Η ιστορία της ανθρωπότητας έχει πολλά παραδείγματα φρίκης και αποτροπιασμού, ίσως η ιστορία αυτών των χώρων “αποθήκευσης” ανθρώπων για την εξόντωσή τους να βρίσκει όμοιά της την Ιερά Εξέταση στην Αναγέννηση και την πυρά στον Μεσαίωνα, τότε που αθώοι άνθρωποι καίγονταν ζωντανοί με το πρόσχημα μιας κάποιας φανταστικής αιρετικής δράσης. Σε κάθε περίπτωση, το Ολοκαύτωμα είναι ένα γεγονός ως όλον, το οποίο θα μείνει και πρέπει να μείνει χαραγμένο στην μνήμη όλων ώστε να μην επαναληφθούν στο μέλλον τέτοιας μορφής αποτρόπαιες πράξεις που κανένας νους δεν μπορεί να χωρέσει. Όλοι αυτοί, οι εκατομμύρια άνθρωποι, ανάμεσά τους Πολωνοί, Σοβιετικοί, Εβραίοι, Ρομά και πολλοί άλλοι, οι οποίοι στα κρεματόρια και στους θαλάμους αερίων έπεσαν θύματα κάποιων ψυχοπαθών που διψούσαν για βία, είναι η απόδειξη πως το έγκλημα έλαβε χώρα και πως κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί.

Η μνήμη παίζει τα δικά της παιχνίδια και βρίσκει τους ανθρώπους σε κατάσταση έκπληξης

Η συγγραφέας Ρουθ Παντέλ (Ruth Padel) καταθέτει, μέσα από μια πολύ φορτισμένη αφήγηση, την ιστορία των Εβραίων της Κρήτης, μια κοινότητα που δεν είναι τόσο γνωστή όσο είναι για παράδειγμα εκείνη της Θεσσαλονίκης. Αφορμή είναι η μετάβαση της αφηγήτριας Ελληνοβρετανίδας ζωγράφου που μεταβαίνει στην Κρήτη και εκεί έρχεται αντιμέτωπη με το παρελθόν της, ένα παρελθόν που αγνοούσε παντελώς καθώς κανείς από την οικογένειά της δεν της είχε μιλήσει για τις ρίζες της, τις εβραϊκές της ρίζες. Είναι συγκλονιστικό και συνάμα αποκαλυπτικό να έρχεσαι αντιμέτωπος με την ιστορία της οικογένειάς σου και συγκεκριμένα των γονιών σου ξαφνικά και ενώ έχει κυλήσει τόσο νερό στο αυλάκι της ζωής. Ο χρόνος λοιπόν πηγαίνει πίσω στα θλιβερά γεγονότα που συνέβησαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο στη μεγαλόνησο, όπου και εκτυλίσσεται το δράμα των ανθρώπων που βιώνουν την γερμανική κατοχή. 

Όλα αυτά συμβαίνουν στο τότε και με πολλές λεπτομερείς περιγραφές μιας κατάστασης πανικού και φόβου που διακατέχει τους Εβραίους των Χανίων. Διωγμοί, αβεβαιότητα και τρόμος είναι κάποια από τα συναισθήματα που καταλαμβάνουν τους ανθρώπους που βλέπουν τον τόπο τους να έχει κυριευτεί από μια ξένη δύναμη και αυτό δεν αφορά μόνο στην κοινότητα των Εβραίων μα σε όλους τους Κρήτες. Οι στιγμές είναι κρίσιμες όπως έχει γράψει και η Γαλάτεια Καζαντζάκη σε δικό της βιβλίο αναφερόμενη σε εκείνη την εποχή. Στο σήμερα και σε παράλληλη αφήγηση, η πρωταγωνίστρια μαθαίνει πως η μητέρα της βρίσκεται στο νοσοκομείο ύστερα από ένα ατύχημα και έρχεται εκείνη η στιγμή όπου η ιστορία συναντά το παρόν μέσα από μια ιδιαίτερη εξέλιξη. Εντελώς αναπάντεχα η μητέρα της θα ξεκινήσει να ξεδιπλώνει το κουβάρι όλων τα συμβάντα που έλαβαν χώρα, όλοι και όλα θα βρεθούν στο επίκεντρο μιας χειμαρρώδους αφήγησης που δεν αφήνει τίποτε εκτός.

