονται σε ιταλικό έδαφος. Δημιουργήθηκε έτσι μια σειρά 200 φωτογραφιών από τις οποίες 30 επιλεγμένες εικόνες παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Χανίων (3-23 Ιουλίου 2017) και τώρα παρουσιάζονται στην Αθήνα στο Επιγραφικό Μουσείο. Στη συνέχεια, η έκθεση θα μεταφερθεί τον Νοέμβριο στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών και τον Δεκέμβριο στην Θεσσαλονίκη στον εκθεσιακό χώρο του βιβλιοπωλείου του ΜΙΕΤ.

Ο ίδιος ο φωτογράφος δηλώνει για την δουλειά του:

«Η φωτογράφιση ενός αρχαιολογικού χώρου ενέχει πάντα μια σύγκρουση. Ανάμεσα σε αυτό που έχουμε μελετήσει και αυτό που βλέπουμε. Ανάμεσα στις επιστημονικές μας γνώσεις, την ορθολογιστική μας αντίληψη και τα υπάρχοντα ερείπια, μερικές φορές πολύ φτωχά, που προσφέρονται μπροστά από τον φακό μας. Ανάμεσα στην έντονη συγκίνηση που μας προκαλεί καρδιοχτύπι, την μαγεία που μας κατακλύζει και την επιθυμία να τα αποτυπώσουμε όλα αυτά σε μια εικόνα. Αυτή η σύγκρουση είναι ένα είδος πρόκλησης και αυτό ακριβώς αναμένεται να αντιπροσωπεύσει ένας φωτογράφος.

Υπάρχουν τόποι των οποίων το «μέγεθος» υπερβαίνει το χώρο που καταλαμβάνουν στην πραγματικότητα. Είναι τόποι που αποτελούν σύμβολα, πνευματικές προεκτάσεις, εικόνες που η συλλογική μνήμη επεξεργάστηκε εδώ και αιώνες, καταστάλαγμα ιστορικών αναφορών, τολμηρών περιηγήσεων και ακούραστων αρχαιολογικών ερευνών. Γύρω από μια πέτρα, γύρω από μια άμορφη σωρό ερειπίων συγκεντρώνονται συχνά συμβολικές αξίες τόσο ισχυρές ώστε να καθιστούν αυτά τα αρχαία ίχνη, που μόλις μετά βίας είναι ορατά, ένα εξαίσιο μνημείο. Η Αρχαία Ελλάδα είναι το κατ’ εξοχήν έμβλημα αυτού του φαινομένου. Ήδη για τους Ρωμαίους, η Ελλάδα δεν ήταν απλά μια χώρα προς κατάκτηση, μια επαρχία μεταξύ άλλων, που έπρεπε να ενσωματωθεί στο πλαίσιο της Αυτοκρατορίας. Ήταν αντικείμενο θαυμασμού τόσο μεγάλου ώστε να δικαιολογεί την περίφημη φράση του Οράτιου: «Graecia capta ferum victorem cepit» – η κατακτημένη Ελλάδα κατέκτησε τον βάρβαρο νικητή.

Από τότε, αυτό το συναίσθημα θαυμασμού για τον ελληνικό πολιτισμό δεν έχει ατονίσει. Σήμερα σώζονται ελάχιστα απομεινάρια από το μεγαλείο της Αρχαίας Ελλάδας. Από τους χιλιάδες ναούς, τα θέατρα, τα δημόσια κτίρια, παραμένουν όρθια μόνο μερικές δεκάδες μνημεία, συχνά κατεστραμμένα και συμβιβασμένα με το χρόνο. Και όμως, αυτά τα λίγα απομεινάρια που επιβίωσαν αποτέλεσαν, κατά τη διάρκεια των αιώνων, επίλεκτους προορισμούς για περιπετειώδη ταξίδια, αντικείμενο περιηγήσεων που με την έμπνευση και το πάθος τους συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να μας προκαλούν κατάπληξη και δέος.

Στην Αρχαία Ελλάδα βυθίζονται οι πολιτιστικές και πολιτικές ρίζες της Δύσης. Με αίσθηση ευγνωμοσύνης και σεβασμού συνεχίζουμε να θυμόμαστε ότι ο πολιτισμός μας ωφείλει στην Ελλάδα τα δώρα της Δημοκρατίας και της Φιλοσοφίας.»

Οι αρχαιολογικοί χώροι

Ελλάδα: Αθήνα, Ολυμπία, Δελφοί, Κόρινθος, Νεμέα, Μυκήνες, Άργος, Τίρυνθα, Αρκαδικό (μυκηναϊκή γέφυρα Καζάρμας), Επίδαυρος, Αίγινα (Αφαία), Σούνιο, Βραυρώνα, Μέγαρα

Ιταλία (Μεγάλη Ελλάδα): Ποσειδωνία, Κρότων, Μεταπόντιο, Σελινούς, Έγεστα, Ακράγας

Βιογραφικό σημείωμα

Ιστορικός φωτογραφίας, φωτογράφος και εκδότης, ο Paolo Morello σπούδασε στην Scuola Normale της Πίζας και στο St. John’s College της Οξφόρδης. Δίδαξε Φωτογραφία και Ιστορία της Φωτογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο, και στα Πανεπιστήμια της Μπολώνια, Μπρέσια, Βερόνα, Ca’ Foscari της Βενετίας, στο Καθολικού Πανεπιστήμιο Sacro Cuore στο Μιλάνο και, από το 2001 έως το 2009, στο IUAV της Βενετίας. Από το 2001 έως το 2010 συνεργάστηκε σαν Contributing Editor με το περιοδικό «Ιστορία της Φωτογραφίας» και στο διάστημα 1999-2011 διηύθυνε το Istituto Superiore per la Storia della Fotografia. Το 2011 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Glint με έδρα το Λονδίνο, με τον οποίο έχει δημοσιεύσει: In principio (Εν Αρχή), La leggenda del Ficus, La nostalgia di Afrodite (Η νοσταλγία της Αφροδίτης), La pazienza del legno (Η υπομονή του ξύλου), Tat Tvam Asi (Tu sei Quello) e Viaggio in Sicilia (Ταξίδι στη Σικελία). Είναι συγγραφέας πολλών μελετών με θέμα την ιστορία της φωτογραφίας στην Ιταλία και του οδηγού Guida pratica al mercato della fotografia, που δημοσιεύθηκε από το Ανώτατο Ινστιτούτο Ιστορίας της Φωτογραφίας.

Μια μεγάλη αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στα πρώτα δέκα χρόνια της δραστηριότητάς του διοργανώθηκε τον Ιούλιο-Αύγουστο 2015 από το Ρωσικό Ομοσπονδιακό Μουσείο Φωτογραφίας (Rosphoto) της Αγίας Πετρούπολης.

Εκτός από φωτογράφος είναι και ενθουσιώδης συλλέκτης. Εργάζεται  εδώ και δεκαπέντε χρόνια για τη δημιουργία μιας συλλογής από vintage prints, οι οποίες προορίζονται να αποτελέσουν τον πυρήνα του πρώτου Μουσείου στην Ιταλία αφιερωμένου εξ ολοκλήρου στην Ιταλική φωτογραφία.