Η Αριστοφανική κωμωδία, γραμμένη το 411π.Χ., παρουσιάστηκε σε μια περίοδο ιδιαίτερα ταραγμένη για την πόλη των Αθηνών. Ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις θα οδηγούσαν σύντομα σε ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος της πόλης και στην σύντομη πραξικοπηματική ολιγαρχική κίνηση που έμεινε γνωστή ως «Αρχή των Τετρακοσίων». Μοιάζει περίεργο και ενδιαφέρον ταυτόχρονα, ότι μεσούσης αυτής της πολιτικής κρίσης, ο κωμικός ποιητής παρουσίασε μια κωμωδία η οποία είναι απομακρυσμένη από τα πολιτικά τεκταινόμενα, παρουσιάζοντας μια ουτοπική πραγματικότητα με τις γυναίκες ως πρωταγωνίστριες. Την ίδια στιγμή, οι Θεσμοφοριάζουσες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και ως η πρώτη περίπτωση μεταθεάτρου στην αρχαιότητα, καθώς το περιεχόμενο των Ευριπίδειων κειμένων δείχνει να ξεπερνά τα όρια της τέχνης και να αγγίζει την αληθινή ζωή. Καλείται μάλιστα ο Ευριπίδης να επινοήσει τρόπους για να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα ζητώντας τη συμβουλή του ομότεχνού του Αγάθωνα.

Οι γυναίκες, με αφορμή τη γιορτή των Θεσμοφορίων, ξεσηκώνονται κατά του Ευριπίδη, ο οποίος τις κατηγορεί και τις συκοφαντεί με τα έργα του, δημιουργώντας τους πολλά προβλήματα, ιδίως με τους άντρες τους. Ο ίδιος ο ποιητής, προκειμένου να μάθει τι σκέπτονται και τι θα αποφασίσουν, στέλνει έναν συγγενή του, τον Μνησίλοχο, ντυμένο γυναίκα στη γιορτή για να τις κατασκοπεύσει. Προκειμένου να τον προετοιμάσει μάλιστα ζητάει τη συμβουλή του επίσης τραγικού ποιητή, θηλυπρεπή Αγάθωνα. Στη συνέχεια, ο Μνησίλοχος τρυπώνει στα Θεσμοφόρια, όπου παρακολουθεί τις γυναίκες να επιχειρηματολογούν με τη σειρά κατά του Ευριπίδη. Στο τέλος, παίρνει τον λόγο ο ίδιος ο Μνησίλοχος ως γυναίκα υπερασπιζόμενος τον ποιητή και προσπαθώντας να αλλάξει τη γνώμη και των υπολοίπων. Και ενώ έχει αρχίσει ήδη να φαίνεται ύποπτος στην υπόλοιπη συγκέντρωση, εμφανίζεται ο Κλεισθένης για να προειδοποιήσει ότι ο Ευριπίδης σκοπεύει να στείλει ως κατάσκοπο κάποιο δικό του πρόσωπο μεταμφιεσμένο γυναίκα για να μάθει τί ετοιμάζουν. Οι υποψίες πέφτουν αμέσως στον Μνησίλοχο, τον οποίο πιάνουν και βασανίζουν οι γυναίκες μαζί με τον Τοξότη. Μόνον ο Ευριπίδης μπορεί να τον σώσει από τα χέρια τους, ο οποίος εμφανίζεται αρχικά μεταμφιεσμένος. Στο σημείο αυτό, η τέχνη για άλλη μια φορά εισβάλει στην αληθινή ζωή, καθώς ο αριστοφανικός Ευριπίδης εμπνέεται από τα δραματικά του κείμενα. Στην πορεία θα αναγκαστεί να συνάψει συμφωνία με τις γυναίκες, προκειμένου να αφήσουν ελεύθερο τον Μνησίλοχο. Ο ίδιος υπόσχεται ότι δεν θα τις κακολογήσει στο εξής μέσα από τα έργα του.

