Σε μια εποχή έξαρσης της βίας σε όλες τις μορφές της έχει διαμορφωθεί μια διελκυστίνδα ανάμεσα στην αδήριτη ανάγκη να διατρανωθούν ζωτικής σημασίας μηνύματα και σε μια κλιμακούμενη τάση ακατάσχετης νουθεσίας. Το θέατρο δεν μένει αμέτοχο ως προς αυτό και, μάλιστα, βλέπει τον εαυτό του ως προνομιακό διαμεσολαβητή σε μια γενικευμένη προσπάθεια αφύπνισης συνειδήσεων, διέγερσης ανακλαστικών και δημιουργίας αναχωμάτων απέναντι σε πρακτικές που αντιστρατεύονται την κοινωνική συνοχή. Θα λέγαμε ίσως ότι ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης δραματουργίας έχει κυριολεκτικά επιδοθεί σε μια ανοιχτή, απροκάλυπτη και απροκατάληπτη απεύθυνση επιχειρημάτων πολιτικής ορθότητας για οτιδήποτε παραπέμπει σε παραβίαση δικαιωμάτων, καταπίεση κοινοτήτων, προσβολή ταυτότητας κ.ο.κ. 

Ο Μάρτιν Σέρμαν θεωρείται πρωτοπόρος στο θέατρο που παίρνει θέση απέναντι στα προβλήματα, καθώς, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, αποπειράθηκε να μιλήσει με παρρησία για θέματα ετερότητας. Προτού διατυπωθούν οι κουίρ θεωρίες, προϊόν του μεταδομισμού που αντιμάχεται τα ιεραρχικά δίπολα και ακουστούν πιο ηχηρά οι ψυχαναλυτικές θέσεις της Τζούντιθ Μπάτλερ περί σεξουαλικών ταυτοτήτων ως πολιτισμικών κατασκευών, ο Σέρμαν κόμισε μια παγκόσμια επιτυχία, το «Μπέντ», με το οποίο διέρρηξε πολλά στεγανά για το τι μπορεί να παρασταθεί μπροστά σε ένα ευρύ κοινό. Ο ίδιος παρέμεινε διαχρονικά ένας τολμητίας σε επίπεδο θεματολογίας, εμμένοντας, παρόλα αυτά, στη λογική του bien faite έργου και παραβλέποντας την ορμητική επίδραση του μεταμοντερνισμού και των παραφυάδων του που άλλαξαν άρδην τα δεδομένα της θεατρικής γραφής. Οι δε επιρροές του φαίνεται να αντλούνται κυρίως από το ύφος του Λώρενς Ντάρελ, του Τέρενς Ράτιγκαν και του Τένεσι Ουΐλιαμς. Ειδικά από τον τελευταίο παίρνει τη σκυτάλη, προκειμένου να τοποθετηθεί πιο ενεργά επάνω σε επίμαχα θέματα. Και μολονότι τα μεγέθη δεν είναι συγκρίσιμα οφείλουμε να παραδεχτούμε την αποφασιστικότητα του Σέρμαν να εισέλθει στο σκληρό πυρήνα των προβλημάτων, παραχωρώντας στην ετερότητα ζωτικό χώρο, στον αντίποδα της γραμμής του Ουΐλιαμς που την αντιμετώπιζε ως μια συνθήκη σε διαρκή σύγκρουση με το κοινωνικό κατεστημένο.

 Με το έργο του «Όπως πάει το ποτάμι» ο Σέρμαν μοιάζει να κλείνει τους λογαριασμούς με τα προσωπικά βιώματα, επισφραγίζοντας μια πορεία κοινωνικών αναταράξεων και πολιτισμικών μεταλλάξεων που επηρέασαν καταλυτικά τη θεώρηση πολλών δεδομένων σχετικά με τις ταυτότητες. Μαζί με τη σχέση του ώριμου Μπο με τον νεότερο Ρούφους παρακολουθούμε, υπό τη μορφή ενός άτυπου χρονολογίου, το πανόραμα των εξελίξεων που παγίωσαν τη δράση μιας ολόκληρης κοινότητας που σταδιακά αποδεσμεύεται από τα στεγανά της και ενσωματώνεται ως οργανικό μέλος σε ένα όλον. Και αν κάτι πρέπει να αναγνωρίσουμε στον έμπειρο Αμερικανοεβραίο δραματουργό είναι ότι αυτό επιτυγχάνεται όχι με αβασάνιστες συνθηματολογίες, αλλά με με όρους που αναδεικνύουν τις βαθιά ανθρώπινες πτυχές και διευκολύνουν την πρόκληση ενσυναίσθησης. 

Η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες

Ο Γιάννης Λεοντάρης προσέγγισε το έργο μέσω δύο επιπέδων: τη ζωντανή ερμηνεία και τη φιλμική εικόνα ως δραματουργικό εργαλείο. Το πρώτο εστίασε στη διαγραφή της σχέσης των δύο ανδρών, ενώ το δεύτερο κόμισε ένα επίπεδο πιο εσωτερικό και εξομολογητικό, μέσω του οποίου η παρουσία πυκνώνει και ο ψυχισμός «αρθρώνεται» εύηχα και φιλτραρισμένος λόγω της αποστασιοποίησης. Ωστόσο, το κυριότερο κεκτημένο της σκηνοθετικής γραμμής αφορά τη σκιαγράφηση των προσωπικοτήτων που αντιπαρήλθε τις στερεοτυπίες, αντιμετωπίζοντας με τρόπο νηφάλιο και με σεβασμό τις αποχρώσεις των συμπεριφορών. Αλλά και οι ρυθμοί, συχνά ταχείς στις στιχομυθίες, προς χάριν ενός γλαφυρού ρεαλισμού, δεν αποσυμπίεσαν τη δυναμική των νοημάτων και των σημάνσεων ούτε υποβίβασαν τη δράση στο επίπεδο μιας ισχνού περιεχομένου κατάστασης.

Πιο ώριμος ερμηνευτικά από ποτέ ο Μάνος Καρατζογιάννης αφέθηκε στην απλοχωριά της νεότητας του Ρούφους και με ευελιξία, αλλά χωρίς αποπροσανατολιστικό νευρωτισμό, κινήθηκε στις διαστάσεις του χρόνου, προκαλώντας αφηγήσεις και ανασυνθέτοντας νοερές εικόνες από το παρελθόν που ενοποιούνται με το παρόν και το μέλλον. Απέναντί του ο Περικλής Μουστάκης προσέδωσε στον μεσήλικα Μπο μια ανθρώπινη υπόσταση, μακριά από lifestyle σημειολογίες, ακολουθώντας μια διαδρομή εγκάρσια όσο και αποκαλυπτική. Εξίσου επιτυχής και η παρουσίαση του Χάρυ από τον Δημήτρη Ροΐδη, με τρόπο που αμβλύνει τη λογική των άκρων σε σχέση με την εκδήλωση της σεξουαλικότητας και ανασυντάσσει την πρόσληψη των έμφυλων ταυτοτήτων.

Διαβάστε επίσης:

Όπως πάει το ποτάμι, του Μάρτιν Σέρμαν στο Θέατρο Σταθμός