Οι «Παλιοί καιροί», του Χάρολντ Πίντερ παρουσιάζονται στο Θέατρο Τέχνης, σε μια συμπαραγωγή με το Θέατρο του Νέου Κόσμου, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά και μετάφραση της Έρις Κύργια.

Χώρος, χρόνος, λόγος, σιωπές, παύσεις και μια μνήμη ανάπηρη και αβυσσαλέα. Φόβοι, ανεκπλήρωτες επιθυμίες, γρίφοι, σκληρό παιχνίδι χειραγώγησης και κτητικότητας, κατακλύζουν το θεατρικό σανίδι.

Ντίλι, Κέιτ και Άννα, ήρωες μιας εφιαλτικής ρουτίνας, κινούνται στο λειτουργικό για το concept του έργου, σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, σαν απόκοσμες οπτασίες. Σύγχυση ανάμεσα στην αλήθεια και την ψευδαίσθηση, ανάμεσα στο «παροντικό» παρελθόν, το ανυπόστατο παρόν και το δαιμονικό μέλλον. Προσπαθούν να συνεννοηθούν, αλλά η ηφαιστειακή έκρηξη των μύχιων καταπιεσμένων συναισθημάτων τους, δεν αφήνει περιθώρια επικοινωνίας. Ο κυνισμός, το άλγος και η ακολουθούσα παθητική βία του «χαμόγελου», αφηγούνται με πρωτοφανή λύσσα το γιγάντιο κενό που αναπτύσσεται μεταξύ τους.

Η σκηνοθετική σύλληψη επαρκής, καθώς ο στόχος να φανεί σταδιακά η πολυπλοκότητα του αριστουργηματικού κειμένου ευοδώνεται, ώστε μέσα στη δραματική εξέλιξη ο πυρήνας του έργου να γίνεται ολοένα και πιο αμφίσημος, αινιγματικός και αδιαπέραστος. Δημιουργείται έτσι η αίσθηση του εγκλωβισμού και της εσωστρέφειας, μέσα σε ένα σύμπαν με πολλά εγκεφαλικά τεχνάσματα.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς τοποθετεί τα πρόσωπα να αιωρούνται μέσα σε ένα αμφιλεγόμενο επίπεδο μνήμης, όπου συγκρούονται ανάμεσα σε περιορισμένο χώρο (αγροικία που μετατράπηκε σε μόνιμη κατοικία) και στο ανηλεές άπειρο του Χρόνου. Συνοδευτικά ενεργούν οι συμμετρικές κινήσεις, η μοναξιά, η προδοσία, ο φόβος του άγνωστου και η μυστηριακή του αίγλη, η διάσπαρτη ερωτική διάθεση, η δύναμη και οι καταστροφικές ικανότητες του λόγου εκατέρωθεν. Αξιοσημείωτη η προσπάθεια του καθένα να ανιχνεύσει ό,τι μπορεί και να διασώσει το ζωτικό του χώρο. Οι φιγούρες των πρωταγωνιστών δρουν σαν ισορροπιστές κάποιας εσωτερικής / ψυχικής ακροβασίας, η οποία δείχνει καθαρά την ανάγκη διάκρισης του αληθινού από το ψευδές και το φαντασιακό.

Συνήγορος στην περιπέτεια αυτή, η εικόνα του «άλλου», του «επισκέπτη», του «ξένου» που αντανακλά με διαφάνεια ή όχι το είδωλο του εαυτού. Σημείο αναφοράς οι παλιοί καιροί, τα περασμένα, οι παρελθοντικές εμπειρίες. Εκεί μπερδεύονται όλα, σαν να μην έχει και τόση σημασία, πότε και πως έγινε οτιδήποτε, όσο η ρευστότητα ενός αβίωτου και ανίκητου «τώρα». Γεννιέται ένα κλίμα θολό, νοσηρό, χωρίς σαφή προσανατολισμό, με βασικά ερωτηματικά ύπαρξης γεγονότων , προσώπων και καταστάσεων, ικανό να προκαλέσει ομιχλώδες εσωτερικό και εξωτερικό τοπίο.

