Στην πιο δημοφιλή συλλογή διηγημάτων της Κλαρίσε Λισπέκτορ, οι ήρωες, πλάσματα που ζουν απλές καθημερινές ζωές, με αφορμή γεγονότα φαινομενικά ασήμαντα, βιώνουν μια στιγμή κρίσης, που το σημάδι της είναι η έντονη απόλαυση με την οποία κοιτούν ξαφνικά τα πράγματα, η χαρά και η οδύνη που αντλούν από αυτά.

Οι Οικογενειακοί δεσμοί, που κυκλοφόρησαν το 1960, αναγνωρίστηκαν αμέσως ως κορυφαίο έργο και καθιέρωσαν τη Λισπέκτορ ως μια από τις σημαντικότερες φωνές της βραζιλιάνικης λογοτεχνίας.

Κλαρίσε Λισπέκτορ 

«Η μικρότερη γυναίκα στον κόσμο», Οικογενειακοί δεσμοί

Στα βάθη της ισημερινής Αφρικής ο Γάλλος εξερευνητής Μαρσέλ Πρετρ, κυνηγός και άνθρωπος του κόσμου, συνάντησε στο διάβα του μια φυλή εντυπωσιακά μικρόσωμων Πυγμαίων. Η έκπληξή του ήταν ακόμη μεγαλύτερη, λοιπόν, όταν πληροφορήθηκε ότι ένας ακόμη πιο μικρόσωμος λαός υπήρχε πέρα από δάση και αποστάσεις. Έτσι πήγε ακόμη πιο βαθιά.

Στο κεντρικό Κογκό ανακάλυψε όντως τους μικρότερους Πυγμαίους στον κόσμο. Και –σαν ένα κουτί μέσα σ’ ένα κουτί μέσα σ’ ένα κουτί– ανάμεσα στους μικρότερους Πυγμαίους στον κόσμο υπήρχε ο μικρότερος των μικρότερων Πυγμαίων στον κόσμο, υπακούοντας ίσως στην ανάγκη της Φύσης να υπερβαίνει πού και πού τον εαυτό της.

Ανάμεσα σε κουνούπια και σε δέντρα ζεστά από την υγρασία, ανάμεσα στα πλούσια φύλλα του πιο τεμπέλικου πράσινου, ο Μαρσέλ Πρετρ αντίκρισε μια γυναίκα σαράντα πέντε εκατοστών, ώριμη, μαύρη, σιω­πηλή. «Μαυριδερή σαν μαϊμού», θα πληροφορούσε τον Τύπο, και ζούσε πάνω σ’ ένα δέντρο με τον μικρό της σύντροφο. Μέσα στις χλιαρές ομίχλες των δασών, που στρογγυλεύουν νωρίς τα φρούτα και τους δίνουν μια γλύκα σχεδόν αφόρητη στον ουρανίσκο, ήταν έγκυος.

Εκεί στεκόταν, λοιπόν, η μικρότερη γυναίκα στον κόσμο. Για μια στιγμή, μες στο βόμβο της ζέστης, έμοιαζε σαν ο Γάλλος να είχε φτάσει απροσδόκητα στο ύστατο συμπέρασμα. Δίχως αμφιβολία, μόνο επειδή δεν ήταν τρελός δεν λιποθύμησε η ψυχή του ούτε έχασε τον έλεγχο. Νιώθοντας μια άμεση ανάγκη για τάξη και για να ονοματίσει αυτό που υπάρχει, την αποκάλεσε Μικρό Λουλούδι. Και, για να μπορέσει να την ταξινομήσει ανάμεσα στις αναγνωρίσιμες πραγματικότητες, ξεκίνησε αμέσως να συλλέγει δεδομένα σχετικά με αυτήν.

Η φυλή της σταδιακά εξολοθρεύεται. Λίγα ανθρώπινα δείγματα απομένουν από αυτό το είδος που, αν δεν υπήρχε ο ύπουλος κίνδυνος της Αφρικής, θα ήταν ένας λαός που θα είχε εξαπλωθεί παντού. Πέρα από τις αρρώστιες, τις μολυσματικές αναθυμιάσεις των νερών, την ανεπαρκή τροφή και τα αγρίμια που παραμονεύουν, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους λιγοστούς Λικουάλα είναι οι άγριοι Μπαντού, απειλή που τους περικυκλώνει μες στον σιωπηλό αέρα σαν σε ξημέρωμα μάχης. Οι Μπαντού τους κυνηγάνε με δίχτυα, όπως τις μαϊμούδες. Και τους τρώνε. Έτσι ακριβώς: τους κυνηγάνε με δίχτυα και τους τρώνε. Αυτή η μικροσκοπική φυλή ανθρώπων, οπισθοχωρώντας και οπισθοχωρώντας συνεχώς, κατέληξε να εγκατασταθεί στην καρδιά της Αφρικής, εκεί όπου την ανακάλυψε o τυχερός εξερευνητής. Για λόγους στρατηγικής άμυνας, κατοικούν στα πιο ψηλά δέντρα.

Από εκεί οι γυναίκες κατεβαίνουν για να μαγειρέψουν καλαμπόκι, να αλέσουν μανιόκα και να μαζέψουν λαχανικά· οι άντρες, για να κυνηγήσουν. Όταν γεννιέται ένα παιδί, η ελευθερία τού δίνεται σχεδόν αμέσως. Είναι αλήθεια ότι τις περισσότερες φορές το παιδί δεν θα χαρεί για πολύ καιρό αυτή την ελευθερία ανάμεσα στα αγρίμια. Αλλά είναι αλήθεια πως, τουλάχιστον, δεν θα το έχει παράπονο ότι, για μια ζωή τόσο σύντομη, ο μόχθος ήταν τόσο μακρύς. Γιατί μέχρι και η γλώσσα που μαθαίνει το παιδί είναι σύντομη και απλή, περιορισμένη στα ουσιώδη. Οι Λικουάλα χρησιμοποιούν λίγα ονόματα, αποκαλούν τα πράγματα με χειρονομίες και ήχους ζώων. Ως πνευματική εξέλιξη, έχουν ένα ταμπούρλο. Ενώ χορεύουν στον ήχο του ταμπούρλου, ένα μικρό τσεκούρι παραφυλάει ενάντια στους Μπαντού, που δεν ξέρει κανείς από πού θα έρθουν.

Έτσι ήταν, λοιπόν, που ο εξερευνητής ανακάλυψε, να στέκεται ολόρθο και μπροστά στα πόδια του, το μικρότερο ανθρώπινο πράγμα που υπάρχει.

Χτύπησε η καρδιά του γιατί κανένα σμαράγδι δεν είναι τόσο σπάνιο. Ούτε οι διδασκαλίες των σοφών της Ινδίας δεν είναι τόσο σπάνιες. Ούτε ο πιο πλούσιος άνδρας στον κόσμο δεν είχε ποτέ αντικρίσει μια τόσο παράξενη χάρη. Εκεί μπροστά του βρισκόταν μια γυναίκα που ούτε η λαιμαργία του πιο εκλεπτυσμένου ονείρου δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Τότε ήταν που ο εξερευνητής είπε, ντροπαλά και με μια λεπτότητα αισθημάτων για την οποία η σύζυγός του δεν θα τον θεωρούσε ποτέ ικανό: «Είσαι το Μικρό Λουλούδι». […]