Δεν είναι όμως μόνο η ιστορία που παίρνει μέρος και πρωταγωνιστεί στην αφήγηση είναι και οι σχέσεις παιδιού και γονιών, είναι αυτή η ιδιάζουσα σχέση κόρης με μητέρα που έχει κυρίαρχο ρόλο και καθηλώνει τον αναγνώστη καθώς η πρωταγωνίστρια ζει δυνατές στιγμές στο πλευρό της μητέρας της σε μια στιγμή της ζωής της τόσο κομβικής. Είναι σαν η μοίρα να ήρθε για να τις φέρει και πάλι κοντά μιας και η ηρωίδα ζει στο εξωτερικό και έρχεται στο νησί μετά από καιρό. Οι συναντήσεις τους και τα λόγια τους είναι τόσο έντονα, τόσο φορτισμένα και αυτό αποτυπώνεται στα λόγια της κόρης: «Δεν θέλω να κοιμηθώ. Ποτέ θα έχω ξανά την ευκαιρία να βρεθώ μόνη με τη μαμά. Τα χέρια της ενωμένα στο στήθος της. Απ’ το ένα χέρι κρέμεται ένα σωληνάκι. Ένας σκούρος κόμπος στο δάχτυλό της αιχμαλωτίζει το κίτρινο-μενεξεδί φως της λάμπας απέξω. Φαντάζομαι πως τη ζωγραφίζω, έτσι ακριβώς όπως είναι τώρα, έπειτα ακουμπώ το κεφάλι μου δίπλα στο δικό της πάνω στο μαξιλάρι και προσπαθώ να αντιμετωπίσω ό,τι απέφευγα σε όλη μου τη ζωή».

Διαβάζουμε λοιπόν για αυτή την ισχυρή σύνδεσή τους, τους άρρηκτους δεσμούς που έχουν και ας είναι μακριά η μία από την άλλη. Είναι όμως παράλληλα και το νησί, η Κρήτη, που πρωταγωνιστεί επίσης. Οι πίνακες της κόρης έχουν συχνά ως θέμα τους και ως πηγή έμπνευσης την Κρήτη, την οποία δεν ξεχνά ποτέ ως τόπο και τον οποίο πάντα θέλει να επισκέπτεται. Είναι η ιστορία ενός ματωμένου τόπου, ενός ιστορικού τόπου από την εποχή του μινωικού πολιτισμού μέχρι το σήμερα και είναι ένας κάποιος φόρος τιμής σε ένα νησί που πάντα βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των αγώνων και της αντίστασης και αυτό αποδεικνύεται από τη δράση των ανθρώπων που πολέμησαν ενάντια στον κατακτητή και πάντα είχαν σκοπό να την ελευθερώσουν από δεσμά.

Μέσα σε όλα αυτά η τέχνη δεν είναι απούσα καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που η ζωγράφος και αφηγήτρια κάνει αναφορές στον πατέρα της σύγχρονης ζωγραφικής, τον άνθρωπο το έργο του οποίου θαυμάζει και αυτός δεν είναι άλλος από τον Σεζάν. «Ο Σεζάν μετάγγιζε τη μοναξιά του στα τοπία της γενέτειράς του. Έλεγε ότι περιείχαν λύπη. Όταν ζωγραφίζει τις διακλαδώσεις των δρόμων ή τους κόμπους ενός δέντρου εκεί που χωρίζουν τα κλαδιά, τον βλέπω ν’ αναζητά τον πόνο που τον σημάδεψε. Έλεγε πως οι σημαντικές ανακαλύψεις γεννιούνται απ’ το χάος, όταν νομίζεις ότι ψάχνεις στο λάθος μέρος». Η Ρουθ Παντέλ καταφέρνει και χτίζει ένα μυθιστόρημα με πολλές προεκτάσεις, εδώ η ιστορία, η τέχνη και η ψυχολογία παίζουν η καθεμία το δικό της ρόλο και τελικά αναδεικνύεται περίτρανα πόσο σημαντική είναι η γνώση της ταυτότητάς μας διότι άνθρωπος χωρίς παρελθόν είναι άνθρωπος χωρίς παρόν και μέλλον.

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Οι κόρες του λαβύρινθου»:

«…σαγήνη είναι να θέλεις κάτι και να αισθάνεσαι πως είσαι στο όριο να το αποκτήσεις/σαγήνη επίσης είναι να θέλεις κάτι που δεν πρόκειται στ’ αλήθεια να αποκτήσεις ποτέ»

«Το σχέδιο βοηθάει. Όταν σχεδιάζεις είναι σαν να φυτεύεις σπόρους σε έρημη γη. Ένα βλαστάρι προβάλλει, μετά ο μίσχος κι έπειτα ένα φύλλο.»

Διαβάστε επίσης:

Ρουθ Παντέλ – Οι κόρες του λαβύρινθου: Μυθιστόρημα για μια οικογένειας της Κρήτης με οδυνηρά μυστικά