Παρόν το τρίπτυχο που συναντάμε σε όλο το έργο του Χ. Πίντερ, το Χώρο, το Χρόνο και το Λόγο. Οι κάμερες που βιντεοσκοπούν σκηνές της θεατρικής πράξης καθ´ όλη τη διάρκεια της παράστασης ενισχύουν την εντύπωση του εύθρυπτου των αναμνήσεων και το ευπαθές του χρόνου. Λες και γίνεται προσπάθεια οι χαρακτήρες να αποκαταστήσουν όποια ρήγματα έμειναν ανοιχτά και τους άφησαν εκτεθειμένους, εύκολη λεία στα δόντια της αδυσώπητης Μνήμης. Διαμορφώνεται επομένως μία κατάσταση χαοτική που ευθύνεται τόσο για την εξορία των ηρώων από την αληθινή διάσταση του χρόνου όσο και για την ατομική τους συναισθηματική απογύμνωση.

Τρεις αξιόλογοι ηθοποιοί, συνθέτουν ολιστικά το πορτραίτο αυτού του πολυσήμαντου όσο και δυσεξήγητου συγγραφικού πονήματος με τις πολλές ποιητικές αποχρώσεις. Όλοι υπηρετούν τους ρόλους τους, με σεβασμό, ήθος και σκηνική αυτοτέλεια.

Η Μαρία Κεχαγιόγλου, αεικίνητη, σαρκαστική, τολμηρά ερωτική, διεκδικητική, υπέροχη, σκιαγραφεί με ευκρίνεια την Άννα, τη παλιά φίλη της Κέιτ. Ο Χρήστος Λούλης, ως Ντίλι, μέσα στο μανδύα του αφελούς, του ασταθούς και του ανασφαλούς, καθόλου αθώος, με κάποιες δόσεις έπαρσης , κινείται με ευστοχία, ακρίβεια και θεατρική συνέπεια. Την Κέιτ ερμηνεύει εξαιρετικά η Μαρία Σκουλά, εστιασμένη με σφρίγος στην εύθραυστη, ιδιόμορφη και μυστηριώδη περσόνα που υποδύεται. Εκφραστικότητα και κομψή χορευτική κίνηση συμπληρώνουν με αξιοσύνη την υποκριτική της προσωπογραφία. Ολιγόλογη, «μιλάει» περισσότερο με τη στάση του σώματος, τη ρέουσα / δραστική άρθρωση και το συναισθηματικό παλμό.

Τα καλαίσθητα κοστούμια είναι της Ιωάννας Τσάμη και για τους φωτισμούς που υπαινίσσονται την απειλητική ελκυστικότητα των παρατεταμένων σιωπών, φρόντισε η Στέλλα Κάλτσου. Την έντονα ξεχωριστή μουσική επιμελήθηκε ο Γιάννης Χουβαρδάς, απόλυτα ταιριαστή στο ύφος και στη γραφή της συγκεκριμένης θεατρικής παραγωγής.

Η μόνη ένσταση, αλλά σημαντική, είναι η έλλειψη κορύφωσης σε σημεία που προσφέρονται για ένα pick, αποδυναμώνοντας έτσι δραματουργικά τον πυρήνα του έργου.

«Παλιοί καιροί», ένα πολύ χαρισματικό κείμενο, σημαντικό για την περαιτέρω πορεία της σκηνικής εξέλιξης, πάνω σε έναν καμβά που εξελίσσεται σε αρένα εξουσιαστικής επικυριαρχίας. Διακρίνονται ο διαχρονικός χαρακτήρας του θεματικού ιστού, η υπαρξιακή αγωνία της συμπόρευσης που στοιχειώνει τους «δρώντες», η συνειδητοποιημένη σκηνοθετική αρχιτεκτονική και οι ώριμες, ολοκληρωμένες ερμηνείες.

Πρόκειται γενικά για μια αξιοπρεπή παράσταση, διανθισμένη επαρκώς με διάχυτο εικαστικό χαρακτήρα, συμπαγή δομή, εντυπωσιακή εισαγωγή και απότομο εκτυφλωτικό φινάλε.


Διαβάστε επίσης: 

Παλιοί καιροί, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά στο Θέατρο Τέχνης