Σκηνοθεσία

Ο σκηνοθέτης έστησε μια παράσταση η οποία ξεχειλίζει αριστοφανικούς χυμούς: γλωσσικά τολμηρή, με σύγχρονες αναφορές και χωρίς περιττές εννοιολογικές σεμνοτυφίες απέδωσε στο ακέραιο το πνεύμα της κωμωδίας. Κατάφερε μάλιστα να καταστήσει άκρως επίκαιρη και την αριστοφανική παράβαση, αποδεικνύοντας ότι τα λόγια του Αριστοφάνη είναι, δυστυχώς, απόλυτα διαχρονικά μέχρι τις μέρες μας. Συγκεκριμένα, στην παράβαση ο γυναικείος χορός, απευθυνόμενος άμεσα στο κοινό, αναφέρεται στο ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία και στη δυσπιστία και οργή με τις οποίες αντιμετωπίζονται από τους άνδρες τους. Το γεγονός ότι υπάρχουν πλείστες παραλληλίες με το σήμερα, μάλλον θα πρέπει να αποτελέσει λόγο ανησυχίας για την σημερινή κοινωνία. Ωστόσο, ο σκηνοθέτης δεν κατάφερε να ισορροπήσει εξίσου όλα τα μέρη του έργου, με αποτέλεσμα τον εκτροχιασμό της παράστασης κατά τα μισά, ενώ μόνον προς το τέλος βρήκε πάλι τον καλό ρυθμό που είχε στην αρχή.

Ερμηνείες

Ο Γιάννης Μπέζος απέδειξε για μια ακόμα φορά ότι διαθέτει γνήσια στόφα κωμικού ηθοποιού, είτε ερμηνεύει έργα του σύγχρονου ρεπερτορίου, είτε του αρχαίου δράματος. Άμεσος και λιτός υποκριτικά γνωρίζει πολύ καλά τον δραματικό κώδικα της κωμωδίας. Συνοδοιπόρος του στη διαδρομή αυτή ο Ευριπίδης του Βλαδίμηρου Κυριακίδη, ο οποίος τον ακολούθησε υποκριτικά δημιουργώντας ένα ενδιαφέρον και απολαυστικό δίδυμο. Η, εκ των πραγμάτων όμως, μικρότερη έκταση του ρόλου του τον συγκράτησε δίνοντας προβάδισμα στον συμπρωταγωνιστή του. Πολύ καλή η Φωτεινή Μπαξεβάνη στο ρόλο της Κρίτυλλας, αν και οι υποκριτικές της ικανότητες και δυνατότητες δεν αποδόθηκαν στο σύνολό τους, καθώς και ο Χορός γυναικών του οποίου ηγούνταν (Αρετή Πασχάλη, Λήδα Καπνά, Ντένια Στασινοπούλου, Κωνσταντίνα Νταντάμη, Αγγελική Γρηγοροπούλου, Ελένη Ζαχοπούλου, Μανταλένα Καραβάτου). Εξαιρετικός ο Λαέρτης Μαλκότσης τόσο στο ρόλο του Αγάθωνα, όσο και στο ρόλο του Τοξότη. Ειδικά ο ρόλος του Τοξότη είναι δύσκολος και απαιτητικός, καθώς είναι ο μοναδικός στο σωζόμενο αρχαίο δράμα, κατά τον οποίο ο υποκριτής καλείται να μιλήσει την ελληνική γλώσσα με πολλά γραμματικά λάθη. Τέλος, ο Υπηρέτης του Αλέξη Βιδαλάκη πρόσθεσε μια εξαιρετική κωμική πινελιά, τόσο στην αρχή, όσο και στο τέλος, κερδίζοντας τις εντυπώσεις του κοινού.

Υπόλοιποι συντελεστές

Η μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη (Κώστας Γεωργουσόπουλος) συνέδραμε σημαντικά στο όλο εγχείρημα. Ο μεταφραστής γνωρίζει πώς να αποδώσει τους χυμούς και το περιεχόμενο της Αριστοφανικής γλώσσας, χωρίς να καταφεύγει σε γλωσσικούς βερμπαλισμούς και περιττά νοήματα. Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται επίσης για την πρωτότυπη μουσική του Φοίβου Δεληβοριά, η οποία συνέβαλλε ιδιαίτερα στην κωμική διάθεση της παράστασης. Τα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά ήταν λειτουργικά, εξυπηρετώντας τις ανάγκες της δράσης, αλλά χωρίς κάποια συγκεκριμένη αισθητική ή συμβολική ταυτότητα. Πολύ καλά τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, τα οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο μάλιστα στην εξέλιξη της πλοκής, καθώς το ένδυμα αποτελεί δομικό στοιχείο της μεταμφίεσης που ενυπάρχει στις Θεσμοφοριάζουσες. Εξίσου ενδιαφέρουσα η κινησιολογική πρόταση της Σεσίλ Μικρούτσικου.

***

Συνολικά, ο Γ. Μπέζος σκηνοθέτησε μια παράσταση, η οποία ακολούθησε το Αριστοφανικό πνεύμα. Παιχνιδιάρικη, τολμηρή, κοινωνικά επίκαιρη η παράσταση θα μπορούσε να είναι ακόμα καλύτερη εάν δεν εκτρεπόταν του ρυθμού της. Συνολικά, μια ενδιαφέρουσα και ευχάριστη πρόταση.